Στις 23 Ιουλίου του 2018, πάνω σε μια μηχανή, στη μέση ενός κακοτράχαλου δρόμου στην Άνδρο, ο ουρανός κύκλωσε γύρω μας κατακόκκινος. Μέχρι το λιμάνι, πορτοκαλί λωρίδες έσκιζαν την αγωνία μας, για μια επιστροφή που βάραινε σε κάθε μας ανάσα. Καθισμένοι με τα μαγιό στο πάτωμα ενός καταστρώματος, και με το κεφάλι αφημένο στον ώμο δίπλα μας, ακούγαμε μέσα στην ησυχία των εκατοντάδων επιβατών τις τηλεοράσεις να μεταδίδουν από όλες τις συχνότητες ζωντανά την επέλαση του θανάτου. 

Το πλοίο, ακινητοποιήθηκε μεσοπέλαγα. Η άγκυρα έτριξε σε κάθε νευρώνα του εγκεφάλου μας, μαζί με κάμποσα ουρλιαχτά που έφερναν τα κύματα. Τα δάκρυα ενώνονταν με τον ιδρώτα και επέστρεφαν στη θάλασσα. Στις βαλίτσες ένα φόρεμα για τον γάμο του σαββατοκύριακου, χυμένα κουφέτα και λίγη άμμο μέσα στα σανδάλια. Πως βρεθήκαμε να σηκώνουμε ανθρώπους απ’ το νερό; Τι κάνει αυτό το ελικόπτερο, μια τρίχα πάνω απ’ το κεφάλι μας; Τι θα κάνουν όλα αυτά τα βίντεο που τραβάνε με το κινητό τους; Ποιος θέλει να θυμάται αυτήν την κόλαση; 

Στη Ραφήνα, οι σειρήνες ξημέρωσαν τη νύχτα από τις 10 το βράδυ. Κάτω απ΄το κράνος ένα μαντήλι μούσκευε κάθε τόσο, με τις δύο ρόδες να διασχίζουν μια ατμόσφαιρα που μύριζε καμένη σάρκα. Ζώα αλυχτούσαν, ενώ οι κόρνες είχαν σωπάσει σε αμάξια που οι οδηγοί αγκάλιαζαν τα τιμόνια τους. Το τελευταίο που θυμάμαι από εκείνο το ξημέρωμα ήταν ένα “Μη κλαις άλλο” και τον ήχο ενός θάμνου που ξεψύχησε σε μια αγκαλιά φλόγες.

102 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους εκείνον τον Ιούλιο στο Μάτι. 74 από αυτούς κάηκαν στην προσπάθεια τους να σωθούν. Σήμερα, δύο χρόνια μετά, δυσκολεύομαι να γράψω κάτι περισσότερο για εκείνες τις ημέρες που πάνω από κηδειόχαρτα και στοιχειωμένα ντουβάρια, τα πολιτικά παιχνίδια παίζουν την κάρτα της δικαίωσης της μνήμης, σπιλώνοντας  το καθολικό και απροσπέραστο πένθος.

Εκείνο το καλοκαίρι, εκατοντάδες εθελοντές από όλη την Ελλάδα ξερίζωσαν ένα κομμάτι της ψυχής τους, φυτεύοντας το στην καρδιά του θανάτου, ποτίζοντας το με ελπίδα, χαϊδεύοντας κάθε ρίζα που με πόνο προσπαθούσε να συνδεθεί ξανά με το χώμα, κάθε φύλλο που με φόβο βλάστιζε στο μαύρο.

Οι αποθηκευτική χώροι γέμισαν με τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης, με τον Δήμαρχο Ραφήνας να καλεί τον κόσμο να περιορίσει τη συγκινητική προσφορά του, μιας και η περιοχή θα βρισκόταν για καιρό σε περίοδο έκτακτης ανάγκης.

Δεν σταματούν να κουνιούνται τα δάχτυλα της εξουσίας πάνω από τις μιντιακές εντυπώσεις, επιρρίπτοντας ευθύνες με στόμφο πρωτόπλαστου. Η ακόμη μια κακοδομημένη περιοχή, που για δεκαετίες ο καθένας έκανε ό,τι του γούσταρε, γράφοντας στα παλιά του τα παπούτσια κάθε νόμο που έμπαινε εμπόδιο στα σχέδια με θέα του, γίνεται αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης με τρόπο προσβλητικό ως προς τη νοημοσύνη μας. Τυφλοί, αδιέξοδοι δρόμοι, και ελάχιστοι δίοδοι προς της θάλασσα, είναι τα νέα σύννεφα από τα οποία πέφτουμε, παθαίνοντας πολλαπλά κατάγματα στη λογική και την ηθική μας. 

