Από την Αλεξάνδρα Τσόλκα
Είμαι απ τα παιδιά που μεγάλωσαν στα προάστια της Αθήνας, τη δεκαετία του 70. Εποχές φορμάικας πολύχρωμης και φερ φορζέ σαλονιών στις βεράντες με τα μωσαϊκά. Εποχές που υπήρχαν θείοι, θείες, κουμπάροι, σχέσεις οικογενειακές, μεγάλα τραπέζια κυριακάτικα στον ήλιο και ανταλλαγή επισκέψεων στις ονομαστικές εορτές. Εποχές που αγοράζονταν η πρώτη μεγάλη ασπρόμαυρη τηλεόραση και την κότσαραν και ένα σεμεδάκι επάνω, για να δούμε τον Παναθηναϊκό στο Γουέμπλεϊ, που πίναμε ταμ ταμ ως καραμελώμενο αφέψημα κόκας, που τα σπίτια ήταν ιδιόκτητα και καινούργια και που ο μπαμπάς αγόραζε στα 40 του, επιτέλους αυτοκίνητο!
Στις τηλεοράσεις τις πρώτες, μαζεύονταν όλη η γειτονιά για να δει στο σπίτι του τυχερού και εμείς παιδιά παθαίναμε εξάρτηση από την Μπονάτσα, τους Αντίζηλους, τους Χαμένους στο Διάστημα, τη Μάχη, τον Ρομπέν των Δασών, τον Άγιο Σάιμον Τέμπλαρ, την Ιπτάμενη Καλόγρια, … ασπρόμαυρα – ασπρόμαυρα φτιάχναμε εικόνες για ένα μέλλον που θα έρχονταν ιλουστρασιόν έγχρωμο και τόσο έντονο που θα μας τύφλωνε στις εμμονές μας…
Ναι, είχαμε αλάνες. Και ναι, παίζαμε κάθε απόγευμα, ώσπου να ανάψουν τα φώτα έξω στα σπίτια και να βγουν οι μανάδες στα μπαλκόνια, να μας αγριοκοιτάξουν ή να φωνάξουν τα ονόματα μας με μόνιμη και ίδια, όλες, διαπεραστική, συριστική οξύτητα στο τελευταίο φωνήεν της κλητικής! Τότε δε φοβόντουσαν τον παιδεραστή της γειτονιάς, δεν αγωνιούσαν τι κάνουμε στο Facebook και αν δίνουμε προσωπικά στοιχειά στους παιδόφιλους που ξαφνικά με φρίκη κατακρεουργούν την αθωότητα όλου του πλανήτη.
Οι μανάδες σπανίως δούλευαν. Κάνανε μόνες τους όλες τις δουλειές στο σπίτι, πήγαιναν κομμωτήριο κάθε Σάββατο και έκαναν τα μαλλιά λάχανο, φουσκωτά και όλο λακ, ώσπου εμφανίστηκε το επαναστατικό προϊόν που έφευγε με το «πρώτο βούρτσισμα». Κάνοντας δουλειές το ραδιόφωνο, περίοπτο ακόμα στην καθημερινότητα ενός σπιτιού και όχι στο αυτοκίνητο όπως πας στο γραφείο, έπαιζε «πρέπει να σπάσουμε τις αλυσίδες» και Μαρινέλλα, «είμαι αετός χωρίς φτερά», «το πουκάμισο το θαλασσί» και τον «Σταμούλη τον λοχία».
Οι σταρ είχαν το σαπούνι τους, πιο ινδάλματα ήταν η Κρούσκα, η Ερήμου, η Μπέσσυ Αργυράκη, ο Ρόμπερτ Ουίλιαμ, η Μίλυ, η Τάμα, ο Φίλιππος Νικολάου που κρυφάρεσε σε κάθε μαμά, φυσικά ο Τόλης Βοσκόπουλος και η Ζωή Λάσκαρη. Σα χαλασμένο dvd, θολά έγχρωμη, όλο τεθλασμένα εικονίδια ανάμνηση, για την χούντα και ένας αστυνόμος με πολιτικά, απέναντι απ το σπίτι, να περιμένει να γυρίσει με την δύση του ήλιου, ο θειος, ο φοιτητής, που ήταν «μπλεγμένο και αυτό το παιδί με τα πολιτικά».
