Γιε μου, (όχι)

Αγαπητέ μου γιε, (σίγουρα)

Δε γνωριζόμαστε. Καθόλου για την ακρίβεια. Αν και έτυχε μερικές φορές να νιώσω το χαμόγελο σου μέσα μου, αν και πολλοί επέμεναν ότι θα είσαι κορίτσι. Εγώ ήμουν σίγουρη ότι θα είσαι εσύ. Ο γιός μου. Σε ξέρω από την ώρα που γεννήθηκα.

Ένας λιγνόκορμος, φευγάτος πιτσιρικάς με τα μάτια μου και τα φρύδια μου, που θα μου ξέφευγες γελώντας την ώρα του φαγητού και του μπάνιου και ‘γω θα σε έπαιρνα στο κατόπι. Έτσι κάνουν τα μεγάλα και τα ατόφια στη ζωή της μάνας σου: ξεφεύγουν γελώντας κι εκείνη τρέχει ξωπίσω τους για να τα ταΐσει, να τα πλύνει και να τα αποκοιμίσει στο καθαρό τους κρεβάτι. Όλα σε τάξη, όλα υπό μελέτη και στοχασμό. Όσο για να φανούν χύμα.

Μην κοιτάς που ήρθες εσύ και μου τα έκανες μαντάρα. Να, κοίτα, τις ώρες που ξόδεψα να σε παρηγορώ, θα μπορούσα να δούλευα, να καθάριζα, να σιδέρωνα, να διάβαζα, να έλουζα τα μαλλιά μου ή να έκανα έρωτα με τον πατέρα σου ή κάποιον άλλο άντρα. Αντί να σε κανακεύω με τις ώρες και τις αγκαλιές, θα μπορούσα να βγω για ψώνια με τις φίλες μου, να τρέξω στο μαραθώνιο ή να βάψω τα νύχια μου. Μια φορά που ανέβασες πυρετό; Με περίμεναν για μια διάλεξη. Δεν πήγα, μόνο και μόνο γιατί ήθελα να είμαι μαζί σου τη στιγμή που θα γινόσουν καλά. Γιατί θα ήταν δικό μου επίτευγμα το να γίνεις καλά. Μερικές φορές σε θεωρώ κι εσένα δικό μου επίτευγμα, αλλά συνέρχομαι αμέσως. Κανείς δεν είναι επίτευγμα ή δημιούργημα ή κτήμα κανενός. Και αυτό θα σου το λέω πάντα. Δεν είσαι μόνο δικό μου παιδί, είσαι παιδί του κόσμου και ο κόσμος είναι παιδί δικό σου. Να το συλλάβεις στην ώρα του, γιέ μου. Να το αναθρέψεις σωστά και να το δώσεις εκεί που ανήκει.

Δε θα σου πω ποτέ «να είσαι καλό παιδί». Δε με ενδιαφέρει να είσαι καλό παιδί από υποταγή ή από υπακοή. Με ενδιαφέρει να είσαι ελεύθερος να αγαπάς. Ονειρεύομαι τη στιγμή που θα βάλεις σκουλαρίκι ή θα χτυπήσεις τατουάζ- μετά τα δεκατρία είσαι ελεύθερος και για τα δυο- και να μου πεις «το ‘κανα για γκόμενα» ή γκόμενο ρε, δε με νοιάζει. Με νοιάζει να είσαι ωραίος, χαβαλετζής, καλός φίλος, πιστός άνθρωπος. Πιστός σε σένα, στις ιδέες σου, με νοιάζει να είσαι και λίγο θυμωμένος. Κάτι θα βρεις εσύ, να θυμώσεις, γιος μου είσαι.

