Ξέρεις τι σημαίνει αλληλεγγύη; Τι σημαίνει να μπαίνει η Μάγδα στον Κορυδαλλό, να ανεβαίνει ο Παναγιώτης Φύσσας τα σκαλιά του Εφετείου και δεκάδες χέρια να γίνονται μια αγκαλιά; Να αμπαρώνουν γύρω τους την αγάπη, μια ανθρώπινη ασπίδα απέναντι στο ματωμένο τέρας του φασισμού που μας χτυπά και το χτυπάμε και δεν θα σταματήσουμε μέχρι να το θάψουμε βαθιά μέσα στο χώμα, μέχρι να ανθίσουν στο αίμα λουλούδια. Λουλούδια ποτισμένα με οργή και ελπίδα, μπουμπούκια μιας νέας ζωής.

Η ώρα των δολοφόνων έφτασε. Ο Γιώργος Ρουπακιάς, μπήκε στην αίθουσα και σε ένα ρεσιτάλ χυδαιότητας, έξυσε λίγο ακόμη από τον πάτο του βούρκου που τον ξέρασε μπροστά μας. Και ήξερε ότι πίσω του ήμασταν όλοι! Ο πατέρας και οι φίλοι του Παύλου, κόσμος που τους έμαθε μέσα σε ένα βράδυ και έγιναν κομμάτι μας. Το βράδυ της 18ης Σεπτεμβρίου του 2013, μας πήραν έναν άνθρωπο που δεν γνωρίσαμε, γίναμε οικογένεια με γονείς που δεν είχαμε ποτέ πριν ανταμώσει. Το πένθος τους πείσμα μας, ο πόνος τους μια θάλασσα αγάπης. Και ορκιστήκαμε εκείνο το βράδυ, όχι στον Θεό αλλά στον άνθρωπο, ότι δεν πρόκειται να φοβηθούμε κανένα μαχαίρι, κανένα όπλο, καμία κλωτσιά. Δεν θα φοβηθούμε κανένα ανθρωπάκι, που ακόμη και τη στιγμή που βλέπει τη ζωή του να καταστρέφεται, επιμένει να μείνει πιστό σκυλί στα αφεντικά του.

Δεν θυμάται ο Ρουπακιάς, δεν ξέρει, δεν ρώτησε να μάθει. Γι’ αυτόν, η Χρυσή Αυγή ήταν ένας χώρος ψυχαγωγίας που φωτογραφίζονταν με όπλα και ναζιστικές σημαίες, για πλάκα. Για πλάκα έδινε όρκους με το ξερό του υψωμένο ναζιστικά, ήταν αστείο να φωνάζουν κρατώντας αναμμένες δάδες: “Χρυσαυγίτης δεν γεννιέσαι, ούτε γίνεσαι. Χρυσαυγίτης πεθαίνεις”. Για πλάκα. Ένα μαχαίρι στριμώχτηκε σε μια καρδιά για πλάκα. Μια οικογένεια ζει έχοντας πεθάνει, για πλάκα…

Στην αίθουσα ο Ρουπακιάς και η παρέα του αλληλοκατηγορούνται. Σαν ερπετά αλλάζουν το πετσί τους μπροστά στα δάκρυα μας, που απορούμε και ταυτόχρονα χαιρόμαστε που δεν θα μπορέσουμε ποτέ να κατανοήσουμε αυτόν τον συρφετό από σκουπίδια, που ζέχνει μπροστά μας. Μια “απλή” ανθρωποκτονία που την κάναμε μεγάλο πολιτικό θέμα, είναι η υπερασπιστική γραμμή του δολοφόνου του Παύλου Φύσσα. Δεν σε λογαριάζουμε σαν άνθρωπο Ρουπακιά. Δεν υπάρχουν ελπίδες για ένα πλάσμα σαν εσένα. Το μυαλό και η καρδιά σου βρίσκονται σε προχωρημένη σήψη και μολύνεις κάθε τι που αναπνέει δίπλα σου.

Σε προκάλεσε ο Παύλος, Ρουπακιά. Φοβήθηκες μη σου κάνει κακό. Σου φώναξε και ήρθε προς το μέρος σου. Πήρες το μαχαίρι και τον χτύπησες στα πόδια, έσκυψε και καρφώθηκε πάνω του με την καρδιά. Δεν έστριψες μας λες εσύ το μαχαίρι. Εκείνος πονούσε και γυρνούσε γύρω του. Ήταν ο πατέρας του εκεί Ρουπακιά. Του Παύλου και του Λουκμάν. Τους πήρατε τα παιδιά Ρουπακιά. Τους κλέψατε τη ζωή που γέννησαν. Και δεν με νοιάζει να τιμωρηθείς σε μια άλλη ζωή. Δεν υπάρχει άλλη ζωή για εμάς. Θέλω να μείνεις για αιώνες σε ένα κελί. Θέλω κάθε ώρα σου δική σου να μοιάζει με χρόνος. Όχι γιατί σκότωσες τον Παύλο. Όχι γιατί είσαι συνένοχος σε τόσα άλλα ίδια και παρόμοια εγκλήματα. Θέλω να μεγαλώνεις αργά μέσα σε τέσσερις τοίχους γιατί χθες, τόσα χρόνια μετά, μπόρεσες και τον ξανασκότωσες. Γιατί δεν ξέπλυνες ποτέ το αίμα από τα χέρια σου. Γιατί επέλεξες να μείνεις αυτό που ήσουν. Δούλος!

Δειλοί και περικυκλωμένοι από τους αστυνομικούς. Οι τραμπούκοι που έσπαγαν πάγκους, κυνηγούσαν μετανάστες, δολοφονούσαν εν ψυχρώ ανθρώπους, τρέχουν μην τυχόν και τους ακουμπήσει η κραυγή μας. Δεν έχει πλάκα τώρα ε; Δεν είναι πια αστείο;

Να το θυμάσαι το ουρλιαχτό μας Ρουπακιά. Εκείνη τη στιγμή μην τη ξεχάσεις. Όταν σείστηκε η αίθουσα από το σύνθημα που μας κρατά δυνατούς τόσα χρόνια, όταν πότισαν οι τοίχοι με το “Ο Παύλος ζει, τσακίστε τους ναζί”, πες μας Ρουπακιά,πώς είναι να μη νιώθεις τίποτα; Πώς είναι να ξέρεις ότι οι άνθρωποι παίρνουν κουράγιο από τον λυγμό μιας μάνας, την εκκωφαντική σιωπή ενός πατέρα; Στα ίσα Ρουπακιά. Χωρίς μαχαίρια, όπλα και νταβατζήδες. Πώς είναι να ξέρεις ότι υπάρχει ζωή εκεί έξω, που τηv πέρασες θαμμένος ανάμεσα στο μίσος και τη βλακεία;

Εδώ λοιπόν, μέχρι το τέλος! Σήμερα για τον Παύλο, χθες για τον Λουκμάν, αύριο για τον Ζακ.

ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ ΦΑΣΙΣΜΟΣ!