Η Deutsche Welle, παραμονές Χριστουγέννων, στη χριστιανική Ευρώπη και στον κόσμο όλο, αναμετέδιδε για τη δική μας χώρα και τις δικές μας ζωές: «Αθήνα… Τα σημάδια της κρίσης είναι φανερά παντού. Έτσι βλέπει κανείς περισσότερα αυτοκίνητα χωρίς πινακίδες να στέκονται παρκαρισμένα. Πολλοί ιδιοκτήτες αυτοκινήτων δεν έχουν χρήματα για να πληρώσουν τα τέλη κυκλοφορίας. Για το λόγο αυτό αφαιρούν τις πινακίδες, τις καταθέτουν στην εφορία και αφήνουν τα αυτοκίνητά τους. Πολλά μαγαζιά είναι κλειστά και οι βιτρίνες άδειες, οι έμποροι τα εγκατέλειψαν. Και όταν πέφτει το βράδυ βλέπει κανείς ανθρώπους να ψάχνουν στα σκουπίδια για φαγητό»

Είναι αυτό το σέπια-καφετί λερωμένο που έχει καταπιεί τα χρώματα γύρω μας και τη δικιά μας αγωνία για την επιβίωση που ξεχνάμε πως ήταν η ανέμελη ζωή. Θα μου πείτε, για μια γιορτή; Μια γιορτή-θρίαμβο του καταναλωτισμού, που αν δεν έχεις λεφτά νιώθεις αποκλεισμένος; Όχι. Για μια γιορτή σκέτο.

Μια γιορτή για ένα μωράκι που γεννήθηκε φτωχικά, πήρε δώρα από σπουδαίους σοφούς, προσκυνήθηκε από βοσκούς και ακόμα και τα άστρα έλαμψαν για χάρη του! Μια γιορτή για τη γέννηση, τη ζωή, τη συνέχεια μες στο χειμώνα. Μια γιορτή που λάμπουν φωτάκια, στολίζονται δέντρα σα να χουν ανθίσει μαγικά μες στα χιόνια, τα θαύματα γίνονται και άνθρωποι φιλιούνται και αγκαλιάζονται και αγγίζονται και κάνουν δώρα. Απ’ τα αρχαία χρόνια, από τη Ρώμη και τα Σατουρνάλια, μέχρι τώρα.

Η γιορτή ξεκινά και θα ‘χουμε σίγουρα τις δικές μας αγάπες όλοι μας κοντά μας, άλλα να, θυμάμαι και κάτι πράγματα που κάναμε παλιά και τώρα είναι ενοχικά ή απαγορευμένα. Όλα εκείνα τα μικρά, που είναι στερημένα, όλο αποκλεισμούς για μας και αφορούν μόνο στους 110.000 πλούσιους Έλληνες σε όλη τη χώρα…  Και μας λείπει…


ένα άρωμα κανονικό, όχι αντιγραφή!

Ένα άρωμα από εκείνα των μεγάλων οίκων μόδας, στα όμορφα, γυάλινα μπουκαλάκια, μέσα στην χρωματιστή συσκευασία με τα φιογκάκια ή τις παπαρούνες ή πουλιά να πετάνε σε κίτρινους ουρανούς! Ένα άρωμα από εκείνα που παλιά με τις ώρες δοκιμάζαμε και διαλέγαμε και φοράγαμε στο εσωτερικό των καρπών μας και μοσχοβολούσαμε πασχαλιές και λιβάδια και λιβάνια και καλοκαίρια και φρούτα και λουλούδια, όλα μαζί, σαν αχόρταγες αλκοολικές της οσμής… Μικροί παράδεισοι της όσφρησης, κλεισμένοι σε μπουκαλάκια πολύτιμα, προσωπικά ελιξίρια σαγήνης και υπογραφής γυναίκειας ως κάτι πολύ προσωπικό. Και λέγαμε η μια στην άλλη: «εγώ φοράω μόνο αυτό, εσύ;». Μας έλεγε κι αυτή και χαιρόμασταν για την καθοριστική, τελική πινελιά της θηλυκότητας μας, της ακαθόριστης, αέρινης αλλά τόσο μοσχοβολιστής! Τώρα; Ποια από μας δίνει 100 και 120 ευρώ για ένα μικρούλι -τόσο δα- μπουκαλάκι και ας έχει κλείσει ακόμα και όλο τον Παράδεισο μέσα του;

 

…μια βόλτα στα μαγαζιά για να πάρεις κι εσύ, όλα εκείνα για τον εαυτό σου που δεν έχεις.