Μετά πιο έντονη η ανάμνηση της Βραδινής –τεράστια με ένα μικρό «β» καλλιγραφικό στη πρώτη σελίδα- κάθε μεσημέρι που θα γύρναγε ο μπαμπάς απ το γραφείο, έξι μέρες τη εβδομάδα. Και ο Ταχυδρόμος για τη μαμά, που μετά τον δάνειζε στις θείες και εκείνες της έδιναν την Γυναίκα και το Μπούρντα που χε ωραία πατρόν για μαντό!
Πόσο νέοι ήταν! Φορούσαν οι γυναίκες τα πολύχρωμα μάξι και τα τεράστια παπούτσια με τον φελό (πλατφόρμες τα είπαμε στον ενήλικο καιρό μου), βάφανε πολύ τα μάτια και κράταγαν μικρές πολύχρωμες τσάντες. Μια θεια έβαζε και πλατύ καπέλο και ήθελα και γω τέτοιο άμα θα μεγάλωνα (δεν έβαλα ποτέ γαμώτο!).
Οι άνδρες φορούσαν κοστούμια με καμπάνα παντελόνι. Έβγαιναν και πήγαιναν στην Μέδουσα στον Μαρίνο, που έκανε επανάσταση τότε στην νύχτα. Η πήγαιναν σε μπουάτ! Όχι πολύ! Κανα δυο, τρεις φορές το χρόνο και ήταν θέμα συζήτησης καιρό. Θα πήγαιναν και θέατρο φορώντας τα καλύτερα καλά τους για να τιμήσουν τους ηθοποιούς που «μόρφωναν δεν διασκέδαζαν απλά», μου έλεγαν. Μυράτ και Ζουμπουλάκη, Γαληνέα και Αλεξανδράκης, Καρέζη και Καζάκος, όλοι σε ζευγάρι και η Αλίκη μόνη της, που εκεί πηγαίναμε οι δυο μας, με τη μαμά και δε χάσαμε ποτέ παράσταση της.
Κάναμε αγγλικά στο φροντιστήριο της πλατειάς, που ένα είχε όλο το προάστιο, έτσι κι αλλιώς.
Παίζαμε λάστιχο, σχοινάκι, τα κορίτσια και μονόπολη και στρατέγκο και γκρινιάρη και δεν υπήρχαν οι Μπάρμπι και οι Κεν τους, οι άψογοι αλλά κάτι παχουλές κούκλες με μακριά μαλλιά ως τα γόνατα τους της Ελ Γκρέκο και παραβγαίναμε ποια έχει πιο πολλές. Μαζεύαμε χαρτάκια με ηθοποιούς απ τους περίπτερο μαζί με μια τσιχλόφουσκα, μια κάρτα – πορτρέτο. Οι δάσκαλοι είχαν δικαίωμα να μας χτυπάνε με κάτι χάρακες χοντρούς πλαστικούς και φόραγαν και τα αγόρια ποδιά και από μέσα κοντό παντελονάκι και μοιάζανε με ξεβράκωτα. Μόνα μας, παρέες απ τις γειτονιές πηγαίναμε σχολείο και τα μεγάλα, πρόσεχαν τα μικρά στο δρόμο.
Αν ξύπναγες παιδάκι, ξημερώματα, ειδικά τα βράδια του καλοκαιριού με τα ανοιχτά παράθυρα γιατί δεν υπήρχαν σαλταδόροι να σκαρφαλώσουν στον τρίτο, άκουγες τις παρέες που γύρναγαν απ τις ταβέρνες και τραγουδαγαν στους δρόμους. Δυνατά τραγουδαγαν. Ζαλισμένα απ το κρασί, αλλά όχι μεθυσμένα. Σπάγαν οι φωνές τους κάπου κάπου σε γέλια τόσο δυνατά όσο και τα τραγούδια. Και αν πήγαινες στο παράθυρο να κοιτάξεις, θα έβλεπες τα αγόρια να κρατούν κορίτσια που φορούσαν μίνι και ψηλές μπότες, απ τη μέση. «Αλήτες» έλεγε ο μπαμπάς! «Αλήτες»! Μα εγώ σαν αυτούς ήθελα να είμαι άμα μεγαλώσω. Να με κρατάνε απ την μέση και να τραγουδάω στους δρόμους «ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα» και «βάρκα στο γιαλό» και τη «συννεφούλα» και τη «Μαριλού μας τη μικρή που ήταν λυγαριά και δεν ήταν κυπαρίσσι»! Και η νύχτα δεν ήταν τόσο ατελείωτη με την ιδέα πως κάποιοι τραγουδαγαν και αγκαλιάζονταν στα σκοτάδια! Και ευτυχώς που υπήρχαν οι «αλήτες» και δεν φοβούμουν τη σιωπή και όλο αυτό το μαύρο!
