Συνήθως, ωραιοποιούμε το παρελθόν και περιγράφουμε με τον πλέον παραδεισένιο τρόπο τις πρότερες δεκαετίες. Στην περίπτωση, όμως, των αφηγήσεων γύρω από το πρότυπο της παραδοσιακής γειτονιάς τα χρόνια που προηγήθηκαν του άκρατου και άναρχου αστικού υδροκεφαλισμού, δεν υπάρχει καμιά ωραιοποίηση. Ακόμη-ακόμη και αυτές οι δεκαετίες του ’80 και ’90 -που προσωπικά μπορώ και διατηρώ μνήμες-  προσέφεραν σε σημαντικό βαθμό ωραίες θύμισες.

Τα γεμάτα από κόσμο σκαλοπάτια της πολυκατοικίας, τα τραπεζοκαθίσματα που έστηναν οι άντρες κάθε καλοκαιρινό απόγευμα για να απολαύσουν το κρασί και το ουζάκι τους, τα παιδιά που τρέχαμε ιδρωμένα και ευχαριστημένα από το εξοντωτικό υπαίθριο παιχνίδι, τις γειτόνισσες που κουτσομπόλευαν καταμεσής του δρόμου. Παντού εικόνες και αισθήσεις έδειχναν ότι εμείς είμαστε τα αφεντικά του δημόσιου χώρου. Ο γονέας, το παιδί, ο ενοικιαστής του διαμερίσματος, ο μαγαζάτορας της γειτονιάς, ο περιπατητής με το πιστό σκυλί στα δεξιά του. Εμείς η κοινότητα, εμείς και οι φορείς της κοινωνικοποίησης.

Με προβλημάτισε, ωστόσο, ένα πρόσφατο άρθρο του Guardian στο οποίο οι φίλοι μας οι αγγλοσάξονες χτυπούν τον κώδωνα του κινδύνου για την αποξένωση των Βρετανών σε τοπικό επίπεδο, αλλά και την πλήρη εγκατάλειψη της γειτονίστικης λογικής. Με ένα τόνο φθόνου, ίσως και νοσταλγίας, αναφέρεται στο τι γίνεται στη Γαλλία αλλά και σε άλλες χώρες του κόσμου. Εκεί όπου συνεχίζει να κυριαρχεί το αίσθημα της συλλογικότητας, εκεί όπου ο δημόσιος χώρος δεν έχει ακόμη αφεθεί στη μοίρα του.

Και αναρωτιέμαι, τι ισχύει τελικά για εμάς τους Αθηναίους; Πού κατατασσόμαστε;  Κατά πόσο έχουμε αφήσει το δημόσιο χώρο έρμαιο των αυτοκινήτων και του κάθε είδους σφετεριστή;  Έχουμε, όντως, κλειστεί στα προσωπικά μας φρούρια με σκοπό να νιώσουμε ασφαλείς, αγνοώντας πως έτσι κάνουμε την ίδια μας τη γειτονιά λιγότερο ασφαλή και περισσότερο επιρρεπή σε αντικοινωνικές συμπεριφορές;

Σε συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει πριν από μερικά χρόνια ο διακεκριμένος πολεοδόμος-συγκοινωνιολόγος, καθηγητής του ΕΜΠ Θάνος Βλαστός, θυμάμαι να λέει πως «η Πολιτεία όφειλε να εγκαταστήσει συνθήκες δικαιοσύνης και δημοκρατίας στους δρόμους, αλλά αυτή λειτουργεί αντιδημοκρατικά αφήνοντας να κυριαρχήσει παντού ο ‘τσαμπουκάς’ του αυτοκινήτου» και ότι γι’ αυτήν την εξέλιξη «θα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της». Η μεγάλη δόση αλήθειας που κρύβουν τα λεγόμενά του, αδικεί μια άλλη μεγάλη αλήθεια: το γεγονός ότι για την επικράτηση αυτού του ‘τσαμπουκά’ φταίμε και εμείς οι ίδιοι που εθελοτυφλούμε και αφήνουμε τα πάντα στη δικαιοδοσία των δημόσιων φορέων.

Κακώς η φροντίδα του πεζοδρομίου, του παρτεριού, του δρόμου έχει μεταβιβαστεί από τον κάτοικο στη δημοτική αρχή. Κακώς αφήσαμε τα ποδήλατά μας να σαπίζουν στις αποθήκες περιμένοντας το κράτος να φτιάξει ποδηλατόδρομους που θα διευκολύνουν τις καθημερινές μας μετακινήσεις. Η εκούσια αυτή μεταβίβαση και η αδράνειά μας ήταν που οδήγησε στην πλήρη επικράτηση των αυτοκινήτων, στη μείωση της κινητικότητα των γειτόνων στους δρόμους και -ως λογική εξέλιξη- στη διάρρηξη των σχέσεων ανάμεσά μας σε επίπεδο γειτονιάς. Μπορεί να μην έχουμε φτάσει στα βρετανικά επίπεδα, αλλά απέχουμε πολύ από το επιθυμητό παρελθοντικό πρότυπο.

Και για αυτό οφείλουμε να φανταστούμε ξανά την ιδανική γειτονιά και να τη χτίσουμε λίθο-λίθο, πράξη-πράξη. Το κάνουν ήδη διάφορες ομάδες πολιτών, οι οποίες έχουν δώσει ανάσα και πνοή με τις δράσεις του σε νεκρές αστικές γωνιές. Η δράση όλων αυτών των συλλογικοτήτων, όμως, δεν αποτελεί πανάκεια. Απλώς συγκροτεί το παράδειγμα για εσένα, για εμένα, για το γείτονα. Και μας καλεί να συγυρίσουμε, να βάψουμε, να μαζέψουμε, να διορθώσουμε,  να φυτέψουμε, να δημιουργήσουμε αστικές μικροπατέντες, να εμπνεύσουμε. Να δείξουμε ότι το έχουμε πιστέψει φανατικά: η γειτονιά και ο δημόσιος χώρος μας ανήκουν ολοκληρωτικά.