Α, Τσικνοπέμπτη. Ευκαιρία να φάμε κρέας – σου λένε. Ναι, λες και τις άλλες μέρες δεν τρώμε, απαντάμε εμείς. Πραγματικά δεν αντιλαμβανόμαστε όλη αυτήν την υπερβολή, όλη αυτή τη «φούρια» που χαρακτηρίζει τη σήμερον την ημέρα. Το πιάνουμε το concept, ΟΚ, όμως το γύρω γύρω αρχίζει όλο και περισσότερο να μας χαλάει.

Γράφει ο Γιώργος Καραχάλιος

Και ξεκαθαρίζουμε εξ αρχής πως δεν το προσεγγίζουμε από τη vegan διάσταση του ζητήματος. Είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό ως συζήτηση. Πηγάζει από μια δομική διατροφική φιλοσοφία και οι δύο πλευρές δεν θα βρούμε ποτέ κοινό τόπο αφού η αφετηρία είναι συμπαντικά αντιδιαμετρική.

Μιλάμε μεταξύ μας συνεπώς, οι κρεατοφάγοι. Ήρθε η στιγμή να κοιταχτούμε στα μάτια και να παραδεχτούμε πως η Τσικνοπέμπτη, όσο φολκλόρ κι αν είναι, αποτελεί ένα έθιμο που έχει χάσει, εδώ και καιρό, το νόημα του. Έχει γίνει υποχρέωση. Κάτι σαν ΠΡΕΠΕΙ να φάμε κρέας, κάτι σαν ΠΡΕΠΕΙ να μυρίζει όλη η γειτονιά κοψίδια.

Γιατί να «ΠΡΕΠΕΙ» όμως; Δεν είναι κάτι που περιμένουμε πώς και πώς ακριβώς επειδή δεν μας λείπει. Έρχεται να κουμπώσει σε αυτό η υπερβολή, το «πάρε πάρε πάρε», το «φάε φάε φάε» και το όλο ντεκόρ γίνεται ως και απεχθές.

Πώς η Τσικνοπέμπτη έχασε σταδιακά το νόημά της

Όλα αυτά είχαν ένα νόημα κάποτε που οι άνθρωποι όντως δεν έτρωγαν πολύ κρέας, που όντως ακολουθούσε μετά νηστεία ως το Πάσχα. Δεν το λέμε από χριστιανική άποψη, σε φάση δηλαδή πνευματική ή κάτι τέτοιο, πρακτικό ήταν το ζήτημα. Αυτά είχαν, αυτά έτρωγαν.

Μερικά άλλωστε από τα πιο φημισμένα κομμάτια του «μενού» του Πάσχα συνιστούν μια ιδανική σύνοψη αυτής της λογικής. Δεν πετάγανε τίποτα οι πιο παλιοί. Από τα εντόσθια έκαναν τη μαγειρίτσα, το κοκορέτσι. Σέβονταν πως αυτό που τους δίνει τροφή δεν ήταν κάτι το δεδομένο, είχαν τη νοοτροπία του zero food waste πολύ πριν γίνει τάση – ήταν γαρ αναγκαιότητα.

Και κάτι ακομη: Όπου και να πας να «τσικνίσεις» σήμερα (αν ήσουν προνοητικός και έχεις κλείσει) θα γίνεται χαμός και αποκλείεται να το ευχαριστηθείς. Πολύ πιθανό είναι επίσης να σερβιριστείς κάτι προς το medium rare ή προς το πολύ καμένο, πώς να προλάβουν οι καημένοι οι μάγειρες να βγάλουν άκρη με τόσο χαμό; Όταν φωνάζουν απ’ έξω οι (λιμασμένοι) πελάτες στους σερβιτόρους «κόκαλα έχει ρε φίλε η μπριζόλα;» (spoiler: ναι, έχει).

Σπίτι δε, αν παραγγείλεις, θα σου έρθει πιθανότατα ένα σουβλάκι κρύο, «κατσιασμένο», σκιά του ένδοξου κομματιού που έχεις συνηθίσει να αγαπάς. Άντε να έχει ένα νόημα να μαζευτείτε παρέα σπίτι και να «ψήσετε» όλοι μαζί, αλλά κι αυτό μπορείτε να το κάνετε ωραιότατα και καλύτερα ένα ΣΚ, που η επόμενη δεν θα έχει και πρωινό ξύπνημα (πολύτιμο αν έχεις συνδυάσει την κρεατοφαγία με μπόλικα «στην υγειά μας ρε παιδιά»). Με λίγα λόγια: Μπάστα με την Τσικνοπέμπτη. Μας πέφτει βαριά στο στομάχι.