Από εκείνες τις εποχές μιας Ελλάδας αθώας και απλής, ίσως απλοϊκής, με όλους τους στεναγμούς συναισθημάτων, διαψεύσεων, αναστολών, γνώσεων, λαθών, πολυπλοκότητας των επομένων χρόνων μέχρι την ωριμότητα και την επίγνωση του ορίου, νοσταλγώ πιο πολύ την εικόνα των γονιών μου νέων και χρωματιστών σαν φωτογραφία πολαρόιντ που δεν ξεθώριασε ποτέ και εκείνες τις παρέες, τους «αλήτες» που τραγουδαγαν στους δρόμους, τις νύχτες. Και από το τραγούδι έφευγε, ξορκισμένος, ο φόβος μακριά… Ουστ… Τώρα ποιος να τραγουδήσει, τι, γιατί; Ποιος μας, ανέμελα, μια νύχτα ζαλισμένη από βλέμματα, αφημένα αγγίγματα και μεράκι, να ξεχειλίζει μέσα του από ευφορία; Ποιος να χει εκείνη την απελευθερωτική ελαφρότητα να βγει στους δρόμους, στα παρακάκια, στα μικρά πεζοδρομία της συνοικίας να κάνει αυτοσχέδια συναυλία, μόνος του μπάντα και ερμηνευτής μαζί; Ταρατατζουμ στις σκιές κάτω από τα φώτα – τσίγκινο καπελάκι, με τις νέον λάμπες της ΔΕΗ. Αθέατη η μπαγκέτα του μαέστρου, σηκώνεται και πέφτει δίνοντας λόγο στα όργανα κρυμμένα στη ψυχή του ιδίου ανθρώπου, που θέλει να σε ξυπνήσει μέσα στη νύχτα, εκεί, πίσω, σε ένα 70 που είχε μακριά πέτα στο πουκάμισο και καμπάνα παντελόνι; Τώρα γλιστράμε στο φόβο, ερμητικά οχυρωμένοι στο αγέλαστο πρόσωπο μας, ο καθείς και τα παραμιλητά του αντί για τραγούδια. Αυτά βαθμολογούνται επαγγελματικά στα εκάστοτε Te Voice, ως υπόσχεση καριέρας και όχι ζωής…
… Μπορεί να μη συνέβαινε σε όλες τις γειτονιές της Αθήνας, λοιπόν, εκείνο το τραγούδισμα τις νύχτες και εγώ να χω μόνο μια τυχαία ανάμνηση να κρεμαστώ επάνω της, σαν αίσθηση ανέφελης στιγμής. Μια ανάμνηση σας είπα ήταν και να με συγχωρείτε για τις πολλές της, λέξεις. Είναι δύσκολο το μοίρασμα της. Σα να προσπαθείς να πεις πως ήταν όταν πρωτοδάγκωσες καραμέλες – αστακός ή πόσες ώρες μεσημεριάτικες κρυφά, κάτω απ το μπαλκόνι προσπαθούσες να μάθεις το «τάκα – τάκα», που μονο εσύ απ όλα τα παιδιά δεν το πετύχαινες, με δυο κόκκινες μπάλες να σου μελανιάζουν τα χεριά, ενώ όλη η γειτονιά έχανε τον μεσημεριανό της ύπνο. Και πάλι, έτσι είναι ωραίο το τραγούδι να σε βρίσκει μέσα στη σιωπή, να σώζεται και να σε σώζει…