Έχω έναν φίλο που μιλάει με δισεκατομμυριούχους. Μη με ρωτάτε πως το απέκτησε το προνόμιο, είναι μερικά πράγματα που λέγονται αλλά δεν γράφονται όπως θα σημείωνε και ο συγχωρεμένος ο Καραμανλής. Τέλος πάντων να μην τα πολυλογώ, αυτός ο φίλος ήταν πριν από κάτι μηνάκια στο αρχηγείο ενός από αυτούς τους δισεκατομμυριούχους τους Έλληνες και συζητάγανε. Και στην κουβέντα επάνω, ανοίγει ο ζάπλουτος ένα συρτάρι και βγάζει ένα πάκο γράμματα. Και τα αφήνει επάνω στο γραφείο.

Τον κοιτάει ο δικός μου, δεν μιλάει. Γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι σε αυτές τις περιπτώσεις καλόν είναι να περιμένεις. Τον κοιτάει ο άλλος, τραβάει μια ρουφηξιά απ’ το πούρο κι αρχίζει: «Μπορείς να μου πεις τι γίνεται στον κόσμο; Μπορείς να μου το εξηγήσεις; Πριν από κάτι χρόνια μας στέλνανε επιστολές διάφοροι και ζητάγανε χάρες. Άλλος για να ανοίξει μαγαζί, άλλος για να σπουδάσει το γιό του, άλλος για να παντρέψει την κόρη του. Τώρα παίρνω γράμματα από ανθρώπους που λένε ότι δεν έχουν να πληρώσουν το νερό, που λένε ότι τους πήραν το σπίτι και κοιμούνται στο αυτοκίνητο, που λένε ότι τα παιδιά τους πεινάνε και δεν έχουν να τους δώσουν ούτε ένα πιάτο φαΐ. Μπορείς να μου πεις τι συμβαίνει;»

Τη συνέχεια υποθέτω ότι τη μαντεύετε, με το φίλο μου να ιδρώνει και να ξεϊδρώνει προσπαθώντας να εξηγήσει «τι συμβαίνει» σε έναν άνθρωπο που διατηρεί όχι και τόσο στενή επαφή με την καθημερινή πραγματικότητα του μέσου Έλληνα. Αυτή την πραγματικότητα τη σκληρή, την πραγματικότητα του «δεν τα βγάζω πέρα», την πραγματικότητα του «δεν πλήρωσα ΕΝΦΙΑ και φόρους, γιατί πρέπει να στείλω τα παιδιά στο φροντιστήριο». Ο κουρέας μου, μού το είπε αυτό το τελευταίο, μαζί με ένα ενδιαφέρον στόρι για το πώς απειλεί να τον γδάρει η εφορία γιατί θέλει να χωρίσει κάτι στρέμματα που έχει εξ αδιαιρέτου με κάτι ξαδέρφια. Λεπτομέρεια: Τα στρέμματα είναι στα 1.800 μέτρα υψόμετρο. Όχι στην Κουρσεβέλ, αλλά σε ένα βουνό που κλείνει ο δρόμος έξη μήνες το χρόνο…

«Και γιατί μας τα γράφεις όλα αυτά, ρε Ξανθάκη;», θα μουρμουρίσει εκείνος ο παλαιός συμμαθητής που διαρκώς επέρδετο την ώρα του μαθήματος. Τα γράφω διότι από χθες ξεκίνησε ένας κουρνιαχτός για την δήλωση του Βαρουφάκη περί λιτού βίου. Ότι και καλά οι πολίτες ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ για να ξαναγυρίσουν στις μπουζουκλερί και να ξαναορμήξουν στα διακοποδάνεια και ότι αυτά που λέει ο υπουργός είναι απλώς προφάσεις εν αμαρτίαις. Ξεκαθαρίζοντας από την αρχή ότι τον Βαρουφάκη δεν τον ξέρω και ότι χρειάζομαι λίγο χρόνο για να τον εμπιστευτώ, θέλω να πω ότι στο συγκεκριμένο σημείο έχει δίκιο. Έχει απόλυτο δίκιο.

Και το διευκρινίζω: Πλούσιος βίος είναι να βουτάς στις Μαλδίβες (αθάνατε Πετράν!), να κάνεις σκι στην Κουρσεβέλ (αθάνατε Σταύρο!), να ρολάρεις στο Μαϊάμι και στη Νέα Υόρκη (αθάνατε λαϊφσταϊλά). Λιτός βίος είναι να μπορείς να πάρεις την οικογένεια δεκαπέντε μέρες το καλοκαίρι, να τη βάζεις στο χιλιάρι το αμαξάκι μαζί με το σκυλί και να πηγαίνεις σε ένα μέρος και φτηνό και καλό, όπως Πάργα ας πούμε. Ξεφτιλισμένος βίος είναι να είσαι σαν εκείνους που στέλνουνε γράμματα στον μεγιστάνα διότι «δεν έχουν να πληρώσουν το νερό, που λένε ότι τους πήραν το σπίτι και κοιμούνται στο αυτοκίνητο, που λένε ότι τα παιδιά τους πεινάνε και δεν έχουν να τους δώσουν ούτε ένα πιάτο φαΐ» Και δεν είναι λίγοι όλοι αυτοί, είναι πάρα πολλοί. Είναι σχεδόν ένας στους δέκα Έλληνες και μία στις δέκα Ελληνίδες και στην Αθήνα που έχουν γαμηθεί όλα μπορεί να είναι και ένας στους πέντε. Σε αυτούς τους ανθρώπους λοιπόν, διόλου δεν θα κακοφαινόταν ένας λιτός βίος, διόλου δεν θα τους χάλαγε, διόλου δεν θα τους στραπατσάριζε το ίματζ. Και θα γλύτωνε κι ο μεγιστάνας από το μπαράζ επιστολών!