Υπάρχουν δύο “τοπ 10” που στάνταρ έχει κάθε άνθρωπος που ασχολείται με το σινεμά. Το ίδιο πάνω-κάτω ισχύει και για όσους ασχολούνται με βιβλία, με δίσκους, με πίνακες, με όλα τα παράγωγα της τέχνης που μάγεψαν και μαγεύουν τους ανθρώπους. Το πρώτο, έχει να κάνει με “τα καλύτερα”. Τα 10 καλύτερα φιλμ, τα 10 καλύτερα βιβλία, τα 10 καλύτερα άλμπουν όλων των εποχών. Το δεύτερο έχει να κάνει με τα “αγαπημένα μου”.

Τα δικά μου κινηματογραφικά τοπ 10 λοιπόν, ενώνονται από μία μόλις ταινία. Μονάχα ένα φιλμ απ’ τα 10 που παραδέχομαι ως “αγαπημένα” μπορεί κι ανήκει στις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Και το όνομα αυτού: “Ο Βασιλιάς των Λιονταριών”.

 

Αναμφίβολα είναι το καλύτερο καρτούν της Ντίσνεϋ. Πιθανότατα και το καλύτερο καρτούν όλων των εποχών (παρά τον άξιο ανταγωνισμό που ακούει στο όνομα Χαγιάο Μιγιαζάκι). Προσωπικά, και με μπόλικα επιχειρήματα στη διάθεσή μου, υποστηρίζω πως η ιστορία του Άμλετ  Σίμπα βγαίνει απ’ τον κόσμο των κινουμένων σχεδίων κι αποτελεί μια απ’ τις πιο άρτιες, επιβλητικές, σημαντικές ταινίες στην ιστορία του σινεμά. Μόνο που φαίνεται πως, αυτό το “βγαίνει απ’ τον κόσμο των κινουμένων σχεδίων” που ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΑ χρησιμοποίησα, κάποιοι το πέρασαν για καθαρή κυριολεξία. Κι εκεί αρχίσαν τα μπερδέματα…

Ο “Βασιλιάς” λοιπόν, είναι μια ταινία τόσο άψογη σε όλα της τα επίπεδα (συνταρακτικό δάκρυ, σπαρταριστό χιούμορ, μαγευτική “φωτογραφία”, άπιαστη μουσική, σκηνοθεσία που σπάει κόκαλα) ώστε όλες οι υπόλοιπες προσπάθειες που στήθηκαν πάνω της, απέτυχαν. Τα σίκουελ απέτυχαν, τα ριμέικ απέτυχαν, οι μεταφορές απέτυχαν και πολύ λογικά. Μετά απ’ όλα αυτά λοιπόν, πώς να μην εκνευριστεί ο αντικειμενικά ψυχρός, πώς να μην πληγωθεί ο υποκειμενικά συναισθηματικός εαυτός μου, όταν χθες το βράδυ έρχομαι αντιμέτωπος μ’ αυτό:

 
Όχι, αρνητικός στην ιδέα του live action γενικά, δεν είμαι. Το “Βιβλίο της Ζούγκλας” αποδείχτηκε πετυχημένο πείραμα κι η Ντίσνεϋ αποφάσισε να φέρει κι άλλες κλασικές ταινίες στη “ζωή” του ψηφιακού CGI. Φέρνει το “Nτάμπο“, κανένα πρόβλημα. Ίσως αποφασίσει να φέρει και την “Ποκαχόντας“, κανένα πρόβλημα επίσης (έτσι κι αλλιώς μ’ αυτή την ιστορία έχουν καταπιαστεί από Τζέιμς Κάμερον ως Τέρενς Μάλικ!). Στο τέλος-τέλος χρόνια πριν, η Ντίσνεϋ έκανε “ολοζώντανα” (και χωρίς ίχνος “υπολογιστή”) τα τρομερά “101 Σκυλιά” της και το αποτέλεσμα ήταν υπέροχο. Όμως εδώ μιλάμε για τον “Βασιλιά” και πριν από οποιοδήποτε ριμέικ, πρέπει πρώτα να υπάρχει ένα σοβαρό “γιατί”.
 
 
Τρεις λόγοι δικαιολογούν ένα ριμέικ:
  1. Να προσπαθήσεις να ξαναγυρίσεις μια κακή ταινία, με σκοπό να την κάνεις καλή (βλέπε L’ Appartement – Wicker Park, δυστυχώς απέτυχε και το ριμέικ).
  2. Να δοκιμάσεις να διηγηθείς με σύγχρονο τρόπο μια καλή αλλά παλιομοδίτικη ταινία (βλέπε Scarface).
  3. Να φέρεις στη χώρα και τη γλώσσα σου, μια ξενόγλωσση ταινία (βλέπε Infernal Affairs – The Departed).

Ποιος απ’ τους παραπάνω λόγους δικαιολογεί ένα ψηφιακό “Lion King”;

Ο 2ος, ίσως λες. Όμως εδώ, φίλε μου, δεν μιλάμε για μια “καλή” ταινία. Μιλάμε για μια αριστουργηματική ταινία. Ακόμη λοιπόν κι αν ο σκοπός ήταν να δει ο πιτσιρικάς του σήμερα αυτό το διαμάντι, γυρισμένο πια με τη σύγχρονη αντίληψη περί “κινουμένων σχεδίων”, αυτό και πάλι δεν θα ήταν αρκετό. Πρώτον, γιατί μπορεί κάποτε να τα λέγαμε “παιδικά”, όμως εν προκειμένω δεν μιλάμε για μια παιδική ταινία. Και δεύτερον, γιατί κανείς δεν θα ‘χε το θράσος να κάνει κάτι ανάλογο σ’ ένα απ’ τα υπόλοιπα διαμάντια του παγκόσμιου σινεμά. Θα τολμούσε κανείς να γυρίσει τον “Νονό” με την ταχύτητα που χαρακτηρίζει την αφηγηματική τακτική στις σημερινές γκανκστερικές ταινίες; Ή να καταπιαστεί με τον “Πολίτη Κέιν” στη λογική της “συναρπαστικής βιογραφίας” αλά “Λύκος της Γουολ Στρητ“; Μάλλον όχι…

Όπως και να ‘χει βέβαια, ο λόγος για τον οποίο θα ‘ρθουμε τελικά αντιμέτωποι μ’ έναν “ζωντανό” Μουφάσα, δεν έχει να κάνει με την ευαισθησία προς τους πιτσιρικάδες των ημερών. