Η Αλκυόνη Παπακωνσταντοπούλου (Poisoner), ήρθε σε επαφή με τα κόμικς από μικρή ηλικία, διαβάζοντας ό,τι έπεφτε στα χέρια της. “Σχεδόν οτιδήποτε κάνω, συνδέεται με τον άνθρωπο και τις ισορροπίες του. Ένα μεγάλο κομμάτι της δουλειάς μου, είναι erotica, κάτι που ξεκίνησε θέλοντας να εξετάσω την ντροπή που ένιωθα γύρω από το γυμνό σώμα”.

Η Αλκυόνη, έχει σπουδάσει φωτογραφία, δεν σταματάει να μαθαίνει γλώσσες, να παρατηρεί τους ανθρώπους και σαν όλα τα ταλαντούχα πλάσματα παλεύει με τις ανεπάρκειες της, θεωρώντας ότι κατά καιρούς ο τρόπος που δημιουργεί, επαναλαμβάνεται. Ευτυχώς, υπάρχουν άνθρωποι που τις μιλούν για την οικειότητα που απεικονίζεται στη δουλειά της, δίνοντας της δύναμη, για νέα ταξίδια δημιουργίας.

Ήταν και εκείνη στην έκθεση κόμικς Oresteia Reversed, που πραγματοποιήθηκε  στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης και της ζήτησα να μου εξηγήσει ποιο ήταν το κίνητρο για τη συμμετοχή της, εκεί. “Η ιδέα και μόνο με έβγαζε έξω από τα νερά μου, κάτι που πολλές φορές χρειάζομαι, μιας και έχω την τάση να κλείνομαι στο κεφάλι μου. Διαβάζοντας την Ορέστεια και σχολιασμούς για το αρχαίο δράμα, προστέθηκαν πράγματα στο μυαλό μου, τα οποία συνέδεσα με έργα που είχα διαβάσει στο σχολείο. Πολλά από τα θέματα που αγγίζει, μπορούν να συζητηθούν με βάση σύγχρονα γεγονότα, ωστόσο το σημείο που εγώ εστίασα ήταν οι Ευμενίδες”.

Στα σκίτσα της, τρεις μαυροφορεμένες γυναίκες υφαίνουν το χρονικό του θανάτου ενός ανθρώπου, σχολιάζοντας τη ζωής του. Τι λένε άραγε αυτές οι γυναίκες και με τι διάθεση κουβεντιάζουν τον νεκρό; “Αυτό το ψάχνω ακόμα! Συζητάνε μια πράξη και ένα πρόσωπο, το οποίο ποτέ τελικά δεν προσδιορίζεται, μιας και οι πληροφορίες δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που ήθελα να επικοινωνήσω. Ο νεκρός είναι νεκρός, finito la musica. Κουβεντιάζοντας τον, το μόνο που ίσως καταφέρνουμε, είναι να παρεμβαίνουμε στην υστεροφημία του. Εφόσον διάλεξα τον αριθμό τρία, είχα τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσω αυτές τις φωνές με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη λείπει ούτε η αυστηρή, ούτε η πιο κατανοητική, ούτε αυτή που αμφιταλαντεύεται. Θέλω να πιστεύω πως δεν υπάρχει καθόλου το στοιχείο της λύπησης. Επιλέγω να μη λυπάμαι τους ανθρώπους. Νιώθω πως αν τους λυπηθώ τους υποβιβάζω, βλέποντας τους με μια αίσθηση ανωτερότητας, που δεν μου αρέσει να βλέπω στον εαυτό μου”.

Οι γυναίκες αυτές μοιάζουν με μοίρες. Γνωρίζουν και δεν γνωρίζουν ταυτόχρονα, τίποτα. Κάτι τέτοιο μήπως τις κάνει υποκρίτριες; Ποια σύνδεση μπορεί να γίνει με το σήμερα που ο θάνατος περνά από την κλειδαρότρυπα; “Οι Μοίρες ήταν το πρώτο στοιχείο με βάση το οποίο έστησα την ιστορία. Είναι πολύ ενδιαφέρον κομμάτι της μυθολογίας, καθώς επί της ουσίας ξέρουν σχεδόν τα πάντα και δεν υπακούν σε κανέναν. Οι γυναίκες στην ιστορία, έχουν όπως και οι περισσότεροι από εμάς την τάση να παίρνουμε θέση, χωρίς να εξετάζουμε την εγκυρότητα μιας είδησης, να αποφασίζουμε χωρίς να λαμβάνουμε υπόψιν μας, τη θέση του άλλου.
Σχετικά με το σήμερα, έχω την αίσθηση πως οι νέες τεχνολογίες, έχουν δώσει περισσότερους τρόπους να βγάλουμε κομμάτια του χαρακτήρα μας προς τα έξω. Πλέον, μπορείς να έχεις ένα κάρο διαφορετικές περσόνες, που δεν είναι παρά μια μεγέθυνση του εαυτού σου. Ο θάνατος περνάει από την κλειδαρότρυπα και ενώ από τη μία έχουμε συνηθίσει την πρόσβαση σε βίαιες εικόνες σε σημείο αναισθησίας, ταυτόχρονα ζούμε ίσως στην εποχή που η ανθρώπινη ζωή έχει τη μεγαλύτερη αξία, σε σχέση με το παρελθόν. Βέβαια, αυτό δεν ισχύει σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Τα βίαια θεάματα, σε κάποιες περιπτώσεις, έχουν αλλάξει απλά μορφή και πάντα υπάρχει η αναζήτηση του αποδιοπομπαίου τράγου. Νομίζω πως όταν μετράμε την πρόοδο που έχουμε κάνει, μπορούμε να πάρουμε δύναμη για να συνεχίσουμε να προσπαθούμε. Έχουν αλλάξει πολλά σκάρτα κομμάτια της ανθρώπινης συμπεριφοράς που παλαιότερα θεωρούνταν αναπόσπαστο κομμάτι, συνεπώς μπορούν να αλλάξουν κι άλλα”.

