Έχω έναν καημό με τα γκραφίτι. Τα φωτογραφίζω, τα ποστάρω, τα υπερασπίζομαι. Όσοι με ξέρουν, το ξέρουν. Για μένα τα γκραφίτι είναι η φωνή της πόλης, το έχω γράψει εκατό φορές κι άμα το θέλετε το ξαναγράφω και σε κανέναν τοίχο. Είναι η φωνή όσων δεν έχουν φωνή μέσα από τα κατεστημένα ΜΜΕ και όσων κάνουν έναν κόπο παραπάνω για να πουν το ζόρι τους και δεν κάθονται απλώς μπροστά στο πληκτρολόγιο να τσακώνονται με τις ώρες στο Facebook και στο Twitter. Είναι μια ζωντανή φωνή, όχι ένα ημιθανές σήμα. Γι’ αυτό και με ξενίζει κάπως το γεγονός ότι από τ’ αλώνια των δρόμων κάποιοι θέλουν να τα μεταφέρουν στα σαλόνια των πανεπιστημίων και των ιδρυμάτων.

Διαβάζω ότι το περασμένο Σάββατο ξεκίνησε στο μουσείο Μπενάκη στην Πειραιώς το “Φεστιβάλ Δημόσιας Τέχνης: Πολυμορφία”. Για την τέχνη στο δημόσιο χώρο της Αθήνας, την ποικιλία και την πολυμορφία της. Και πριν από μερικές μέρες είδα ένα ρεπορτάζ στο “Βήμα” ότι μια ομάδα συντηρητών σπεύδει να προσφέρει “πρώτες βοήθειες” στα “έργα τέχνης του δρόμου”. Διότι τα γκραφίτι είναι “μια τέχνη πολιτική που επαναδιαπραγματεύεται τον δημόσιο χώρο, προορισμένη να αλληλεπιδράσει με την καθημερινότητα της πόλης“. Και πάει λέγοντας.

Ωραία ακούγονται όλα αυτά. Όπως ωραίες ακούγονται όλες οι θεωρητικές επεξεργασίες, άμα κάθεσαι στο γραφείο και φαντασιώνεις. Ανοίγεις το κομπιούτερ, αραδιάζεις πεντέξι βιβλία και δώσε και πάρε και δέσε και λύσε. Το μόνο που δεν μπορείς να κάνεις, είναι να κατέβεις στο δρόμο, να ζήσεις την αγωνία αυτού που θέλει να εκφρασθεί, το άγχος του να πει αυτά που θέλει να πει, την τρέλα του να τα προλάβει όλα, να μην του ξεφύγει τίποτα και να μην χάσει ούτε οξεία.

Αναφέρομαι φυσικά στα γκραφίτι που παλιά τα λέγαμε “συνθήματα”. Διότι, για μένα τουλάχιστον, εκεί κρύβεται το ζουμί. Αυτά είναι η φωνή της πόλης, της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας, των Τρικάλων, των Χανίων, της Ελλάδας. Εκεί εκφράζεται ο περαστικός και μέσω αυτών δίνει τον τόνο της ημέρας και της εποχής ολόκληρης. Πέντε λέξεις αρκούν, για άλλους τόσους μικρούς σεισμούς στον οπτικό ορίζοντα. Κι ας σβηστούν σε πέντε εικοσιτετράωρα.

Τα υπόλοιπα, ας απασχολήσουν τους ιστορικούς της τέχνης. Είναι γνωστό εδώ και καιρό ότι πολλά από τα murals (τις εικόνες δηλαδή των τοίχων) ζωγραφίζονται για λόγους εμπορικούς, για να αναγνωρισθούν και να πουλήσουν οι δημιουργοί τους. Με γεια τους με χαρά τους, αλλά εμένα δεν με απασχολούν. Δεν με νοιάζουν, γιατί απλώς εντάσσονται στον σύνηθη κύκλο του εμπορίου, όσο “εναλλακτική” κι αν είναι η προέλευσή τους. Ενώ ο κακομοίρης με το μαρκαδόρο στο χέρι, δεν θέλει να βγάλει το ενοίκιό του, θέλει να βγάλει το άχτι του. Εγώ λοιπόν, αυτόν εμπιστεύομαι κι αυτόν προτιμώ. Κι ο δικός του ο καημός, καημός μου είναι.

Υ.Γ.: Μη μ’ αρχίσει πάλι κανάς καλός κύριος ότι του λερώσανε την πυλωτή με σπρέι. Για γκραφίτι μιλάω, όχι για ταγκιές.