«Βαβέλ» διάβαζα από το πρώτο τεύχος. Τρελός ήμουνα με τα κόμικς, πρώτα στην πατρίδα μου τα Τρίκαλα κι έπειτα που ήρθα στην Αθήνα για να σπουδάσω. Κάθε μήνα περίπτερο, μανία με τα κόμικς, άσχετα αν με ξένιζαν μερικά απ’ αυτά που φιλοξενούσε στις σελίδες του το περιοδικό. Ήταν, βλέπετε, πιο μπροστά κι από εμένα κι από την ελληνική κοινωνία ολόκληρη η «Βαβέλ» την εποχή εκείνη, χρειάστηκαν έτη πολλά και η μοβίδα του ΠΑΣΟΚ για να παλαντζάρει το πράγμα και να καταλάβει ο κόσμος τι ακριβώς θέλανε να πούνε η Νίκη Τζούδα και οι συνεργάτες της. Αν το κατάλαβε και ποτέ…


Η πρώτη μου επαφή με τον κόσμο της «Βαβέλ», με τους ανθρώπους της δηλαδή, όχι μόνο με τις σελίδες της, ήταν κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, στο παλιό μαγαζί της Ζωοδόχου Πηγής, όπου είχα πάει να βρώ τη Νίκη Τζούδα, να της πω ότι θα ταξίδευα στο Λονδίνο για ένα φεστιβάλ του London Cartoon Centre, κι αν ήθελε κάτι. Κι όπως μπαίνω, βγαίνει ο Σταύρος Κούλας, που έκανε τα γραφιστικά του περιοδικού από το γραφείο της σύνταξης, και φόραγε ένα μπλουζάκι που έγραφε «Available» στο στήθος και με ρωτάει «ποιος είσαι εσύ». Νευριασμένος όπως πάντα ο Σταύρος, αργότερα προσπάθησε να με ανταλλάξει με το σκύλο του, αλλά εκείνη που κοιμάται πλάι μου του είπε «όχι»!

Στη «Βαβέλ» μπορούσες να γράφεις ό,τι σου κατέβαινε, αρκεί να το πίστευες και να το γούσταρες 

Τέλος πάντων, βρήκα το θάρρος και είπα ποιος είμαι και τι θέλω και με δέχθηκε η Τζούδα και της το εξήγησα και με κοίταξε λες και ήμουνα ο πρώτος Αρειανός που είχε προσγειωθεί στη Γη και της ζητούσα να με πάει στην ηγεσία του τόπου. Αυτό το περίεργο μείγμα απορίας και εκπλήξεως, που πολύς κόσμος εξελάμβανε ως αδιανόητη ψυχρότητα και δεν της ξαναμιλούσε ποτέ. Δεν τα βρήκαμε τότε κι έφυγα με την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια, αλλά μ’ άρεσαν τόσο πολύ τα κόμικς (σας το είπα!), που δεν μπορούσα να μείνω μακριά από τη «Βαβέλ». Τη Νίκη, το Γιώργο, το Σταύρο, την Εύη, τη Βιβή, την Παυλίνα, το μίνι σύμπαν ενός περιοδικού που έριξε μια πέτρα στη λίμνη, μια κοτρώνα ολόκληρη και πιτσίλισε ένα σωρό συνειδήσεις πιτσιρικάδων.

Κι ύστερα άρχισα να γράφω. Συνέβη με τον πιο φυσικό τρόπο του κόσμου, σαν να ήμουν χρόνια συνεργάτης, από τις πρώτες μέρες του περιοδικού, άρχισα να γράφω για ό,τι μου κατέβαινε, γιατί στη «Βαβέλ» μπορούσες να γράφεις ό,τι σου κατέβαινε, αρκεί να το πίστευες και να το γούσταρες και να το πόναγες και να μην ψαχνόσουν υστερόβουλα μπας και κονομήσεις από αλλού. Και η Νίκη με δέχθηκε όπως σε δέχονται οι γάτες, κάπως έτσι. Και γίναμε φίλοι και πίναμε τους καφέδες μας και γελάγαμε και όταν γελάει αυτό το κορίτσι είναι σαν να γελάνε μαζί όλα τα σύννεφα του κόσμου. Ένα περίεργο πράγμα…

Η «Βαβέλ» ήταν του ονείρο το όνειρο

Η «Βαβέλ» έκανε τον κύκλο της, εξεμέτρησε το ζην, έγινε ένα κομμάτι της πολιτιστικής ιστορίας. Με τα τεύχη της, τα φεστιβάλ της, τους αγώνες της ενίοτε για κοινωνικές υποθέσεις ζόρικες. Αλλά δεν μπήκε ποτέ στο χρονοντούλαπο να τη φάνε οι αράχνες. Γιατί ήταν κάτι παραπάνω από προϊόν καταναλωτικό, ήταν κάτι παραπάνω από όχημα προσωπικής ανέλιξης, ήταν κάτι παραπάνω από μηχανή επιτυχιών. Ήταν του ονείρου το όνειρο και ως τέτοια θα τη θυμόμαστε όσα χρόνια κι αν περάσουν. Αμην.


Υ.Γ.: Θυμίστε μου κάποτε να σας πω το στόρι, πώς γνωστός δημοσιογράφος πούλησε την «Βαβέλ» στον Κοσκωτά. Εν αγνοία των συντελεστών της, φυσικά!