Είμαστε σε ένα πλοίο που φλέγεται στο νερό. Μεγάλα γυάλινα κουτιά αναβοσβήνουν εικόνες στα μάτια ανθρώπων που ακόμη δεν έχουν στεγνώσει τα μαγιό τους. Χωρίς ήχο, δέντρα, σπίτια, αυτοκίνητα αυτοκτονούν σε πορτοκαλί φλόγες, γίνονται μαύρος αέρας και ενώνονται πρόωρα με το σύμπαν.

Η ζωή κυλά κανονικά στη σιδερένια κατασκευή που κολυμπάει χωρίς αναπνευστήρα προς το λιμάνι. Χρειάζομαι έναν αναπνευστήρα. “Μια λεμονάδα και πατατάκια χωρίς ρίγανη”. Δεν το λένε σε μένα. Υπερβολική κανονικότητα και μόλις άνοιξε το κατάστημα με τα σουβενίρ. Οι πρώτοι νεκροί αναγράφονται στην οθόνη. Φευγαλέες ματιές, σε μια παλιά γαλέρα με καινούργιους σκλάβους. Κάποιος τράβηξε από την πρίζα τα συναισθήματα, παντού φορτίζουν κινητά που κουδουνίζουν πίσω από τις κουρτίνες, δίπλα σε ψίχουλα από μπισκότα και μωρά που κοιμούνται μέσα στα σάλια τους.

Η Ραφήνα φορά ένα κόκκινο φωτοστέφανο. Μα που είναι το πάρκινγκ με τις μηχανές; “Θα χτυπήσεις, μην τρέχεις στις σκάλες”. Ζέστη! “Μην ανάψεις τη μηχανή έχουμε ακόμη μέχρι να…”.

Μα γιατί τρέχουν; Κρατάνε ανεμόσκαλες, πώς βρεθήκαμε να ανεβαίνουμε ξανά στο σαλόνι; Τράβα την πόρτα είναι βαριά. Σκατά! Τα γυάλινα κουτιά ακόμη καίγονται στη “Νέα Εξέλιξη” και στην “Απευθείας Μετάδοση”. Πρέπει να δεις με κάθε τρόπο τον πόνο για να νιώσεις αυτός που πραγματικά είσαι όταν χρειαστεί να τον ξεχάσεις και να τον ξαναθυμηθείς. Που είναι το κατάστρωμα; Πόσο μεγάλο είναι αυτό το πλοίο; Ευτυχώς έχει καθαρές τουαλέτες και κάτω από 3 ευρώ το παγωμένο τσάι.

Εγώ λέω να ανέβουμε, αλλά και να μείνουμε κάτω. Να δούμε αλλά να είναι σαν να μην είδαμε. Να είμαστε θαρραλέοι χωρίς να δείξουμε τα γόνατα μας να τρέμουν. Πω πω κόσμος… Γι’ αυτό βρήκαμε να κάτσουμε στις ακριβές θέσεις και σε καναπέ. Κινητά στον αέρα σαν γλάροι με φλας. Τι ζουμάρουν; Γιατί σπρώχνονται;

Τα μαγιό έχουν στεγνώσει, τα μάτια γυαλίζουν και το μόνο που μπορεί να ταράξει την ηρεμία της εικόνας των ανθρώπων στον ωκεανό είναι η σήμανση για χαμηλή μπαταρία. Ουρλιαχτά αντιλαλούν στα κύματα. ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ ΔΕΝ ΕΧΩ ΚΑΛΗ ΚΑΜΕΡΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΚΟΥΓΕΣΤΕ ΚΑΛΑ! Κλαίει ένα παιδάκι νομίζω. Ποιο να είναι απ’ όλα αυτά τα σωσίβια, τράβα τη βάρκα που πηγαίνει προς το μέρος τους. Η κοπέλα δίπλα με το παρεό κάνει φούσκες με το σάλιο της. Υπάρχει ένα αγόρι γι’ αυτήν στο λιμάνι και το πλοίο καθυστερεί. Η κοπέλα ξέρει, αν ξαποστάσει ο έρωτας πεθαίνει.

Τράβα το ελικόπτερο, προσπάθησε να το τσακώσεις όταν πετάει χαμηλά. Μη σπρώχνεις κυρά μου όλοι να πάρουμε μάτι θέλουμε. Κλαίνε ρε συ. Μαλακία τώρα και αυτό που τους βρήκε, αλλά αν δεν έχεις ψυχραιμία αυτά παθαίνεις. Τι ήθελαν τώρα να βρεθούν σε μια βάρκα στο πουθενά; Λένε ότι έπεσαν στο νερό για να σωθούν απ’ τη φωτιά, γι’ αυτό και εμείς καθυστερούμε τώρα.

Τρώω τα νύχια μου και τα καταπίνω. Βλέπω ακόμη το φως απ’ τα σωσίβια, είναι ακόμη στο νερό, μπροστά από μια τεράστια σιδερένια κατασκευή, κοντά σε ένα λιμάνι μακριά από τη μέχρι πριν λίγες ώρες ζωή τους. Να πάμε μέσα μου λέει, δεν το αντέχεις. Κοίτα τους όλους του λέω. Γέμισαν το κινητό τους με φωτογραφίες και βίντεο ανθρώπων που πνίγονται. Θα τις χαζεύουν ταυτόχρονα με εκείνες που έβγαλαν σε ένα μπαρ το μεσημέρι με μοχίτο πεπόνι και καμάκι σε καυτά μπικινάκια. Πάμε μέσα μου λέει…

Πρέπει να βρεθούν όλοι εξηγεί ένας ένστολος. Νεκροί ή ζωντανοί. Όλοι! Επιφωνήματα κούρασης και αγανάκτησης. Δεν θα φτάσουμε ποτέ σπίτια μας ρε φίλε. Τι όλοι ρε μαλάκα; Αφού δεν βλέπουμε άλλους και σχεδόν έχουμε φτάσει, δέσε το το ρημάδι στο λιμάνι, απ’ το πρωί στο πόδι. Καλά προφανώς και δεν χαίρομαι γι’ αυτό που έγινε, άνθρωποι είμαστε όχι κτήνη, απλά δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να μείνουμε εδώ τώρα.

Πες τους να μείνουμε! Σε παρακαλώ, πες του να μη φύγουμε! Έναν καφέ και ένα τοστ με γαλοπούλα. Μόνο ζαμπόν; Όλα στραβά πάνε σήμερα, ούτε ένα τοστ δεν μου βγαίνει να φάω τέτοια ώρα. 20 οι νεκροί! Τουλάχιστον υπάρχει μαύρο ψωμί; Αλίμονο…

Η γη μυρίζει κόλαση. Στάχτες στα μαλλιά τυφλώνουν τα μάτια. Σειρήνες και κάντε λίγο πιο εκεί δεσποινίς, καίγεται η ζωή μας. Κάηκε η ζωή μας. Οι άνθρωποι μπήκαν σε κουβέρτες από αλουμινόχαρτο και τους προσπεράσαμε για ένα γρήγορο μπάνιο, να φύγουν τα αλάτια, να πέσουμε και να ξυπνήσουμε λίγο περισσότερο νεκροί.

Χρειάζομαι έναν αναπνευστήρα…