Το ξέρω αυτό το βλέμμα. Με έχει κοιτάξει έτσι ξανά. Δεν σου αρέσω και το χνώτο μου μυρίζει καμένη σάρκα. Πονάω όπου με ακουμπάς και μαυρίζω τα χέρια σου. Μην κλαις σε παρακαλώ δεν φταίω. Προσπάθησα, κάθε μέρα προσπαθώ να σου εξηγήσω ότι σε κάθε ευκαιρία θα δραπετεύω. Πόσες φορές μου είπες ότι η αγάπη μου σε ζεσταίνει τόσο που δεν έχεις ανάσες πια. Θυμάσαι πόσο έκλαψα; “Τα δάκρυα σου με έπνιξαν” ούρλιαξες και έχωσες ακόμη περισσότερο τα σιδερένια χέρια σου στα σπλάχνα μου σκάβοντας να βρεις τι; Τι άλλο θέλεις από εμένα αλήθεια;

Μη βουρκώνεις σε παρακαλώ, ξέρω ο αέρας είναι ανυπόφορος αυτές τις στιγμές. Ούτε εγώ δεν μπορώ να αναπνεύσω. Όχι, μην κλείνεις τα μάτια, δεν φτάσαμε ως εδώ για να μη δεις. Σε αγαπώ τόσο που θέλω να δεις όλα εκείνα τα τσιμέντα που κάρφωσες στην πλάτη μου, ξεριζώνοντας τις ρίζες, τραντάζοντας στη γη τα κλαδιά μου. Θέλω να δεις πώς κατάντησαν τα δροσερά νερά που ανοίγονται στις κοιλότητες του κορμιού μου. Μην κλαις σου λέω, βούλωστο. Βαρέθηκα να σε βλέπω να κλαις μέσα σε κοστούμια, σορτσάκια και φορέματα. Σ’ αγαπάω, μην κλαις. Εσύ ξέρεις καλά πώς είναι να δολοφονείς από αγάπη.

Τα έκανα μαντάρα χθες το ξέρω, όμως κουράστηκα. Τρέχω να προλάβω τις εποχές και εσύ με κατηγορείς συνεχώς πως τις χάνω. “Η φύση τρελάθηκε!” λες και χασκογελάς αντί να φέρεις ένα φάρμακο να με γιάνεις. Με αφήνεις βρώμικη, αχτένιστη και ακούρευτη και ενώ φυσάω να σε δροσίσω πετάς μια φλόγα και μόλις σε κάψω μυξοκλαίς. Μην κλαις, ΣΚΑΣΕ! Για μια φορά σε αυτήν τη φάρσα που λες ζωή, σκάσε.

Κοίτα τι έκανα, άνοιξε τα μάτια σου, μην τα κλείνεις γαμώτο, κοίτα. Τι βλέπεις; Πες μου τι βλέπεις. Τι εννοείς μόνο καμένα σπίτια; Εμένα με βλέπεις; Κάηκε ό,τι ζωντανό είχα μέσα μου. Το έκαψες πριν σε κάψω. Κλείσε τις κάμερες και όλες αυτές τις μαλακίες τώρα είμαστε οι δύο μας. Το ξέρω πως πονάς. Ακόμη σε αγαπώ πιο πολύ απ’ όσο εσύ. Εσύ δεν μπορείς να αγαπήσεις. Σε είδα ακόμη και χθες, μην κάνεις πως δεν ξέρεις σε τι αναφέρομαι. Πνιγόσουν άνθρωπε, μεσάνυχτα στο πέλαγος. Βούτηξες στην υγρή γη μη και σε κάψω, προσευχόμενος να μη σε πνίξω. Σε έβγαζες φωτογραφίες, ζούμαρες στην απελπισία του προσώπου σου ενώ ούρλιαζες. Ετοιμαζόσουν να αποχαιρετήσεις τα παιδιά, τους γονείς, τον έρωτα της ζωής σου και τους φίλους σου και παράλληλα τράβαγες βίντεο να θυμάσαι ότι η τραγωδία κάνει like και follow κάθε στιγμή.

Μη φωνάζεις. Δεν σε ακούει κανείς. Μα πώς είσαι τόσο ηλίθιος, μου λες; Κάθε μέρα με πηδάς σαν γκόμενα που δεν σου αρέσει, με πονάς, με τραβολογάς και έπειτα με βγάζεις στο σφυρί για το ποιος θα πάρει το καλό φιλέτο του κορμιού μου και αλήθεια πίστεψες ότι θα σε αφήσω έτσι;

Οργίζεσαι; Μα αυτό είναι στα αλήθεια ανήκουστο. Οργίζεσαι εσύ με εμένα; Εσύ που δεν προστάτευσες; Εσύ που δεν προνόησες; Εσύ που αγνόησες; Εσύ και μόνο εσύ που φταις;

Με ξέσκισες άνθρωπε και θα στο ξεπληρώνω σε κάθε ευκαιρία. Φοβάμαι να σου δείξω το μέλλον, μιας και εμένα την ίδια με τρομάζει…

Να πάρει ο διάολος, υποφέρω τα βράδια! Τόσα χρόνια ζούμε μαζί και ποτέ δεν κατάλαβα πώς μπορεί να μην ακούς. Εγώ όμως ακούω, ανθρώπους που αγκάλιασα με φλόγες να λιώνουν την τελευταία τους στιγμή και πετάγομαι ιδρωμένη. Ξέρω ότι θα τους φωτογραφίσεις και αυτούς, θα περάσουν στην αιωνιότητα του ενός λεπτού σιγής και θα χαθούν μαζί με τους επόμενους. Σου μιλάω δύστυχο πλάσμα, πώς μπορείς να κλείνεις τα αφτιά σου; Ακούω πουλιά να σωπαίνουν, ζώα να κλαίνε μαζί. Δεν υπάρχει δρόμος να τρέξεις, θα σε βρω. Θα σε βρω, μην κλαις, σκάσε, σε αγαπώ.

Η αγάπη πάντα δολοφονεί άνθρωπε και εγώ είμαι μια φύση που δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ τη φύση της.