Παίρνω το πορτοφόλι και τα κλειδιά και βαράω την πόρτα πίσω μου. Κατεβαίνω τρέχοντας τις σκάλες και βγαίνω έξω. Σαν κάτι να με κυνηγάει, σαν κάτι να μην με αφήνει να σταθώ μέσα στο σπίτι. Έχω αφήσει πάνω το κινητό. Για τις επόμενες ώρες δεν υπάρχω για κανέναν. Το σπίτι βρίσκεται ένα στενό από το ποτάμι. Κατευθύνομαι προς τα εκεί. Πόσο μου λείπει η θάλασσα, σκέφτομαι.
Όλοι γύρω μου καλοντυμένοι. Οι Γάλλοι είναι πάντα καλοντυμένοι. Εγώ με τα ρούχα του σπιτιού, τα αθλητικά κι ένα μπουφάν ίσα-ίσα για να με φυλάει από το κρύο. Κάνει πάντα κρύο εδώ. Αυτής της πόλης της λείπει η ζεστασιά. Στην ατμόσφαιρα, τις λέξεις, τα χαμόγελα. Κυρίως σε αυτά. Τα αντιγράψαμε κι εμείς. Μάθαμε να χαμογελάμε τυπικά, ψυχρά, άδεια. Υψώσαμε τείχη την ώρα που έπρεπε να χτίζουμε γέφυρες. Γίναμε σκληροί. Έγινα σκληρή. Η ξενιτιά σε σκληραίνει. Το άκουγα, δεν το πίστευα. Μέχρι που έγινα εγώ η ξένη. Με κοιτάνε έτσι, με αντιμετωπίζουν έτσι. Πάντα οι άλλοι θα έχουν ένα τσακ κάτι παραπάνω. Τι κάτι; Αυτοί είναι Γάλλοι, ενώ εσύ όχι. Η προφορά σου στην αρχή είναι χαριτωμένη, μετά αποτελεί πρόβλημα. Η ομορφιά σου στην αρχή δείχνει ιδιαίτερη και μεσογειακή, μετά αυτό το ξεχωριστό ταπεραμέντο αποτελεί εμπόδιο για να ξεκινήσεις μια σχέση. Είσαι διαφορετικός. Κι όσο και να προσπαθείς να αφομοιωθείς, πάντα θα έχεις στοιχεία που θα σε διαχωρίζουν.
Περνάω έξω από ένα tabac. Μπαίνω μέσα, ζητάω ένα πακέτο τσιγάρα κι έναν αναπτήρα. Εγώ που δεν μπορώ ούτε να τον μυρίσω αυτόν τον διάολο, βγαίνω έξω κι ανάβω ένα. Ρουφάω δυνατά. Ο καπνός μαζί με τον κρύο αέρα μπαίνουν μέσα στο στήθος μου. Αρχίζω να βήχω. Το πετάω. Περπατάω χωρίς προορισμό και χωρίς μουσική στα ακουστικά μου. Δεν ακούω ούτε τους ήχους της πόλης, τους έχουν σκεπάσει οι σκέψεις. Γυρίζω σπίτι. Η πρώτη κίνηση είναι να δω πτήσεις για Αθήνα. Αφού αυτό(ν) θέλω, γιατί δεν το κάνω; Τι με κρατάει;
Λύνω τη συνεργασία μου στη δουλειά, αποχαιρετώ τη συγκάτοικό μου και δίνω στον εαυτό μου διακοπές. Πάντα με θυμάμαι να δουλεύω, να διαβάζω, να μην έχω χρόνο για τίποτα. Έχει περάσει τόσος καιρός, που πλέον δε θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που ήμουν χαλαρή. Χρειάζομαι διακοπές. Τέλος. Εγώ, το ταβάνι και το απόλυτο τίποτα. Διακοπές και τον απαραίτητο χρόνο να σκεφτώ τι θέλω πραγματικά από εδώ και πέρα. Δεν ξέρω αν έχεις έρθει ποτέ σε αυτήν την φάση. Εγώ ήρθα και πάτησα το pause από την πραγματικότητα για λίγο. Για να σκεφτώ. Θέλω πραγματικά το δρόμο που έχω διαλέξει; Ή κάνω τα πράγματα μηχανικά; Μήπως έχω ξεκινήσει ένα ταξίδι και στην πορεία ξέχασα τον προορισμό; Και μήπως τελικά ξέχασα να απολαμβάνω το ίδιο το ταξίδι;
«Δεν ξέρω γιατί είσαι εκεί κι όχι εδώ. Ελπίζω τουλάχιστον, να κάνεις κάτι εποικοδομητικό στην Αθήνα». Η συγκάτοικός μου, επίσης εργασιομανής φρίκουλας, γεμάτη άγχος ότι θα τινάξω τόσες προσπάθειες στον αέρα, με λίγη δόση ειρωνείας ως προς την ξαφνική μου επιθυμία για αδράνεια, μου στέλνει αυτό το μήνυμα δύο βδομάδες αφότου έχω φύγει από το Παρίσι. «Κάνω σεξ, διαβάζω ένα καταπληκτικό βιβλίο, κι έχω ξεκινήσει να βλέπω δύο καινούριες σειρές. Νομίζω κάνω ό, τι πιο εποικοδομητικό έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου». Η απάντησή μου είμαι σίγουρη ότι την φρικάρει τόσο που δεν δίνει συνέχεια στο διάλογο κι ας θέλει πάντα να έχει την τελευταία λέξη.
Ξέρουμε κι οι δύο ότι απλά είναι μια φάση, που θα περάσει. Το μήνυμά της είναι ήδη αρκετό να με βάλει σε σκέψεις και να με ενεργοποιήσει ώστε να δώσω άμεσα απάντηση: Πώς, αλλά κυρίως πού θέλω να ζήσω το επόμενο διάστημα;