Ποια είναι η στιγμή εκείνη που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι ζουν την ιστορία που γράφεται; Η στιγμή που το παράλογο εκρήγνυται βίαια στα μάτια τους, εκτοπίζοντας τον φόβο σε έναν ποταμό δακρύων; Ποια είναι εκείνη η εποχή που οι άνθρωποι μπαίνουν γυμνοί στη φωτιά και ενώ καίγονται ονειρεύονται, και ενώ γδέρνονται ερωτεύονται, και ενώ φοβούνται δεν δειλιάζουν; Πώς μοιάζουν οι μέρες που οι ψυχές ιδρώνουν σε μια τρεχάλα αστραπής, που μουδιάζουν σε έναν κρότο διάτρησης της ίδιας της ζωής, χωρίς να σταματάνε;

Από την προηγούμενη Πέμπτη, η λογική καταρρίπτεται αδιάκοπα στην αστυνομοκρατούμενη Αθήνα, που μετατρέπεται σε πόλη-δαίμονα, με κατακόκκινα μάτια και νύχια που διψάνε για σκισμένα υφάσματα με ανθρώπινο δέρμα. Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, απασφάλισε τον στρατό του, στήνοντας ένα πανηγύρι παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θεωρώντας ότι ο εξευτελισμός της αξιοπρέπειας του ατόμου που εμμονικά επιδίδονται τις τελευταίες μέρες, αφορά τους πνιγμένους στα δακρυγόνα και μελανιασμένους από κλωτσιές και γκλοπ πολίτες, και όχι εκείνους που ανεξέλεγκτα και αναίτια βιοπραγούν.

Στα πυκνά γεγονότα των τελευταίων έξι ημερών, για όσους ζούμε στα Εξάρχεια, οι απειλές περί χούντας και “θα σας γαμήσουμε ένα-ένα μαλακισμένα”, είναι όσα μπορείς να ακούσεις γυρνώντας από του super market, βγάζοντας βόλτα τον σκύλο, φιλώντας το αγόρι σου καθώς σε αφήνει σπίτι. Στα Εξάρχεια, που τα τραπέζια πετιούνται στον αέρα σκορπίζοντας ποτά και καφέδες στα πεζοδρόμια, από εκείνους που αν δεν ήταν αρματωμένοι με χημικά και όπλα δεν θα έβγαζαν κιχ και που τώρα ουρλιάζουν “ΣΚΑΣΕ”, σε γυναίκες που κρατάνε από το χέρι πιτσιρίκια. 

Στηριζόμενοι σε αυτήν την ψευτομαγκιά λοιπόν, που το γκλομπ λειτουργεί σαν προέκταση των γεννητικών τους οργάνων, ΜΑΤατζήδες σε ένα ντελίριο καταστολής περικύκλωσαν το Καφενείο στα Εξάρχεια, έναν χώρο γεμάτο κόσμο και εργαζόμενους, προσπαθώντας να εισβάλλουν σε αυτό. Η δικηγόρος Άννυ Παπαρρούσου θα δηλώσει για το περιστατικό: “Δεν υπήρχε εισαγγελέας. Οι άνθρωποι κινδύνευαν. Πήγα για να διασφαλίσω τη σωματική τους ακεραιότητα, για να υπάρχει δικηγόρος – μάρτυρας και να γίνει καταγραφή των παρατυπιών που εξελίσσονταν, καθώς δεν πληρούνταν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της νομοθεσίας για την έρευνα. Ήταν ξεκάθαρα μια καταχρηστική συμπεριφορά των αρχών που αυθαιρετούσαν ανεξέλεγκτα”.

Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να είναι από μόνο του αρκετό για τους νταήδες του κράτους, εκτονώνοντας για ακόμη μια φορά την περίσσια τεστοστερόνη τους, βασανίζοντας χωρίς καμία δικαιολογία άτομο που βρισκόταν κοντά. Η περιγραφή του είναι βγαλμένη από δυστοπικές μνήμες: “Σ’ όλη τη διαδρομή στην Τσαμαδού και στην Τοσίτσα με χτυπούσαν. Κάναμε δεξιά στη Μπουμπουλίνας και λίγο πριν φτάσουμε στο Υπουργείο Πολιτισμού ακούω τον έναν που λέει “μη τον πάτε στο Υπουργείο, έχει κάμερες, βάλτε τον εδώ πέρα”. Με βάζουν σε μια γωνία κι ούτε που ξέρω πόσο με χτύπησαν, έχασα το μέτρημα. Ο ένας από αυτούς ήταν πιο τρελαμένος, μου κοπάναγε το κεφάλι στον τοίχο. Αυτός κάποια στιγμή έδωσε εντολή να με γδύσουν. Με πέταγε ο ένας στον άλλον και προσπαθούσαν να μου βγάλουν τα ρούχα. Αρχίζουν και ψάχνουν τα πράγματα μου. Άνοιξαν το πορτοφόλι μου. Βρίκαν τα χρήματα μου και αρχίσαν να τα σκορπάνε. Το αντιλαμβάνομαι, γυρίζω και προσπαθώ να τα μαζέψω. Αυτοί χλεύαζαν και με χτυπούσαν πάλι πετώντας με ο ένας στον άλλον. Τότε συνέβη κάτι φοβερό. Μου κατεβάζει το εσώρουχο, κολλάει από πίσω μου και φωνάζει “Έτσι γαμάνε οι χακί. Στα Εξάρχεια έχουμε χούντα ρε, το κατάλαβες; Όποιος δε δέχεται φάπα και πούτσα δε θα μπαίνει στα Εξάρχεια. Εμείς κάνουμε κουμάντο”.