Οι μοίρες παίρνουν ανθρώπινη διάσταση όταν ένα παιδί παρεμβαίνει στην ιστορία. Έτσι, μετατρέπονται σε απλές γιαγιάδες. Τι αφορά ο συμβολισμός αυτός; Μήπως τελικά ο χώρος και ο χρόνος για την αναμετάδοση οποιασδήποτε πληροφορίες, είναι “νεκρός”, όπως και ο ήρωας που απουσιάζει; “Η αλήθεια είναι πως ήθελα να βρω έναν τρόπο να “γειώσω” τους χαρακτήρες, αφαιρώντας τους οποιαδήποτε μυστικιστική υπόσταση μπορεί να είχαν νωρίτερα. Αν πριν ήταν Μοίρες, τώρα είναι απλοί άνθρωποι. Όλοι γινόμαστε δικαστές αλλά είμαστε και όλοι άνθρωποι, δεν υπάρχει τίποτα το μυθικό στη φύση μας. Επίσης, για κάποιον λόγο μεγαλώνοντας έχουμε όλοι την τάση να αισθανόμαστε το παρελθόν μας και τη θέση μας, πολύ πιο τρανή και σημαντική από ότι ήταν. Το “χέρι βοήθειας” του παιδιού ήταν αυτό που ενστικτωδώς μου ταίριαζε περισσότερο. Ίσως γιατί οι νέες γενιές είναι ό,τι πιο κοντινό υπάρχει σε ελπίδα για την ανθρωπότητα. Ένα παιδί, μπορεί να σε επαναφέρει στην πραγματικότητα, με τρόπο απέναντι στον οποίο δεν έχεις χτίσει άμυνες.
Ο χρόνος είναι νεκρός ούτως ή άλλως. Βλέπεις τα αποτελέσματα του παρελθόντος, αλλά δεν έχεις τη δυνατότητα να το αγγίξεις και για το μέλλον μπορείς μόνο να δοκιμάσεις να κάνεις κάποιες προσεγγίσεις. Έχουμε μόνο το παρόν, τα άλλα είναι καπνός. Αλλά όπως και να ‘χει, ο τρόπος της μεταφοράς μιας πληροφορίας, έχει πολύ πραγματικές επιπτώσεις στο παρόν των ανθρώπων”.

Τέλος, αναρωτιέμαι πώς συνδέεται η ιστορία, με την αρχική της ιδέα, να διαπραγματευτεί μέσα από το κόμικ την ισορροπία μεταξύ του νομικού και του ηθικού δικαίου. «Η σύνδεση υπάρχει μέσα από το διάλογο. Η πράξη του νεκρού φαίνεται να είναι μια απάντηση σε κάποια άλλη πράξη, η οποία από μόνη της διατάραξε κάποιο είδος ισορροπίας. Στην ανθρώπινη κοινωνία υπάρχουν πολλά παραδείγματα όπου το νομικά δίκαιο δεν ταυτίζεται με το ηθικό. Μερικές φορές έχω την αίσθηση πως το νομικό δίκαιο και αυτό που προστάζει η ηθική, είναι σαν δυο αδέλφια που εξελίσσονται με διαφορετικούς ρυθμούς και όποιο έχει τη δυνατότητα να ακουστεί περισσότερο, τραβάει προς στην ίδια κατεύθυνση το άλλο. Δε ξέρω αν βγάζει νόημα αυτή η παρομοίωση. Στη τελική, είναι ένα θέμα για το οποίο έχω ακόμη πολλά να μάθω”.

* ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:
Από 10-22 Σεπτέμβρη 2019
Ώρες λειτουργίας: καθημερινά και Σαββατοκύριακα 18:00-22:00
Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, Πειραιώς 206, Ταύρος