Όταν επιχειρείς να μεταφράσεις τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών και δη το κύριο μήνυμα που ανέδειξαν οι κάλπες στα 28 κράτη-μέλη της Ε.Ε, αυτό της γενικότερης ανόδου των υπερ-συντηρητικών κομμάτων, ελλοχεύει μία πονηρή παράμετρος. Να πέσεις στην παγίδα του «τσουβαλιάσματος». Τις τελευταίες ημέρες, η πλειοψηφία των αναλυτών και των σχολιαστών των εκλογικών αποτελεσμάτων, ίσως σε μια προσπάθειά απλοποίησης της επεξήγησης του φαινομένου, φαίνεται πως αγνόησε επιδεικτικά την παράμετρο αυτή.

Το εν λόγω τσουβάλιασμα, λοιπόν, επιτάσσει την κατάταξη μίας πληθώρας κομμάτων με αρκετά διαφορετικούς προσανατολισμούς, στο ίδιο ακροδεξιό σακί. Όλα αυτά τη στιγμή που η ευρωπαϊκή “ακροδεξιά” χωρίζεται σε δύο διακριτές περιπτώσεις. Αυτήν που έχει μείνει προσκολλημένη σε πρότυπα οργάνωσης περασμένων δεκαετιών, με κυρίαρχο στοιχείο του πολιτικού της λόγου τις αντισημιτικές αναφορές, τις έμμεσες (και όχι μόνο) αναφορές στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία και την χρήση φυλετικής ορολογίας σε ότι αφορά την αντίθεσή της προς το μεταναστευτικό φαινόμενο. Και τη λεγόμενη «ακροδεξιά 2.0». Την εξελιγμένη, μεταμορφωμένη και εκλεπτυσμένη ακροδεξιά. Αυτήν που έχει λειάνει τις γωνίες του πολιτικού της λόγου με σκοπό να απευθυνθεί σε ευρύτερο κοινό και να αποκομίσει μεγαλύτερα πολιτικά οφέλη.

Στην πρώτη κατηγορία, σε αυτήν της hardcore ακροδεξιάς, εντάσσονται κόμματα και κινήματα όπως η Χρυσή Αυγή, το ουγγρικό Jobbik και το γερμανικό NPD. Οι κοινές συνισταμένες των παραπάνω κομμάτων, όπως η ξενοφοβία, η ομοφοβία, οι εθνικοσοσιαλιστικές αναφορές, συγκροτούν και τον πυρήνα τόσο της φιλοσοφικής τους θεώρησης, όσο και της ενεργής τους δράσης. Από την ίδρυσή τους, τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν τον θεμέλιο λίθο της λειτουργίας τους τον οποίο δεν επιχειρούν να “σπάσουν” προκειμένου να γίνουν περισσότερο διαλλακτικοί ή αρεστοί. Ακόμη ένας συνδετικός τους κρίκος, η αδιαλλαξία και η απουσία οποιουδήποτε ίχνους συναινετικής και συνεργατικής διάθεσης.


Με την εξαίρεση της Χρυσής Αυγής, που είδε τα ποσοστά της να αυξάνονται συγκριτικά με τις ευρωεκλογές του 2009 αλλά και τις Εθνικές του 2012, τα υπόλοιπα εξτρεμιστικά κόμματα δεν προσκόμισαν ιδιαίτερα οφέλη από την εκλογική τους παρουσία. Το Jobbik απώλεσε μεγάλο μέρος της δυναμικής του (περίπου 8 μονάδες) σε σχέση με το αποτέλεσμα που κατάφερε μόλις λίγους μήνες πριν στις εθνικές εκλογές της Ουγγαρίας. Από την πλευρά τους, οι νεοναζί του NPD κατάφεραν να εκλέξουν ευρωβουλευτή εκμεταλλευόμενοι τον εκλογικό νόμο της χώρας τους, συγκεντρώνοντας μόλις το 1% των ψήφων.