Προσπαθώντας να μεταβολίσουμε την απύθμενη κτηνωδία, χωρίς να έχουμε καταφέρει να επεξεργαστούμε πλήρως τι εποχή ανατέλλει, δίνεται στη δημοσιότητα ένα βίντεο στο οποίο αστυνομικοί μπουκάρουν σε κλαμπ στο Γκάζι, αναζητώντας ναρκωτικά. Όσα βρέθηκαν κατασχέθηκαν, αλλά για ακόμη μια φορά η βραδιά δεν θα μπορούσε να τελειώσει νωρίς. “Το βράδυ του Σαββάτου ήμουν καλεσμένος να παίξω μουσική στο Steam club στην Αθήνα στο Γκάζι. Μετά το dj set μου και ενώ έχεις πιει 2-3 ποτά και έχοντας θετικά συναισθήματα καθώς είσαι κάτω από την επιρροή της δυνατής μουσικής και τον φωτορυθμικών, γίνεται ΝΤΟΥ από δέκα άτομα μπαίνοντας με βρισιές μέσα στο μαγαζί δημιουργώντας τον πανικό και τον φόβο στον κόσμο. Δίνοντας διαταγές όπως: γονατιστέ τώρα!! τα χέρια στα κεφάλια όλοι!!! Μην έχοντας συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είναι αυτοί νομίζεις ότι γίνεται τρομοκρατική επίθεση τύπου Μπατακλάν ή είναι ληστεία τύπου τράπεζας. Νιώθοντας φυσικά τον φόβο ότι εάν κουνηθείς σε σκοτώσαν. Περνώντας τα λεπτά συνειδητοποιείς ότι είναι της δίωξης. Για μια ώρα η εικόνα είναι μια: 300 άτομα γονατιστά με τα χέρια στο κεφάλι σαν έτοιμα για εκτέλεση μέσα σε χώρο διασκέδασης. Ντροπή και αποτροπιασμός. Η εικόνα έξω η ίδια, 10 άτομα στημένα με την πλάτη στον τοίχο και τα χέρια ανοιχτά, έτοιμα σαν για εκτέλεση από τους Ναζί, στους γύρω δρόμους 10 αυτοκίνητα, 3 πούλμαν και γύρω στους 60 αστυνομικούς να την έχουν πέσει λες και βρήκαν την γιάφκα με τους τρομοκράτες. Μια καθαρά επίθεση στην ελευθερία της έκφρασης της προσωπικής αξιοπρέπειας”.

Έχοντας την αίσθηση ότι όλα αυτά τα γεγονότα έχουν συμβεί σε διάστημα χρόνων, μην μπορώντας να συνειδητοποιήσουμε ότι διεξήχθησαν με διαφορά ωρών, το ντου στη ΑΣΟΕΕ και η απροκάλυπτη βία σε φοιτητές και αλληλέγγυους μέρα μεσημέρι, κάνει σαφές ότι αυτή η πόλη αρχίζει να βράζει ξανά, καλύπτοντας με αυτόν τον τρόπο πολιτικές ανεπάρκειες, φυτιλιάζοντας μέρες μνήμης και αγώνα.

Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, επιβεβαιώνει το κλίμα τρομοκρατίας στρώνει το έδαφος για ανεξέλεγκτες καταστάσεις, δηλώνοντας: “Κάποιοι θέλουν έναν νέο Γρηγοροόπουλο”. Καλό είναι ο Υπουργός Προστασίας επίλεκτων Πολιτών, να μας εξηγήσει ποιοι ήταν αυτοί που ήθελαν την εν ψυχρώ δολοφονία τον Δεκέμβρη του ’08 και τι σκοπούς υπηρέτησε το κράτος τότε, βοηθώντας τους. Κάτι τέτοιο θα μας βοηθούσε να αποσαφησνίσουμε πόσο ευάλωτοι είμαστε τελικά στον εξοστρακισμό… Όχι κύριε Χρυσοχοΐδη, δεν θέλουμε άλλα αδέρφια μας στο χώμα, δεν έχουμε τόσο απόθεμα δακρύων για να σβήσουμε όλες τις φωτιές. Αφήστε καλύτερα τα τραύματα μας μακριά από τις μικροπολιτικές σας. Αν όμως επιμένετε να ξύνετε πληγές, να θυμάστε και τον Κουμή, να μην ξεχνάτε την Κανελλοπούλου και τον Καλτεζά. Εμείς δεν ξεχνάμε κύριε Χρυσοχοΐδη, με πόσο αίμα ανοίγει ο δρόμος προς την ελευθερία. 

Πολύ συνειδητά επιλέγουμε να επιμένουμε ότι το άσχημο το πολεμάμε με το όμορφο, μιας και δεν έχουμε καμία διάθεση να σας κάνουμε τη χάρη και να σας μοιάσουμε. Ελάτε με στολές, πνίξτε την πόλη στα χημικά, δείτε τα μάτια μας να μικραίνουν από τον πόνο. Το βράδυ να ξέρετε γλείφουμε τις πληγές μας, αγκαλιαζόμαστε και σιγοτράγουδαμε την αυριανή ευτυχία του κόσμου…