Οι γιαγιάδες με τα παραμύθια και το φουρνιστό ψωμί, με τις καραμέλες και τις βουτηγμένες σε μέλι και ζάχαρη τηγανίτες. Εκείνες με τα μαντήλια και τους γκρίζους κότσους, που κρατούν φρεσκοκομμένα λαχανικά αφήνοντας τα βιαστικά στην κουζίνα, να προλάβουν τον τρικυμισμένο ελληνικό που βιάζεται να συναντήσει τα λουκούμια τριαντάφυλλο. Με τη γλύκα σιροπιασμένου κυδωνιού και τη δροσιά παγωμένου νερού, φτιάχνουν την πιο παρήγορη εικόνα από το μέλλον.

Η Ευστρατία Μουρατίδου και η Αιμιλία Καμβύση, αποχαιρετούν σήμερα την τρίτη της παρέας, τη Μαρίτσα Μαυραπίδη. Οι γιαγιάδες της Λέσβου, της αλληλεγγύης και της αγάπης, που η αγκαλιά τους ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο, γιατί μπορεί να τον χωρέσει ολάκερο. Μετά από 80 χρόνια φιλίας, αποχαιρετούν τη φίλη που στην ακτή της Σκάλας, τραβούσαν ανθρώπους από το νερό, κρατούσαν σφιχτά πάνω τους τα παιδιά τους, χαμογελούσαν να ηρεμήσουν την ψυχή τους.

Το 2015-2016, όταν η θάλασσα ξέρναγε πτώματα και ορφανά, η φωτογραφία των τριών γυναικών να ταΐζουν με μπιμπερό ένα νεογέννητο με τη μητέρα του δίπλα, απέδειξε ότι η λεβεντιά είναι καθήκον.

“Δεν ξέραμε τη γλώσσα, όμως καταλάβαμε πως πεινάει”.

Κάθε μέρα, οι τρείς φίλες, κατέβαιναν στο παγκάκι εκείνο που σταμάτησαν να αγναντεύουν το πέλαγος και άρχισαν να κανακεύουν ξεριζωμένους, κάθε μέρα μαζί με αλληλέγγυους φτιάχνανε νέες πατρίδες.

Κορυφαίοι παράγοντες της επιστημονικής ζωής της Ελλάδας, αποφάσισαν ότι το θάρρος να είσαι άνθρωπος, αξίζει μια υποψηφιότητα για βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. Το Νοέμβρη του 2015, ο Προκόπης Παυλόπουλος, επισκέφτηκε τη Συκαμνία και συνεχάρη τις γυναίκες αυτές. Απόδειξη για το τι σημαίνει να στέκεσαι συνεπής στην ανθρώπινη φύση, είναι ότι οι γιαγιάδες αυτές δεν μπόρεσαν να καταλάβουν τον λόγο που αξίζουν τους επαίνους αυτούς.

“Γιατί μου λες μπράβο γιε μου; Τι έκανα;”.

Τα κορίτσια αυτά, όπως αποκαλούσε η μία την άλλη, δεν αμπαρώθηκαν στα σπίτια τους, δεν μάζεψαν τις μπουγάδες τους, δεν σφάλισαν τα ντουλάπια τους. Δεν ρώτησαν κανέναν από τους ανθρώπους που έτρεμαν μπροστά τους, πώς προσεύχονται, από πού έρχονται, τι βαστάνε στις βρεγμένες τσάντες τους.

“Οι μανάδες μας ήρθαν πρόσφυγες απ’ την Τουρκία, απέναντι, και ήταν ακόμη κοπέλες. Χωρίς ρούχα, χωρίς τίποτα. Μόλις τους είδαμε, θαρρείς πως βλέπαμε τους γονείς μας”.

Έμειναν πλέον δύο, όμως η φωτογραφία εκείνη θα θυμίζει για πάντα ότι άξιζε ο κόπος της ζωής, ότι δεν ήταν τζάμπα. Θα μείνει σε εκείνες η ανάμνηση και σε εμάς η ευθύνη του να γεράσουμε άνθρωποι. Να μην αποκτηνωθούμε, να μη ξεχάσουμε!

Οι βάρκες δεν σταμάτησαν ποτέ να φτάνουν και εμείς δεν μπορούμε να μένουμε στεγνοί.

*Κυρία Μαρίτσα, κάποια μέρα εκείνο το μωρό θα μεγαλώσει με κληρονομιά το χάδι σας.