Ήταν λίγο πριν τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Εκεί, κάπου μεταξύ σχολείου, φροντιστηρίων και με το μυαλό κολλημένο στις πανελλήνιες του καλοκαιριού, κάναμε και καμιά κοπάνα, αγοράζαμε το Ποπ+Ροκ και αράζαμε μαζί με φίλους στο Roma cafe στην Κάνιγγος. Και θυμάμαι τις συζητήσεις μας που κατέληγαν συχνά πυκνά σε διαμάχες. Τρύπες ή Ξύλινα Σπαθιά ότι αφορά τα εγχώρια συγκροτήματα και Oasis ή Blur; Ναι, αυτές ήταν οι δύο μπάντες που μας απασχολούσαν εκείνη την περίοδο από το εξωτερικό. Τα δύο συγκροτήματα που θα έδιναν και πάλι στη Βρετανία τη χαμένη της αίγλη – και την είσοδό της στα αμερικάνικα charts.
Θα την πω την αλήθεια μου – ήμουν φανατικά με τους Oasis. Μόλις είχαν κυκλοφορήσει το «Definitely Maybe» που θεωρούσα αλμπουμάρα, που είχε κομμάτια κόλλημα, όπως «Live for Ever», «Supersonic» και «Cigarettes & Alcohol». Από την άλλη, το «Parklife» που είχε βγει λίγους μήνες νωρίτερα και έγινε μάχη στα UK charts, μου φαινόταν πιο παιδικό πεθαίνεις. Χαζοχαρούμενες μελωδίες, ανούσιοι στίχοι, teen λογική. Άσε που τα αδερφια Gallagher είχαν κόλλημα με τους Beatles (για μένα ήταν πλεονέκτημα) και είχαν ένα πιο rock στυλάκι, ενώ οι Blur έμοιαζαν να το είχαν σκάσει από την παιδική χαρά. Και ειλικρινά αυτή η λογική μου δεν άλλαξε μέσα στο επόμενο διάστημα – στην κόντρα των δίσκων «(What’s the story) Morning Glory?» και «Great Escape» πάλι οι Oasis βγήκαν κερδισμένοι. Στο μυαλό μου ο Damon Albarn ήταν ένας μέτριος καλλιτέχνης που δεν άξιζε καμία προσοχή.
Και το 1997 αλλάζουν όλα. Ήταν η χρονιά που οι Blur αποφασίζουν να σοβαρευτούν (σύμφωνα με τη λογική μου), κυκλοφορούν το ομώνυμο άλμπουμ τους και σκαλώνω με το «Beetlebum». Άγρια όμως. Και εκεί αρχίζω να ψάχνω τη δισκογραφία τους. Και να βρίσκω κομμάτια από τις παλιότερες δουλειές τους που… άξιζαν και μάλιστα πολύ. Και το 1999 με το «13» ήρθε το τελειωτικό χτύπημα – υποκλίθηκα στον Damon Albarn.
Ξαφνικά ο πιτσιρικάς με τα teen hits μου φαινόταν ότι είχε μετατραπεί σε έναν ξεχωριστό καλλιτέχνη. Δεν κατάλαβα ποτέ πως έγινε αυτό, αλλά οι συνθέσεις του έμοιαζαν μαγικές. Ναι, ok, είχαν αρχίζει να ξεθωριάζουν εδώ και καιρό οι Oasis, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό – ο Albarn μου έβγαζε μέσα από τα τελευταία άλμπουμ των Blur την εικόνα ενός ολοκληρωμένου μουσικού.
Και εκεί που απογειώθηκε ήταν όταν αποφάσισε να πειραματιστεί και σε άλλα μουσικά ήδη. Το 2001 κάνει κάτι το εντελώς διαφορετικό, κάτω από την ταμπέλα Gorillaz και έχοντας δίπλα του ταλαντούχους μουσικούς δοκιμάζεται σε πιο trip μονοπάτια, με απίστευτη επιτυχία. Ενώ η συνεργασία του Albarn με τους Paul Simonon, Simon Tong και Tony Allen κάτω από τον τίτλο «The Good, the Bad & the Queen» και υπό τις οδηγίες του Danger Mouse το 2007 μας χαρίζει ένα πανέμορφο alternative δίσκο.
Ο Damon Albarn ότι και να έπιανε στα χέρια του το μετέτρεπε σε επιτυχία. Όχι απαραίτητα εμπορική, αλλά σίγουρα καλλιτεχνική.
Και τώρα, περίπου 11 χρόνια μετά την πρώτη solo απόπειρά του, ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει το προσωπικό του άλμπουμ «Everyday Robots» (28 Απριλίου), που σύμφωνα με τα όσα έχει πει θα είναι γεμάτο με soul, folk και electro στοιχεία. Ναι, πάλι κάτι καινούργιο, αλλά αν κρίνουμε από το παρελθόν του είναι κάτι που ο Albarn ξέρει να διαχειριστεί καλύτερο από κάθε άλλον – σίγουρα στη Βρετανία.
Κι αν μέχρι λίγα χρόνια οι Άγγλοι είχαν τον Thom York ως τον μουσικό τους σωτήρα, πλέον ήρθε η στιγμή ο θρόνος να περάσει στον Damon Albarn. Το αξίζει και το δικαιούται.