Χωρίς ενοχές πως δε θα σε φτάσουν για την εφορία, τον ΕΝΦΙΑ, τα τέλη, τη ΔΕΗ, τα τηλέφωνα. Το παλτό που δεν έχεις και βολεύεσαι με ζακετούλες πλεχτές, ένα ζευγάρι γυαλιστερές ψηλές μπότες, που πάντα τις ήθελες και κάτι παλιές που είχες τρύπησαν και τις φοράς μόνο σε λιακάδες, ένα ζευγάρι, ίσως, τακούνια που τα ‘χεις κόψει και δε τα βάζεις πια στη δουλειά, νέα εσώρουχα, γιατί αυτά που έχεις είναι παλιά και απ’ τα πολλά πλυσίματα ταλαιπωρηθήκαν, μια μεγάλη τσάντα για κάθε μέρα -που πόσο θα κρατάς την παλιά, την σκισμένη με το άλλοθι του vintage;- ένα μέικ απ, μια κρέμα για πρόσωπο που δεν φοράς πια, ίσως μια μπλούζα καινούργια, ζεστή, γιατί χρόνια τώρα τις παλιές τις βαρέθηκες και σε βαρέθηκαν μάλλον κι εκείνες…

 

 

μια βόλτα στα μαγαζιά για να πάρεις εκείνα τα εντελώς περιττά.

Μια νέα μπάλα για το δέντρο, διάφανη να ρίχνει χιόνι, ένα αγγελάκι που παίζει μουσική, έναν άγιο Βασίλη, μοντέρνο με λευκή φορεσιά, φωτάκια άλλα, όχι τα περσινά, μόνο μπλε ή μόνο κόκκινα ίσως, σαπουνάκια για το μπάνιο χριστουγεννιάτικα, πετσετούλες με γκι και ου και ιπτάμενους ταράνδους.  Γιατί είπαμε, υπάρχει και ο Θεός των μικρών, πιθανόν αχρήστων, πραγμάτων, που σε κάνουν να θυμάσαι άλλα χρόνια και να χαμογελάς…

 

αχ, τα ταξίδια!

Πάντα ταξιδεύαμε! Δείξε μας μια θάλασσα και αμέσως θέλουμε να δούμε τι έχει στην άκρη της! Στις εποχές της μεγάλης ψεύτικης βεβαιότητας, πριν την «βίαιη προσαρμογή» και την «φτωχοποίηση» που λένε στα δημοσιογραφικά γραφεία, δύσκολα πάντα οικονομικά, αλλά οι μόνες ένοχες που δε νιώθαμε αφορούσαν στο όταν ετοιμάζαμε βαλίτσες και φεύγαμε για άλλα μέρη. Οι πολλοί πλούσιοι και τότε και τώρα ταξίδευαν στα Ελβετικά θέρετρα για σκι και ειδυλλιακά σαν καρτ ποστάλ Χριστούγεννα. Κάποιοι άλλοι τους, φεύγανε να βρουν καλοκαίρι, σε εξωτικούς παραδείσιους προορισμού σε Μαλδίβες, Σεϋχέλλες, Μαυρίκιους και Τζαμάικες και Ταϊλάνδες. Κάποιοι άλλοι, λιγότερο ευκατάστατοι σχεδίαζαν τα τετραήμερα στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στην Βιέννη, στη Πράγα… Τώρα, για 3.500.000 Έλληνες που ζουν κάτω απ’ τα όρια της φτώχειας και 6.500.000 που ζουν οριακά μεταξύ απόλυτης ανέχειας και άγχους να μην αφεθούν και να κρατηθούν στο χείλος των μετρήσεων, όνειρα θα μείνουν τα σομπρέρο στο Μεξικό, οι πάγοι στην Αλάσκα, το ανέβασμα του Νείλου με ποταμόπλοιο, η κόκκινη γη του Μαρόκο, τα φώτα των κτηρίων που αγγίζουν τα αστέρια τις νύχτες στη Νέα Υόρκη… Πάει και το ταξίδι, πάει και το όνειρο του…

 
ένα τραπέζι γιορτινό.

Που να μη νοιαστείς μετρώντας τα σεντς την αφθονία του και τα εκλεκτά υλικά του. Ένα τραπέζι με φίνες γεύσεις, μυρωδάτα κρασιά, συννεφένια ζαχαρωμένα γλυκά και φρούτα παντού και ρόδια και καστανά και μύγδαλα μελωμένα και… και… Να μπορέσεις να ‘χεις μια νύχτα το χρόνο για εκείνους που νοιάζεσαι από καρδιάς παραμυθένια στρωμένο το τραπέζι, να τους γλυκάνεις τη κάρδια με ότι φτιαγμένο και διαλεγμένο με φροντίδα και αφοσίωση. Να μη μετράς τα κέρματα και να λες στην κυρία στο ταμείο, που δουλεύει 8αωρο και την πληρώνουν υποαπασχόληση, «αχ, δεν έχω  τόσα μαζί μου! Βγάζετε παρακαλώ τη γραβιέρα, το κρασί, τα κάστανα και τα σοκολατάκια;»…

Και έτσι ακόμα, όμως, είναι ωραία αυτή η μεγάλη γιορτή. Σε παρηγορεί και σε τρυφερεύει πως και αυτός ο χειμώνας θα νικηθεί, πως η άνοιξη δε θα μας προσπεράσει φέτος, πως κάποτε θα ‘ρθει και καλοκαίρι και πως θα ‘χουμε καρπούς, καλλιέργειες, λουλούδια, ευημερία και χαμογέλα…

Μέχρι τότε;

Καλές γιορτές για όλους!