Τα ελληνικά γήπεδα έχουν χίλιους λόγους να ντρέπονται. Βία, ψευτομαγκιές κι οπαδιλίκι στην κερκίδα. Κακό θέαμα σε μιλημένα (;) ματς, μέσα στο γήπεδο. Και το γρασίδι κίτρινο, και τα τσιμέντα επικίνδυνα, κι όλα μυρίζουν άρρωστα. Ο πιο μεγάλος λόγος που ‘χουν ωστόσο τα ελληνικά γήπεδα για να ντρέπονται (άλλο που δεν ντρέπονται!), είναι κι αυτός που χαράζει όλη την κοινωνία μας σαν τατουάζ φτηνό, “της κρίσης”, αλλ’ απ’ αυτά που πάντα θέλαμε να δούμε πάνω στο δέρμα. Και το τατουάζ λέει: “Έχουμε συνηθίσει πια στην τραγωδία”.

Ακούς “επεισόδια”, αλλά δεν δυναμώνεις τον ήχο. Ακούς “τραυματίες” και λες: “Ποιος δεν το περίμενε;”. Ακούς “νεκρός” και λες: “Πάλι;”. Αλλά ρε συ, όχι! Δεν είναι λογικό ν’ ακούς για επεισόδια, δεν πρέπει να ‘ναι αναμενόμενοι οι τραυματίες, δεν πρέπει να ‘ναι το βαριεστημένο “πάλι” μας ένας νεκρός. Και πόσο μάλλον…

…ένας νεκρός εκεί που δεν υπάρχουν τραυματίες, κι ούτε επεισόδια!

Εβδομήντα χρόνων άνθρωπος. Εβδομήντα! 70!! Σ’ ένα παιχνίδι Κυριακής, σ’ ένα παιχνίδι χαμηλής κατηγορίας, σ’ ένα παιχνίδι που τελείωσε 4-0. Αλλά τι διάολο γράφω, λες κι έχει σημασία η μέρα, η κατηγορία και το σκορ. Λες κι ένα παιχνίδι ντέρμπι κορυφής που κρίνεται στο γκολ, είναι ένα μέρος να πεθάνεις. “Ε, ναι ρε συ, πέθανε, αλλά ήταν γάβρος – βάζελος. Ήτανε ντέρμπι δικεφάλων. Ήτανε ντέρμπι…”. Έτσι μας μάθαν να σκεφτόμαστε!

Όπως και να ‘χει, εδώ δεν ήταν ντέρμπι. Εδώ ήτανε δυο ηλικιωμένοι που μαλώσανε, κι ένας τρίτος που ξάφνου σπρώχνει τον πρώτο στο κενό. Δεν ξέρω τι λέγανε. Δεν ξέρω για ποιο θέμα τα ‘σπασαν. Δεν ξέρω αν πήγε να ρίξει λάδι στη φωτιά ή να τους χωρίσει (τι να χωρίσει, δεν είχανε πιαστεί στα χέρια). Μα ξέρω πως, ποιο θέμα υπάρχει που αξίζει να γκρεμίσεις για χάρη του έναν άνθρωπο; Να τον ρίξεις απ’ την κερκίδα, ίσια κάτω στο θάνατο; Θα μου πεις, “δεν το ‘θελε”(;). Θα μου πεις, “πού να το φανταστεί”(;). Θα μου πεις, “και σ’ εσένα θα μπορούσε να συμβεί'(;). Μα αυτό ακριβώς είναι το θέμα…

…το ότι θα μπορούσε να ‘χε συμβεί σ’ εμένα και σ’ εσένα (αν θα μπορούσε!) δεν πάει να πει ότι ήτανε “κακιά στιγμή”!

Κακιά στιγμή είναι να γλιστρήσει στη βροχή το αυτοκίνητο, και να χτυπήσεις το μπροστινό σου στον προφυλακτήρα. Κακιά στιγμή είναι ν’ αρρωστήσεις, ή να σε βρει ο σεισμός την ώρα που κοιμάσαι. Αν σπρώχνεις έναν άνθρωπο κι εκείνος πέφτει, όχι, σ’ αυτό δεν γίνεται να λες “κακιά στιγμή”. Αυτό είναι αποτέλεσμα μιας δράσης. Της δικής σου δράσης. Δεν είναι άτυχος αυτός που έπεσε. Δεν είναι άτυχος αυτός που πέθανε. Δεν είσαι άτυχος εσύ που τον σκότωσες. Υπήρχε τρόπος όλ’ αυτά να τα γλυτώσεις, κι ο τρόπος αυτός ήτανε τόσο εύκολος. Αρκούσε να μην κάνεις τίποτα!

Βλέπεις, αυτό που μας το λένε μόνο σαν κλισέ στο νηπιαγωγείο (απ’ αυτά που για να μεγαλώσεις τα πατάς και τα χλευάζεις), είναι δυστυχώς μια απ’ τις αλήθειες που αργότερα τις αποδέχεσαι με χαμόγελο και τις υποδέχεσαι μ’ έλα μωρέ. “Αν σπρώξεις, κάποιος ΜΠΟΡΕΙ να πέσει. Αν χτυπήσεις, κάποιος ΜΠΟΡΕΙ να τραυματιστεί. Αν ασκήσεις βία, κάποιος ΜΠΟΡΕΙ να πεθάνει”. Κι επειδή τη γλώσσα μας τη μεταφράζουμε όπως μας γουστάρει κι όπως μας βολεύει, όχι, το “μπορεί” δεν μπορεί να εκφράζει μόνο μια απίθανη πιθανότητα. Το “μπορεί” μπορεί να εκφράζει μια δυνατή δυνατότητα!

Οπότε, κοίτα. Εγώ σ’ αυτό τον άνθρωπο πια, δεν έχω τι να πω. Δεν είμαι δικαστής, δεν είμαι ψυχολόγος, δεν είμαι παπάς. Μα έχω να πω κάτι σ’ εσένα:

Μάσε τα κουλά σου, και δεν θα ‘ρθει ποτέ η “κακιά στιγμή” να σου φορτώσει στη συνείδηση χαμένες ζωές!

Κι αν έρθει, θα ‘ναι στ’ αλήθεια η στιγμή. Θα ‘ναι στ’ αλήθεια η τύχη. Δεν θα ‘χεις φταίξει για τη ζωή που χάθηκε, κι όλα τα “αν” μες στο μυαλό σου δεν θα σε δείχνουν για ένοχο. Φαντάζει απίστευτο που φτάσαμε στο 2019 κι ακόμα το συζητάμε, αλλά “δεν υπάρχει καλή και κακή βία”, αδερφέ. Άμα τον σπρώχνεις δυνατά, τον σπρώχνεις για να πέσει. Το πού θα πέσει μπορεί και να ‘ναι θέμα τύχης. Αλλά ποιος είσαι, ποιος είμαι, ποιοι είμαστε μεις που θα τ’ αποφασίσουμε να ρίξουμε τα ζάρια για τη ζωή του άλλου;