Γράφει ο Γιώργος Ευσταθίου

Σε μια χώρα -τη δική μας ντε- που η επικοινωνιακή φλυαρία όχι απλά μεγαλουργεί αλλά έχει αναδειχτεί στην απόλυτη επιστήμη, όλοι μας λυσσάμε να βγάζουμε από τη μύγα ξύγκι. Να τραβάμε τα νοήματα με χέρια Τιραμόλα μέχρι να χάσουν τελείως το νόημά τους. Να χρησιμοποιούμε τις λέξεις όχι για φτιάξουμε “σωστές” προτάσεις που θα τις καταλάβει ο καθένας, είτε έχει βγάλει το καλύτερο πανεπιστήμιο, είτε το πανεπιστήμιο της ζωής, αλλά να τις μετατρέπουμε σε τσιτάτα -μότο που οι σύγχρονοι “φιλόσοφοι” κάθε εποχής, οι διαφημιστές, δεν θα καταδέχονταν να βάλουν ούτε σε τηλεοπτικό σποτ για κωλόχαρτα. Αποτέλεσμα -μονόδρομος: Χάνουμε στο τέλος τη μπάλα και δεν ξέρουμε για τι ακριβώς μιλάμε. Ένα ακόμα δηλαδή ίδιον της κατάχρησης που μας διακρίνει.

Μια λοιπόν από αυτές που τα τελευταία χρόνια χτυπάει κόκκινο σε όλες τις συζητήσεις, είναι η λέξη “ινφλουένσερ“. Η πραγματική της έννοια όμως που αφορά σε έναν επιδραστικό τύπο που αποτελεί σημείο αναφοράς και παράδειγμα προς μίμηση, έχει διαλυθεί όπως η ασπιρίνη σε μια κουταλιά νερό.

Στην Ελλάδα “ινφλουένσερ” σημαίνει κάτι τελείως διαφορετικό. Με τον όρο αυτόν αναφερόμαστε πια σε κάποιον που μονοπωλεί την επικαιρότητα και θέλει από την ώρα που ξυπνάει μέχρι την ώρα που κοιμάται να γίνει διάσημος. Τις περισσότερες φορές δεν έχει κάποιο ταλέντο, χάρισμα, προσόν, εξυπνάδα ούτε και έργο να επιδείξει, δεν τον χαζεύουμε και πετάμε στα μάτια καρδούλες από αγάπη και νοιάξιμο, ούτε φουσκώνουμε από υπερηφάνεια για τις δηλώσεις του και τις δημόσιες τοποθετήσεις του.

Ο “ινφλουένσερ” στην Ελλάδα ζει για να αυτοπροβάλλεται και να εξομολογείται -πάντα σε live μετάδοση- μια σειρά από δράματα -τραύματα που έγιναν στο παρελθόν του -με πιο σημαντικό το ότι τον έστειλε μικρό να πάρει η μαμά του αγγούρι από το μανάβικο για να φτιάξει τζατζίκι και τον είδε ένας φίλος του και του είπε: “Πού πας με αυτό ρε; Βάλτο” στον ποπό σου”- μέχρι τα μπλεξίματά του με τον νόμο. Εννοείται χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς να βουτάει τη γλώσσα στο μυαλό του, με μια τεράστια φαιδρότητα και εγωπάθεια. Όλα γρήγορα και τσάτρα πάτρα, αρκεί να ανεβαίνει συχνά στα social του περιεχόμενο -content.

Στα point of view της καθημερινότητάς του ξεχωρίζουν σαν νέον επιγραφές που αναβοσβήνουν τα κλικς, τα views, τα likes, τα comments, το engagement, οι αντιδράσεις, οι διαγωνισμοί, τα εκπτωτικά κουπόνια κ.α. Κολλημένος στην οθόνη του κινητού του, ήρωας επεισοδίου του “Black Mirror“, με μαύρους κύκλους και κόρες διεσταλμένες από την αυπνία και το στρες, με μοναδικό του στόχο την αύξηση των followers που θα τον συντηρήσουν για λίγο ακόμα στον αφρό και θα συνεχίσει να βγάζει χρήματα.

Και επειδή το άδικο δεν το θέλει ούτε ο Θεός εδώ θα πρέπει να πούμε πως ο Έλληνας “ινφλουένσερ” δεν έχει την μοναδική ευθύνη για την κατάντια του. Την ίδια και περισσότερη έχουν και όλες οι εταιρείες που τον επιλέγουν να συνδεθεί με το προιόν τους αντί να κάνουν αυτό που πρέπει: Να βρουν πρωτότυπους τρόπους προώθησης μέσα από στρατηγικούς σχεδιασμούς και διαφημιστικές καμπάνιες -αυτό όμως θέλει έμπνευση, δουλειά και όχι βαρεμάρα και ευκολία, άρα αυτόματα διαγράφεται. Έτσι λοιπόν ο “ινφλουένσερ” γίνεται το προιόν που θα πλασάρει το προιόν και θα το μάθουν οι followers του που τις περισσότερες φορές τον ακολουθούν ξεκάθαρα από συνήθεια. Σαν να παρακολουθείς κάθε βράδυ ασυναίσθητα τους “Πανθέους” του ΣΚΑΙ από βαρεμάρα, επειδή κανείς δεν τους παρακολουθεί.

Επίλογος: Όλα μα όλα θα ήταν τόσο διαφορετικά αν πατάγαμε pause και αντιλαμβανόμασταν το αυτονόητο… Πως οι “ινφλουένσερ” της Ελλάδας δεν είναι τίποτα περισσότερο από κράχτες και πλασιέ. Τύποι δηλαδή που αναζητούν την προσοχή μας και όταν την παίρνουν προσπαθούν να τη διατηρήσουν για να έχει λόγω ύπαρξης το επάγγελμά τους. Ένα unfollow θα μας σώσει.