Διάλεξα μια δουλειά που με πληρώνει για να σου λέω τη γνώμη μου. Και μ’ αρέσει η δουλειά μου. Ακριβώς όπως είναι.

Μ’ αρέσει κι όταν συμφωνείς μαζί μου, μ’ αρέσει κι όταν διαφωνείς. Μ’ αρέσει όταν μου λες “μπράβο” που έχω δίκιο, μ’ αρέσει κι όταν γράφεις από κάτω τη δική σου γνώμη που ‘ναι αντίθετη. Κι αυτό είναι το καλό που έχει ετούτη η δουλειά, αυτό ακριβώς: τοποθετώ μια γνώμη όσο μπορώ καλύτερα, κι ύστερα διαβάζω από κάτω άλλες. Πότε συμφωνούν μαζί μου, πότε όχι. Πότε μου επιβεβαιώνουνε την άποψη, πότε με βοηθούν να ψάξω τα ψεγάδια της. Και μέχρι εδώ, όλα καλά.

Μπαίνεις λοιπόν, διαβάζεις, κι απαντάς. Μπορεί αυτή σου η απάντηση (συμφωνείς ή όχι, με το άρθρο) να ‘ναι γεμάτη επιχειρήματα, γεμάτη σεβασμό, γεμάτη όρεξη για διάλογο. Σ’ ευχαριστώ και μπράβο σου! Μπορεί και να μην είναι. Μπορεί να μην κατάλαβες το κείμενο που διάβασες, μπορεί να το κατάλαβες και μόνο δυο βρισιές να ‘χεις να του προσφέρεις, μπορεί το κείμενό μου να σου μοιάζει ανούσιο, ανάξιο λόγου κι άξιο προσβολής. Καθόλου δεν σ’ ευχαριστώ και πουθενά δεν πάμε έτσι, αλλά τουλάχιστον το διάβασες. Δικαίωμά σου να ‘χεις γνώμη, κι ας την εκφράζεις όπως θες. Όμως, φίλε αναγνώστη…

…υπάρχει μια περίπτωση στην οποία, όχι, δεν δικαιούσαι να ‘χεις γνώμη. Ποια είναι; Αυτή:

Γιατί; Να γιατί:

Κι αν δεν κατάλαβες ακόμα, να γιατί:

Γιατί δεν γίνεται, αναγνώστη μου, να ‘χεις άποψη για κάτι που ΔΕΝ διάβασες!

Αν διαβάσεις μονάχα έναν τίτλο, δεν ξέρεις τι πιστεύω, δεν ξέρεις τι υποστηρίζω, δεν ξέρεις ποια είναι αυτή η ρημάδα η γνώμη μου. Αν αρκούσε ο τίτλος, αναγνώστη μου, δεν θα χαλούσαμε μυαλό και χρόνο για να γράψουμε τόσες ακόμα λέξεις. Μα δεν αρκεί! Δεν μπορείς λοιπόν να ‘χεις γνώμη για κάτι που δεν ξέρεις. Δεν μπορείς να σχολιάσεις τη δική μου θέση πάνω στα πράγματα, όταν δεν την έχεις ακούσει, όταν δεν τη διάβασες, όταν δεν ξέρεις, τέλος πάντων, ποια είναι. Δεν μπορείς και δεν γίνεται. Είναι παράλογο, είναι ηλίθιο, είναι για σένα ρεζιλίκι, μα δεν θα πείραζε πολύ αν ήταν μόνο αυτά.

Δυστυχώς, δεν είναι. Αν πολεμάς εμένα, εκείνον, τον έναν ή τον άλλο, ξέροντας για τη γνώμη τους μονάχα έναν τίτλο, τότε αμέσως-αμέσως τους έχει ήδη κατατάξει στο μυαλό σου σε μια κατηγορία. Για σένα είναι αντίπαλοι. Κι άρα τους φορτώνεις ΟΛΑ όσα για σένα κουβαλάει ο αντίπαλος. Στα γρήγορα λοιπόν, από ‘ναν τίτλο μόνο, για σένα έγινα αμέσως δεξιός-θρησκόληπτος-πατριδολάγνος κι απάνθρωπος. Ή απ’ την άλλη, αριστερός-άθεος-άπατρις κι ανθέλληνας. Κι αν εγώ, κι εκείνος, κι ο ένας με τον άλλο, δεν είμαστε τίποτα απ’ αυτά, λίγο σε νοιάζει. Εσύ το πόρισμα το έβγαλες, αφού ο τίτλος μίλησε: αντίπαλοι! Συγγνώμη, κακέ αναγνώστη, όμως αυτό δεν είναι απλά ανούσιο, ηλίθιο, παράλογο. Αυτό είναι κάτι που, το ξέρεις ή όχι, το καταλαβαίνεις ή όχι…

…σε κάνει ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ!

Σε κάνει επικίνδυνο γιατί ο κόσμος σου χωρίζεται σ’ “άσπρο” και “μαύρο”. Σε “δικούς” κι “ενάντιους”. Και πρέπει όλους να μας ταιριάξεις εκεί μέσα. Μες στις μικρές ψυχαναγκαστικές κατηγορίες σου, χωράμε – δεν χωράμε. Και να το κάνεις γρήγορα, πρόχειρα, κι άδικα!

Ακόμα και να ‘μουν αντίπαλός σου για όλα αυτά που μου φορτώνεις, είσαι επικίνδυνος όταν αρνείσαι ν’ ακούσεις τον “αντίπαλό” σου. Όταν αρνείσαι να διαβάσεις τι έχει να σου πει, όταν δεν ξέρεις πού διαφωνείτε, αλλά μονάχα ξέρεις ότι διαφωνείς – κι άρα διαφωνείτε σ’ όλα! Όπως και να ‘χει ωστόσο, εγώ σ’ αυτό το παιχνιδάκι που ‘χεις φτιάξει, δεν θα μπω. Δεν είμαι αντίπαλός σου, πρόχειρε αναγνώστη τίτλων, επειδή είμαι δεξιός, αριστερός, θρησκόληπτος ή άθεος, πατριδολάγνος ή άπατρις. Μα είμαι απέναντί σου, γιατί εσύ είσαι αυτό που είσαι: άνθρωπος που ‘χει ανάγκη έναν εχθρό, και φίλους για ν’ ανήκει στην αγέλη. Δεν πρόκειται να γίνω αυτός ο εχθρός που ‘χεις ανάγκη. Ούτε κι ο φίλος. Δεν πρόκειται να μπω μες στην αγέλη, ούτε και να διαλέξω χρώμα στον ασπρόμαυρό σου κόσμο. Αν θες ωστόσο…

Αν θες μπορείς να δοκιμάσεις να βγεις εσύ από κει μέσα. Να διαβάσεις τις απόψεις των ανθρώπων, ολόκληρες κι όπως στις έχουν γράψει, κι ύστερα ν’ ανοίξεις μια κουβέντα μ’ επιχείρημα και μ’ ενδιαφέρον. Πάψε να είσαι ένας κακός αναγνώστης τίτλων, κι ίσως γνωρίσεις ένα νέο κόσμο. Έναν κόσμο γεμάτο απόψεις, γεμάτο διάλογο, γεμάτο ανθρώπους που, κι άμα διαφωνείτε, πάλι σε καλό θα βγαίνει. Έναν κόσμο με χρώματα πολύ περισσότερα απ’ το άσπρο και το μαύρο σου…