Mε κούρασε το μίσος για τους Pink Floyd. Αυτό το πράγμα που βγαίνουν μικροί και μεγάλοι, σχετικοί και άσχετοι, νεκροί και ζωντανοί και ξερνάνε χολή για τον τελευταίο δίσκο του γκρουπ, το «Endless River». Ότι είναι για πέταμα, ότι είναι για τα μπάζα, ότι είναι για το βόθρο και πως θα έπρεπε να ντρέπονται που τον κυκλοφόρησαν. Έως και ότι πρέπει να πάει κάποιος φυλακή, έχω την εντύπωση ότι έγραψε ένας μουσικοκριτικός. Έχω την εντύπωση, δεν είμαι σίγουρος, μέσα σε αυτόν τον ωκεανό σκατίλας μπορεί κάπως να τα έχω μπλέξει κι εγώ.

Αλλά δεν έχω μπλέξει ούτε τ’ αυτιά μου, ούτε το γούστο μου. Κι έχω άποψη για το «Endless River», σας ενδιαφέρει καθίστε παρακαλώ να τη διαβάσετε. Γιατί δεν έχω τίποτε να χωρίσω με τους Floyd, ούτε σκοπεύω να κάνω επίδειξη γνώσεων και όσο για την αποχώρηση του Roger Waters (που υποτίθεται ότι άφησε μισό το συγκρότημα), να θυμίσω απλώς ότι σαν τον Syd Barrett δεν θα ξαναγεννηθεί άλλος. Ποτέ. Ποτέ των ποτών, τελεία.

Ας το ξεκινήσω όμως από τον Waters. Τον εγκέφαλο, ας πούμε, των Floyd, που έφυγε και τους άφησε ορφανούς και ανάπηρους. Πρώτον, μη λησμονούμε εκείνη την αδιανόητη πατάτα, το «Final Cut», που έφερε εξολοκλήρου την υπογραφή του. Δεύτερον, μην ξεχνάμε ότι ο καλός άνθρωπος Waters, όταν του έσπασε τα παπάρια ο Rick Wright, πίεσε τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ να τον ξαποστείλουν και όχι να του συμπαρασταθούν. Το πέτυχε και δεν ζήτησε ούτε μια φορά συγγνώμη. Τρίτον, ας τελειώνουμε πια με το μύθο ότι ο Waters είναι πολιτικοποιημένος και οι υπόλοιποι είναι γίδια. Η στάση και οι απόψεις του πρώην μπασίστα των Floyd ανά τα έτη, θυμίζουν πολύ περισσότερο Βρετανό πατρίκιο κουρασμένο από τη βλακεία του κόσμου παρά αριστερό επαναστάτη έτοιμο να βάλει μπουρλότο στο σύστημα. Σαν το μπουρλότο που αποπειράθηκε να βάλει ο γιος του Gilmour στις πορείες του Λονδίνου και το πλήρωσε με φυλακή. Αν θυμάστε, ο μπαμπάς του δεν είπε ούτε μια κακή κουβέντα για την ριζοσπαστική δραστηριότητα του τέκνου του και του συμπαραστάθηκε απ’ την αρχή ως το τέλος…

 



Πάμε όμως και στην κατηγορία της φιλαργυρίας. Ότι και καλά ο Gilmour με τον Mason το κυκλοφόρησαν το καινούργιο άλμπουμ γιατί θέλανε να κονομήσουνε, αφενός από τις πωλήσεις του «Endless River» και αφετέρου από τις πωλήσεις των παλαιότερων άλμπουμ την ύπαρξη των οποίων θα υπενθύμιζαν στον κόσμο. Λες και το είχανε ανάγκη δηλαδή, λες και τους ένοιαζε να προσθέσουν ένα, δύο, τρία εκατομμύρια λίρες στα δεκάδες των τραπεζικών λογαριασμών τους. Παραμύθια για μικρά παιδιά και εύπιστες καρδιές που τα μασάνε όλα.

Προσωπικώς πιστεύω ότι το θέμα ήταν αλλού. Ήταν στην πάροδο του χρόνου και στην εγκατάσταση του γήρατος. Δεν κρατάω στη μνήμη μου ποιός το είχε πει, ότι όσο μεγαλώνεις τόσο χάνεις πράγματα, αλλά είχε δίκιο. Τώρα που έφτασα κι εγώ στη μέση ηλικία το καταλαβαίνω πολύ καλά, γιατί δεν μπορώ να ξενυχτάω όπως πρώτα, να πίνω όπως πρώτα, να χορεύω όπως πρώτα. Σκεφτείτε λοιπόν και τον Gilmour με τον Mason, σχεδόν στα εβδομήντα τους πλέον, πόσο θέλουν να δείξουν στον κόσμο ότι είναι ακόμη όρθιοι, ότι είναι ακόμη ικανοί, ότι είναι ακόμη μουσικοί με πνοή και σφυγμό και όχι απολιθώματα για το μουσείο. Εκεί κρύβεται, νομίζω, η πραγματική πρόθεση για την κυκλοφορία του «Endless River»: Στον τελευταίο βρυχηθμό του κτήνους πριν πάρει οριστικά την άγουσα για τα γουναράδικα. Στην τελευταία δαγκωνιά του.
 

Και η άποψή μου για τον δίσκο; Να την πω κι αυτή, γιατί όχι; Με λίγα λόγια, το «Endless River» είναι σαν να έχεις έναν γηραιό θείο και κάθε φορά που πας στο σπίτι του να σου λέει την ίδια ιστορία. Αλλά την λέει τόσο καλά, τόσο γλαφυρά, που όχι μόνο δεν στη σπάει, όχι μόνο δεν σε χαλάει, αλλά σε ξεκουράζει κιόλας. Και σε γεμίζει ελπίδα για το μέλλον που ο θείος είναι ακόμη εδώ και μπορεί να διηγείται και να προσθέτει και να αφαιρεί κάθε φορά καινούρια κομμάτια απ’ το παραμύθι. Ο καλός ο θείος που σε βάζει για ύπνο και προσέχει να μην εξέχουν τα πόδια σου απ’ το κουβερτάκι…