Στην δεύτερη περίπτωση, η οποία και συγκεντρώνει το ζουμί της όλης υπόθεσης καθώς είναι και αυτή που συγκεντρώνει δυνάμεις που μπορούν να επηρεάσουν με τη στάση τους τις εξελίξεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, εντάσσεται η πλειοψηφία των υπόλοιπων κομμάτων της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής δεξιάς. Κυρίαρχος πόλος, η περίπτωση της Μαρί Λεπέν και του Front National στη Γαλλία. Η κόρη του Ζαν Μαρί Λεπέν, σκληροπυρηνικού πρώην ηγέτη του συγκεκριμένου κόμματος, έχοντας αναλάβει εδώ και μερικά χρόνια τα ηνία του κόμματος το οδήγησε σε ποσοστά δυσθεώρητα συγκριτικά με το παρελθόν, καταλαμβάνοντας την πρωτιά στις πρόσφατες ευρωεκλογές (26%, 24 έδρες στην Ευρωβουλή). Πρωτιά κατέγραψε και το κόμμα της λαϊκής δεξιάς της Δανίας το DPP, το οποίο ωστόσο απέχει κατά πολύ από το άκρο του πολιτικού φάσματος, ενώ δυναμικό ήταν και το εκλογικό μπάσιμο του Αυστριακού FPO που προσέγγισε το 20% των ψήφων. Το κάδρο της “Ακροδεξιάς 2.0” συμπληρώνει το φινλανδικό True Finns (13%) και οι μετριοπαθείς του Alternative Germany (7%).

Έξω από κάθε συζήτηση για την επέλαση της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς θα πρέπει να μείνει το UKIP του λαϊκιστή Φάρατζ, ο οποίος μπορεί να ταρακούνησε τα νερά της βρετανικής πολιτικής σκηνής καταλαμβάνοντας την πρωτιά στις ευρωεκλογές (27%), ωστόσο η αντιευρωπαϊκή του κοσμοθεωρία και τα ψήγματα αντιμεταναστευτικής ρητορικής του δεν αρκούν για να τον εντάξουν στην ούτως ή άλλως διαιρεμένη ακροδεξιά οικογένεια της Ευρώπης.

Οι δύο διαφορετικές “ακροδεξιές”, επομένως, δεν συγκροτούν έναν ενιαίο κίνδυνο, με τον ίδιο τρόπο που δεν συγκροτούν και ένα ενιαίο ιδεολογικό μπλοκ. Οι φέροντες γενικά και αδιάκριτα την ταμπέλα του «ακροδεξιού» διαφέρουν από χώρα σε χώρα της Ε.Ε, καθώς τα δομικά εκείνα στοιχεία που συγκροτούν το όλον των επιμέρους ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων που κλίνουν προς το ακροδεξιό φάσμα του πολιτικού τόξου, είναι όχι μόνο πολυποίκιλα αλλά και μεταξύ τους συγκρουσιακά.

Όπως και να έχει, οι νεοναζί των ξυρισμένων κεφαλιών και των τατού ανά την ευρωπαϊκή επικράτεια, δεν διαθέτουν ούτε το πολιτικό εκτόπισμα ούτε τη λαϊκή εντολή από τις πρόσφατες εκλογές για να μεταλλάξουν τις θεμελιώδεις αρχές του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Κανένα φάντασμα του μεσοπολέμου δεν ίπταται πάνω από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως επίσης δεν υφίσταται και ο μύθος που υποστηρίζει ότι η άνοδος της ακροδεξιάς ως γενικό πολιτικό φαινόμενο είναι απότοκο της οικονομικής κρίσης: καμιά από τις χώρες που τέθηκαν υπό την “προστασία” ή έστω υπό την απειλή της “ομπρέλας” μηχανισμών διάσωσης, δεν είδε ακροδεξιούς σχηματισμούς στο εσωτερικό της να εκτοξεύονται εκλογικά το βράδυ της 28ης Μαΐου. Ιταλία, Πορτογαλία, Ισπανία το επιβεβαιώνουν, ενώ ακόμη και στις ασθμαίνουσες οικονομίες του πρώην σοβιετικού μπλοκ οι ακροδεξιοί σχηματισμοί είδαν τη δυναμική τους συρρικνωμένη.

Αυτό, όμως, που αναδύεται είναι ο ευρωσκεπτικισμός. Η εναντίωση στις διαθέσεις για μια ομοσπονδιοποιημένη Ευρώπη. Η απόρριψη της δημιουργίας ενός κεντρικά ελεγχόμενου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι φωνές κατά της ανεξέλεγκτης μεταναστευτικής ροής, τόσο εκτός, όσο και εντός της ενωμένης Ευρώπης. Τα αιτήματα αυτά τα φέρει η λεγόμενη “Ακροδεξιά 2.0”, η ύπαρξη της οποίας είναι σχεδόν βέβαιο πως θα μετατοπίσει την ατζέντα των mainstream πολιτικών δυνάμεων της Ευρώπης προς την πλευρά που η ίδια επιθυμεί, επαναφέροντας το αναπάντητο ως τις μέρες μας ερώτημα: Quo vadis Europa?