Αν μένεις στο Βερολίνο, δεν γίνεται να μην επισκεφθείς την Berlinale. Πρέπει να είσαι άμουσος, άσχετος ή γενικότερα σε άλλο σύμπαν για να μην σε συγκινήσει ένα από τα θέλγητρα του φεστιβάλ: οι ταινίες, το stardust αυτών που έρχονται στην πόλη για την προώθηση των ταινιών τους, η γενικότερη αίσθηση πως κάτι διαφορετικό τρέχει στην πόλη. Το κοινό του Βερολίνου ξέρει από κινηματογράφο. Δεν είναι οι τυπικοί Γερμανοί, οι περισσότεροι είναι ανοιχτοί άνθρωποι, μαθημένοι σε multikulti καταστάσεις, ξέρουν να εκτιμούν αυτό που αξίζει και να απορρίπτουν το υπερφίαλο και περιττό. Γι’ αυτό το λόγο, η Berlinale πάντα μετράει. Και φυσικά, αν βρίσκεσαι στην πόλη, τότε επιβάλλεται κάποια στιγμή να το ζήσεις!
Μπορείς να πας σε πρεμιέρες ή σε απλές προβολές. Εξαρτάται από την στρατηγική σου τοποθέτηση στην ουρά και το πόσο υπομονετικός είσαι. Αν δεν έχεις προσκλήσεις ή δημοσιογραφική διαπίστευση, έχεις χάσει τουλάχιστον μια μέρα στην αναμονή. Προσωπικά στάθηκα τυχερός και λόγω υποχρεώσεων δεν πήγα να στηθώ στην ουρά, ο φίλος μου ο Σωτήρης πάλι δεν την γλίτωσε. Και φέτος λοιπόν, από τις 6 εως τις 16 Φεβρουαρίου το Βερολίνο ζει για την Berlinale και η Berlinale κάνει τη ζωή του Βερολίνου πιο ενδιαφέρουσα. Πέραν των προβολών, υπάρχουν πάντα τα πολύ ενδιαφέροντα πάρτι του Φεστιβάλ (δεν πήγα αλλά άκουσα από πολύ έγκυρη πηγή που τα σάρωσε τα καλύτερα), καθώς ως γνωστόν πετυχημένο κινηματογραφικό φεστιβάλ χωρίς την κατάλληλη διάθεση για πάρτι δεν νοείται.
Οι μεγαλύτερες γερμανικές εφημερίδες αλλά και οι τοπικές εφημερίδες του Βερολίνου αφιερώνουν πολλές σελίδες ή και ολόκληρα ένθετα στην Berlinale. Γενικώς, δεν υπάρχει περίπτωση να είσαι στην πόλη ή και στη χώρα και να μην πάρεις είδηση πως κάτι συμβαίνει! Η πρώτη ταινία που όλοι περίμεναν ήταν χωρίς αμφιβολία το «Nymphomaniac». Μια ακόμα ύβρις του δαιμόνιου και ημίτρελου Λαρς Φον Τρίερ στον κινηματογραφικό καθωσπρεπισμό, ένα έργο που σπάει τα ταμπού. Δεν μιλάμε απλά για σεξ, μιλάμε για πολύ σεξ. Οι ταινίες του Φον Τρίερ είναι των άκρων: είτε θα τις λατρέψεις είτε θα τις μισήσεις. Έτσι και το κοινό του Βερολίνου παραμένει μοιρασμένο. Και πάλι τις εντυπώσεις όμως κέρδισε ο Λαρς, ο οποίος εμφανίστηκε με ένα μπλουζάκι «PersonaNonGrata», όπως είχε ανακηρυχθεί πριν δυο χρόνια στην Κρουαζέτ των Καννών για κάποια εγκωμιαστικά σχόλια για τον Αδόλφο Χίτλερ. Στα του «Nymphomaniac», ας αναφερθεί και η συμπεριφορά πεντάχρονου του παντελώς ατάλαντου Σάια Λε Μπεφ, ο οποίος εμφανίστηκε στο κόκκινο χαλί με μια χαρτοσακούλα στο κεφάλι, ενώ την επόμενη μέρα πήγε στη συνέντευξη Τύπου ντυμένος σαν ζητιάνος, είπε ένα τσιτάτο και αποχώρησε, προκαλώντας έκπληξη στους απεσταλμένους των ΜΜΕ. Η οποία έκπληξη συνίσταται στο γεγονός πως ένας τόσο ατάλαντος ηθοποιός μπορεί να είναι και τόσο θρασύς συνάμα.
Στην Ελλάδα το όνομά του ακούστηκε πολύ μετά τη δήλωση σε Ελληνίδα μπλόγκερ για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα, η ταινία του όμως μάλλον περνά αδιάφορη. Ο λόγος για τον Τζωρτζ Κλούνεϊ, o οποίος παρουσιάζει την ταινία του «Monuments Men», ταινία που μάλλον δεν θα γραφτεί με χρυσά γράμματα στην ιστορία του σινεμά. Μάλλον σοφτ δράμα με στοιχεία κωμωδίας και εξαιρετικό καστ (Κλούνεϊ, Ντέιμον, Μπιλ Μάρεϊ, Ζαν Ντιζαρντέν κλπ) για ορισμένους άνδρες, οι οποίο κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο πάνε να σώσουν κλεμμένα έργα τέχνης από τους Ναζί και να τα προστατεύσουν από την πολεμική λαίλαπα. Στα μείον του η μεγάλη διάρκεια αλλά και πάλι βλέπεται ευχάριστα.
Έκπληξη αποτελεί και η ελληνική συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα. «Το Μικρό Ψάρι» του Γιάννη Οικονομίδη ακούγεται όλο και περισσότερο και σύμφωνα με τα προγνωστικά έχει καλές πιθανότητες για ένα βραβείο. Αν το σενάριο ευοδωθεί, θα μιλάμε για μια ακόμα επιτυχία του greek weird cinema, με πρώτους διδάξαντες τους Λάνθιμο και Αβρανά. Στην ταινία ο Στράτος, ένας πρώην κατάδικος, πληρωμένος δολοφόνος χρηματοδοτεί μια προσπάθεια για να οργανωθεί η φυγή του φίλου του Λεωνίδα από το σωφρονιστικό κατάστημα του Μαλανδρίνου, όπου κρατείται. Ο Στράτος χρωστάει στον Λεωνίδα πολλά, καθώς αυτός τον βοήθησε να επιβιώσει στο κολλέγιο. Δεν λέμε πολλά για την υπόθεση και την πλοκή, μιας και αξίζει να την δει κανείς. Τυπικός Οικονομίδης, πολλές επαναλήψεις, λέξεις κοφτές που επαναλαμβάνονται, τονίζοντας το νόημα, ενώ σε ένα δεύτερο επίπεδο μαντεύουμε τον συναισθηματικό κόσμο αυτών των ηρώων του υποκόσμου. Κατάδικοι, λαμόγια, δολοφόνοι, πουτάνες, νονοί της νύχτας πλέκονται αριστοτεχνικά σε ένα δράμα που καθηλώνει. Η ταινία του Οικονομίδη είναι μια ωδή στη βία, ένα παράθυρο σε έναν κόσμο άγνωστο σ’ εμάς . Εξαιρετικές ερμηνείες -υπέροχος αντιήρωας ο πρωταγωνιστής Βαγγέλης Μουρίκης- και πολύ έξυπνο promo, στο οποίο περιλαμβάνεται η Πόπη Τσαπανίδου (εντάξει, δεν παίζει πάνω από δύο λεπτά αλλά δεν τα λέει και άσχημα. Όταν είναι φυσική είναι υπέροχη, όταν προσποιείται το μαγκάκι δημιουργεί μια καρικατούρα του εαυτού της ελάχιστα πειστική).
Στο Φεστιβάλ παρουσιάζεται και μια γερμανική ταινία που μοιάζει να κερδίζει κοινό και κριτικούς. Το γερμανικό «Jack» είναι η ιστορία ενός 11χρονου παιδιού που μεγαλώνει γρήγορα. Η μάνα του είναι μια αλκοολική που περιφέρεται από bar σε club κάθε βράδυ, με αποτέλεσμα ο Jack να πρέπει να φροντίσει και τον μικρό του αδερφό, Manuel. Κάποια στιγμή ο μικρός καίγεται στο ντουζ με το νερό και ο Jack κατηγορείται και στέλνεται σε ίδρυμα. Δραπετεύει και επιστρέφει σπίτι, δεν μπορεί όμως να μπει μέσα και η μητέρα του λείπει, ως συνήθως. Από εκείνο το σημείο αρχίζει ένα οδοιπορικό μαζί με τον Manuel σε όλο το Βερολίνο για να την βρει. Συνδυασμός δράματος και road movie, μια πολύ ωραία ματιά στο Βερολίνο, από έναν παντελώς άγνωστο σκηνοθέτη που μέχρι πρότινος έκανε διαφημιστικά, έστω και με ενδιαφέρον concept. Περιττό να πούμε πως τις καρδιές όλων έχει κερδίσει ο 11χρονος πρωταγωνιστής, Ίβο Πιρτσεκ. Προσωπικά θεωρώ μεγάλη φάτσα και τον κατάξανθο Manuel.
Η Berlinale έχει έργα για όλα τα γούστα, αρκεί κανείς να κάνει τον κόπο να ψάξει το πρόγραμμα και να έχει διάθεση να κουραστεί λίγο παραπάνω στην αναμονή. Είναι δεδομένο πως στο τέλος θα αποζημιωθεί. Για δέκα μέρες η πόλη έχει διαφορετική ατμόσφαιρα, το νιώθεις πως κάτι outoftheordinary συμβαίνει. Την Κυριακή, 16/2, ολοκληρώνονται οι προβολές και το κοινό θα πρέπει να περιμένει μέχρι του χρόνου. Για την Berlinale ισχύει τελικά η παράφραση του γνωστού ρητού: «Κάθε χρόνο και καλύτερα».