Έχετε παρατηρήσει ότι ξεμείναμε από κωλόμπαρα; Για εκείνες λέω τις εστίες των μοναχικών καρδιών, κάτι μπαρ μακρόστενα όλο πάγκο, συν ένα τραπέζι βία δύο, όπου κατέφευγαν τα βράδια οι πενηντάρηδες κι οι εξηντάρηδες. Για να πουν τον πόνο τους, να τα βγάλουν από μέσα τους, να πιούν και δυο -τρία ποτά, να πιάσουν και κανά μπουτάκι. Όχι πουτανάδικα, προσοχή, κωλόμπαρα κανονικά παλαιού τύπου, με τα κορίτσια να λειτουργούν περισσότερο ως εξομολογητές και λιγότερο ως αντικείμενα του πόθου.

Στα κωλόμπαρα πήγαιναν ο εμποροβιοτέχνης, ο μικρομεσαίος, ο περιπτεράς για μπίρι-μπίρι. Για να ξεχαστούν και να ξεχάσουν, να χάσουν το νήμα της ζωής έστω και για μερικές ώρες. Μια φορά στις τόσες μπορεί να κατέληγαν και με κανένα κορίτσι στην οικία τους ή σε σχετικώς φθηνό ξενοδοχείο, αλλά δεν ήταν αυτό το παιχνίδι. Αυτό που πάνω απ’ όλα τους ένοιαζε ήταν ο στίχος του Άκη Πάνου, το αρχέγονο και παντοτινό «θέλω να τα πω». Και ποιός θα τους άκουγε δηλαδή στο σπίτι; Η ογδοντάχρονη μάνα, με την προχωρημένη άνοια; Η σύζυγος που ούτε να τους ξέρει δεν ήθελε; Τα παιδιά που αναγνώριζαν μόνο το πορτοφόλι τους; Τα κορίτσια ωστόσο, μπροστά και πίσω από τη μπάρα είχαν τ’ αυτιά τους τεντωμένα.

Αλλά τα κωλόμπαρα μας τελειώνουν, αν δεν μας τελείωσαν ήδη. Κατεβάζουν ρολά το ένα μετά το άλλο. Έκλεισε ένα στην παλιά μου γειτονιά στους Αμπελόκηπους, ένα άλλο στα Ιλίσια, ένα τρίτο στην Πλάκα και ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Οι λόγοι; Μάλλον οι ίδιοι που φουντάρουν και τις εφημερίδες. Το παλαιό κοινό πεθαίνει και δεν αντικαθίσταται από νέο. Ο εξηντάρης της δεκαετίας του ογδόντα, πρόσθεσε είκοσι χρόνια στην καμπούρα του και πλέον δεν εγκαταλείπει τον καναπέ. Κι ο τριαντάρης του τότε, αφού έζησε τη μεγάλη ζωή υπό τον Κώστα Σημίτη πώς να πάει τώρα να κλειστεί σ’ ένα κλουβί κωλόμπαρου και να πει τις αμαρτίες του; Αράχωβες ονειρεύεται και Μαλδίβες και όχι μισοσκόταδο και τσίπικα ποτά. Όσο για τους πιτσιρικάδες είναι τόσο αφοσιωμένοι στα inbox, στα pm και στα dm, που δεν καταλαβαίνουν άλλο είδος επικοινωνίας. 

Οπότε τέλος; Οπότε τέλος. Έτσι φαίνεται, έτσι δείχνει μηδενίζει σιγά-σιγά το κοντέρ. Χαμηλώνουν τα φώτα στο θάλαμο και σβήνουν οι σιγανές πατημασιές, που θα ‘έλεγε κι ο Ασλάνογλου. Μια τελευταία γουλιά και αντίο κωλόμπαρα για πάντα.