Ξέρω γιατί πάω στο Σύνταγμα. Ή μάλλον, περιμένετε μισό λεπτό, θα το πω καλύτερα. Ξέρω γιατί πάω σε μια συγκέντρωση όχι για να γκρινιάξω, να διαμαρτυρηθώ, να φιλονικήσω, αλλά για να στηρίξω, να βοηθήσω, να βάλω ένα χεράκι κι εγώ. Διότι βαρέθηκα τη μουρμούρα, που λέει και το σήριαλ, βαρέθηκα την καντήφλα, βαρέθηκα τον καναπέ. Θέλω να είμαι μαζί με άλλους ανθρώπους που ψάχνουν μια, δυο, τρεις ακτίνες φωτός μέσα στο απόλυτο σκότος και το θέλω αυτό το «μαζί», εδώ και τώρα. Και άνευ αστυνομίας παρακαλώ ή λοιπών δυνάμεων ασφαλείας να με φυτιλιάζουν και να μου ανεβάζουν το αίμα στο κεφάλι.

Θα σας πω και κάτι ακόμη. Δεν είμαι άνθρωπος που πάει σε πορείες και σε συγκεντρώσεις. Πήγα σε ένα σωρό τη δεκαετία του ογδόντα όταν ήμουνα πιτσιρίκι μέλος της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος, ως και σε δύο Μαραθώνιες Πορείες Ειρήνης συμμετείχα. Αλλά έγκωσα κάποια στιγμή, κουράστηκα κάποια στιγμή, μεγάλωσα κάποια στιγμή κι εγκατέλειψα το οδόστρωμα. Κι ύστερα, στα χρόνια της επαγγελματικής τρεχάλας και της ψευδούς ευημερίας, δεν ψηνόμουν πια τόσο εύκολα να «κατέβω». Βγήκα στο δρόμο δυο, τρεις, πέντε φορές, φώναξα, θύμωσα, ύψωσα τη γροθιά, ως εκεί. Και το καλοκαίρι των Αγανακτισμένων με βρήκε μακριά, πολύ μακριά απ’ το Σύνταγμα…



 

Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς να μην πατήσω το πόδι μου την περασμένη Τετάρτη. Είχα την ψιλογρίπη που με τρέχει εδώ και δύο εβδομάδες, είχα υποχρεώσεις του σπιτιού και των γάτων, είχα και τη συνείδησή μου να με ψέγει γιατί θα συμμετείχα σε «φιλοκυβερνητική» (βάλτε όσα εισαγωγικά θέλετε) εκδήλωση συμπαράστασης. Επέμεναν όμως οι καλοί μου φίλοι, με πιάσανε στο μπούρου μπούρου και στο μπλα μπλα και πείστηκα. Τα μάζεψα και ήμουν στην πλατεία από τις έξη παρά κάτι. Πριν πέσει ο ήλιος, πριν σφίξει το κρύο και αρχίσουμε να ψάχνουμε για σταφίδες όπως συνέβαινε στον στρατό. Με τον κόσμο να συρρέει από παντού.

 

 

Δεν θα κάθομαι τώρα να γράφω ψέματα και να λέω ότι είχε τριάντα και σαράντα χιλιάδες κόσμο στο Σύνταγμα. Τόσοι περάσανε σαφώς, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της συγκέντρωσης. Ήτανε βλέπετε τόσο ζόρικο το ψύχος, που δεν σ’ έπαιρνε να κάτσεις πάνω από καμιά ώρα. Και από την άλλη, ήτανε τόσο υπέροχο το συναίσθημα, που ήθελες να βγάλεις όλη τη νύχτα στην πλατεία. Ήτανε αυτό το νόημα που ανακάλυπτε μια φορά κι έναν καιρό ο Σαββόπουλος, αυτό το κάτι στα πρόσωπα των ανθρώπων που σου έλεγε όχι πια θλίψη, όχι πια πόνος, όχι πια μαυρίλα. Κι όχι άλλη δυστυχία, όχι άλλη εγκατάλειψη, όχι άλλος γκρεμός μπροστά μας. Όχι άλλη κοροϊδία επίσης από τους Ευρωπαίους εταίρους μας.

 

 

Φρόντισαν να τους το θυμίσουν αυτό μερικά από τα πιο καλόγουστα ταμπλώ και πανό που έχω δει ποτέ σε διαδηλώσεις. Ως και οι ποιητές επιστρατεύτηκαν, ο Γκαίτε, ο Ντύλαν Τόμας, ο Ρόμπερτ Φροστ, για να δώσουν πνεύμα, για να δώσουν σάρκα στην ψυχρή γλώσσα των στατιστικών. Στους αριθμούς της συμφοράς. Κι από κοντά ένα σωρό χιουμοριστικά ταμπλώ (κορυφαίο όλων το “Unfuck Greece”), για να μην ξεχνάει κανείς ότι σε αυτά εδώ τα χώματα εκτός από τη δημοκρατία γεννήθηκε και η σάτιρα. Μείον το “Varoufuck Merkelism” βεβαίως, αλλά δεν θ’ αφήσω μια εξαίρεση να χαλάσει την ατμόσφαιρα της γιορτής. Της ανάσας, της αναπνοής ενός κόσμου τσαλαπατημένου που βρήκε επιτέλους την ευκαιρία να υψώσει το ανάστημά του.

 

 

Το λες αυτό φιλοκυβερνητική συγκέντρωση; Δε γαμιέται, εγώ πήγα και θα ξαναπάω με το χαμόγελο στα χείλη!
 

Υ.Γ.: Επειδή είμαστε μεγάλα παιδιά, πρέπει να λέμε όλες τις αλήθειες. Χθες Κυριακή, η συγκέντρωση στο Σύνταγμα είχε περισσότερο κόσμο αλλά λιγότερο κέφι και παλμό. Ο λόγος; Οι εμφανείς απόπειρες από οργανωμένες ομάδες (γνωριζόμαστε όλοι σε αυτόν τον τόπο) να απαγάγουν το μήνυμα της εκδήλωσης. Οι περισσότεροι από τους συγκεντρωμένους τις αγνόησαν γεγονός που ελπίζω να τις συνετίσει. Ειδάλλως…