Να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Όταν καλείς κάποιον στην εκπομπή σου δεν περιμένεις προφανώς να πάει με τα νερά σου, να συμφωνήσετε πόσο ωραίος είναι ο ένας και πόσο ο άλλος, να φιληθείτε, να αγκαλιαστείτε και να πάει ο καθένας στην ευχή του Θεού. Περιμένεις, όμως, ένα μίνιμουμ ευγένειας και πολιτισμού στο διάλογο. Ειδικά όταν είσαι μια δημοσιογράφος όπως η Νίκη Λυμπεράκη – από τις καλύτερες που έχουμε σε αυτή τη χώρα.

Ο Νίκος Καρβέλας δεν μιλάει συχνά στην τηλεόραση, άρα ήταν κάπως γκράντε για τον μικρόκοσμό μας το ότι βρέθηκε στα πλατό της εκπομπής «Μεγάλη Εικόνα» στο MEGA. Ξέρουμε επίσης πως δεν είναι τύπος που θα βάλει όρια στα λεγόμενα του, αποκλείεται να αυτολογοκριθεί. Αυτό έχει τη γοητεία του. Τον κάνει γνήσιο, αυθεντικό. Αλλά δεν σημαίνει και πως πρέπει να του συγχωρούνται τα πάντα.

Η κουβέντα μεταξύ της δημοσιογράφου και του μουσικοσυνθέτη έγινε άβολη, αμήχανη. Έβλεπες πως δεν υπήρχε ταύτιση μεταξύ τους για το πώς σκέφτονται την έννοια «διάλογο». Ένα ορισμό δίνει ο ένας, διαφορετικό ο άλλος.

Ο Νίκος Καρβέλας ενοχλήθηκε περισσότερο από όλα επειδή η Νίκη Λυμπεράκη στάθηκε σε μια ατάκα που είπε για τη Βουλή. Πώς είναι δηλαδή «βόθρος που βρωμάει, με 300 καραγκιόζηδες και τον αισθάνονται εκατομμύρια Έλληνες».

«Νόμιζα πως θα είσαι διαφορετική, αλλά είσαι σαν τους άλλους, που κιτρινίζουν», της είπε. Ποιο όμως ήταν άραγε το λάθος της παρουσιάστριας; Που δεν άφησε να περάσει έτσι μια πρόταση που ακούμε συχνά στα καφενεία, αλλά στερείται της παραμικρής χρησιμότητας στο δημόσιο διάλογο πέρα από το «ωραία τα λέμε παιδιά, πιάστε και δύο τσίπουρα να τα πιούμε τώρα»;

Με άλλα λόγια: Αυτές οι ατάκες παίρνουν like στα social media, γίνονται ένα «μπράβο ρε Καρβέλα μάγκα, καλά (της) τα πες» αλλά επί της ουσίας δεν προσφέρουν το παραμικρό. ΟΚ, δεν ζούμε στον Άρη, ξέρουμε πως ο περισσότερος κόσμος μόνο καλή γνώμη δεν έχει για τους δημοσιογράφους. Αλλά είναι άδικο μαζί με τα ξερά να καίγονται και τα χλωρά. Γενικώς και ειδικώς.

Γιατί ο Νίκος Καρβέλας ξεπέρασε κάποια όρια

Ο Νίκος Καρβέλας είναι ένας άνθρωπος που έχει πράγματα να πει, κοινό να τα ακούσει. Εν προκειμένω ωστόσο, ακόμα κι αν υποθέσουμε πως λέει κάτι σωστό επί της ουσίας ή που συμφωνεί μαζί του πολύς κόσμος, χάνει το όποιο δίκιο του με τον τρόπο που του θέτει, το υπερασπίζεται. Είναι μια εφηβική τύπου επανάσταση που από καιρό έχει χάσει τη χαριτωμενιά της παιδικότητας που μπορεί να είχε άλλοτε.

Όπως φανερώνει αυτός ο διάλογος, που είχαν νωρίτερα κι ενώ ο Καρβέλας ένιωσε προσβεβλημένος που η δημοσιογράφος δεν τον άφησε να τελειώσει κάτι που έλεγε για το βιβλίο που έβγαλε – αυτή ήταν άλλωστε η αφορμή για τη συνέντευξη.

Λυμπεράκη: Να σε ρωτήσω κάτι;

Καρβέλας: Όχι, να με ακούς.

Λυμπεράκη: Μόνο να σε ακούω;

Καρβέλας: Αφού τελειώσω, μετά θα με ρωτάς.

Λυμπεράκη: Θα ήταν σαν να κάναμε TEDx, που βγαίνει κάποιος σε μία σκηνή και μιλά για τη ζωή του, τα έργα του κ.λ.π. ανάλογα με το θέμα. Θέλω να ρωτάω και εγώ.

Καρβέλας: Είναι σαν πράξη αυτοϊκανοποίησης, συνεύρεσης. Θες να συνευρεθούμε.

Λυμπεράκη: Θέλω να μου επιτράπεις να σε ρωτώ κιόλας γιατί εσύ είσαι χειμαρρώδης και πρέπει να σε παρακολουθούμε.

Κάπως έτσι και μετά από όλα αυτά, τούτα και κείνα, η συνέντευξη έγινε viral για τους λάθους λόγους. Και, γνώμη μας, αν κάποιος φταίει γι’ αυτό δεν είναι η Νίκη Λυμπεράκη.