Σε όλα αυτά κλήθηκε να απαντήσει ο μόνος που έχει πάντα την απάντηση, ο κόσμος της αλληλεγγύης και όχι της φιλανθρωπίας, ο κόσμος που συναισθάνεται χωρίς να κάνει θόρυβο, ο κόσμος που άνοιξε τα σπίτια του για όσους είδαν τα δικά τους να λιώνουν σαν κεριά και ας ήταν από τσιμέντο. 

“Είναι συγκλονιστικό άνθρωποι που δεν σε γνώριζαν μέχρι χθες, να σου ανοίγουν την πόρτα και να μοιράζονται το σπίτι τους”.

Δεκάδες πήραν το πρώτο αεροπλάνο, πλοίο, ΚΤΕΛ, αφήνοντας τις διακοπές τους για να δηλώσουν πως: “Δύο χέρια έχουμε, αυτά φέραμε”. Και στήθηκε ειδικό κέντρο ψυχολογικής υποστήριξης για παιδιά και ενήλικες στο Κέντρο Υγείας της Ραφήνας, μαζί με μια κινητή μονάδα για όσους δεν μπορούν να μετακινηθούν, μη και μείνουν ακάλυπτες οι πληγές, μη και δεν τρέξει λίγο ροδόνερο στα αόρατα εγκαύματα. Χιλιάδες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα για αίμα, γεμίζοντας φιάλες ελπίδας. Σύμφωνα με στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Αιμοδοσίας για τη συλλογή και μετάγγιση αίματος στη χώρα σε σύγκριση με το 2017, οι αιμοδότες αυξήθηκαν κατά 7.500 χιλιάδες. Το ένα τρίτο από αυτούς ήταν αιμοδότες για πρώτη φορά. 

Ο 36χρονος Μπέντζαμιν, είδε στην πορτογαλική τηλεόραση την καταστροφή στο Μάτι. Την επόμενη ημέρα βρισκόταν στο Κλειστό Δημοτικό Γυμναστήριο Ραφήνας, να ανοίγει τσάντες με ρούχα και τρόφιμα, μοιράζοντας τα στους πυρόπληκτους. 

Και αν πρέπει να τραβήξω την πιο ανατριχιαστική στιγμή, ας είναι εκείνη των προσφύγων που από το τίποτα έδωσαν ό,τι είχαν. Μικρά δέματα με γράμματα και ζωγραφιές, γεμάτα με την αλληλεγγύη των λαών που παλεύουν για να ζήσουν μια μέρα μαζί. Μια πρωτοβουλία γυναικών από την Παλαιστίνη, το Αφγανιστάν, το Κουρδιστάν, και το Ιράν, ναύλωσαν οι ίδιες λεωφορείο και ταξίδεψαν μέχρι τη Ραφήνα. Πώς να μη μας ταλαιπωρούν για πάντα οι ελπίδες, πώς να σπάσει το πείσμα μας ότι θα τα καταφέρουμε;

Από τις μια προς μια τραγικές απώλειες εκείνου το καταραμένου καλοκαιριού, δεν πρέπει να ξεχάσουμε όλα εκείνα τα ζώα που χάθηκαν με αποτρόπαιο τρόπο. Όσοι μπορούν να θυμηθούν τα δεμένα σε αυλές σκυλιά να περικυκλώνονται από τη φωτιά, μπορούν να καταλάβουν τι περιγράφω. Όσοι δεν μπορούν, είναι πολύ τυχεροί. Η Εθελοντική Δράση Κτηνιάτρων Ελλάδας, ήταν άλλο ένα φιλί ανάστασης στις ώρες των παθών. Καψαλισμένα ζώα, με καμμένες πατούσες, μουστάκια, πληγωμένα, χωρίς μάτια.

“Πρώτη φορά βλέπω γάτες να κάθονται να τις περιποιηθείς. Είναι πολύ τρομαγμένες”.

Να μην ξανάρθει εκείνο το καλοκαίρι, να μην ξεχάσουμε τη θυσία όσων γίνονται σήμερα μπαλάκι ευθυνών.
Να κρατήσουμε ζωντανή τη μόνη φλόγα που δεν καίει, εκείνη της αλληλεγγύης, του ονείρου που ξεφεύγει απ’ τον θάνατο για να γεννήσει ξανά ελπίδα.