Να αγαπάς τους ανθρώπους. Ο άνθρωπος είσαι εσύ. Να κάμεις αγάπες και χάρες, γιε μου. Και να τις κρατάς και με τα δυο σου χέρια. Κάνε και εχθρούς, δεν πειράζει κι αυτοί δικοί μας είναι, συνεννοημένοι. Αυτούς να τους αγαπάς πιο πολύ. Και μάθε κι έχε μια μέρα το χρόνο, να τους συγχωρείς και να τους ζητάς συγχώρεση. Ακόμα κι όταν φταις εσύ. Ειδικά, τότε. Και τα ζώα να αγαπάς. Πολύ. Όσο πιο πολύ μπορείς. Έχεις άλλωστε μεγαλώσει με τόσα ζωάκια. Η κυρία Ρίτα, η γιαγιά η γάτα μας, ήταν αυτή που σε πήρε χαμπάρι, μια μέρα ήρθε κι έβαλε το πόδι της πάνω στην κοιλιά μου και το κράτησε για πολλή ώρα πάνω εκεί. Ύστερα, όταν κοιμόσουν, ερχόταν και γουργούριζε κάτω από την κούνια σου.

Γιε μου, να μοιράζεσαι. Τις χαρές σου, τις λύπες σου, τις στιγμές σου, τα χρήματά σου, τα υπάρχοντά σου, τα πάντα. Με τους φίλους και τους έρωτές σου. Μόνο τα μεγάλα, τα μεγαλύτερα, παιδί μου, εκείνα μόνο με το Νερό. Να πηγαίνεις στη θάλασσα να της τα λες ψιθυριστά κι εκείνη κύμα θα παίρνει- κύμα θα δίνει και σωστά θα σε ορμηνέψει και θα σε γαληνέψει και τον πόνο σου θα παίρνει. Γιατί θα πονέσεις, παιδί μου, σου το υπόσχομαι. Δεν πάσχει το σόι σου από κάποια ειδική κατάρα, γεννήθηκες, αγόρι μου και θα πονέσεις. Γι ‘αυτό πόνεσα τόσο όταν σε γέννησα. Όχι από τις οδύνες του κορμιού μου, μα από τον πόνο που έβλεπα να γεννιέται ανάμεσα από τα πόδια μου. Όταν γεννιέται ο άνθρωπος, ένας καημός γεννιέται.

Γιε μου, ζήσε γιατί θα πεθάνεις.

Άναψε φωτιές στην άμμο. Ούρλιαξε στο άδικο, γέλα όποτε μπορείς. Ερωτεύσου πολύ. Πολύ. Στολίσου. Φάε καλά. Φρόντισε να χρεοκοπήσεις έστω και μια φορά στη ζωή σου. Τρέξε. Τρέξε σα να σου δόθηκαν από χάρη τα δυο σου πόδια. Διάβαζε. Αγάπα το διάβασμα. Όχι τους συγγραφείς.

Να αμφισβητείς τα πάντα. Πάντοτε. Ειδικά τους Νόμους. Και τους φυσικούς και τους ανθρώπινους. Τραγούδα, έχεις υπέροχη φωνή, είμαι σίγουρη. Ζωγράφισε. Ζωγραφίζεις υπέροχα, είμαι σίγουρη. Κάνε θέατρο. Γίνε το Θέατρο. Χόρεψε: ήμουν πάντα σίγουρη πως γέννησα έναν Σειληνό. Μίλα στη γλώσσα του κάθε ανθρώπου. Ούρλιαξε στη φεγγάρι. Πάρε την άδεια τσάντα σου και φύγε για το άγνωστο, εκεί σε περιμένει ο εαυτός σου. Γίνε τύφλα. Πολλές φορές. Με κρασί. Με τζιν. Με βότκα. Με ουίσκι. Και ξανά με κρασί.

Ύστερα , κι αφού μισήσεις τη χώρα στην οποία γεννήθηκε η μάνα σου, έλα να στήσεις έναν εδώ έναν αμπελώνα. Δε σου λέω γιατί. Να το ανακαλύψεις μόνος σου.

Σ’ αγαπώ ρε μπαγάσα. Να γελάς και να μην προσέχεις. Κι αν σε ρωτήσουν αν είσαι γιος της Λίζας, θα χαρώ και θα γελάσω που δε θα το παραδεχθείς. Έτσι, από τσογλανιά. Επειδή είσαι γιος μου. Όπου κι αν είσαι.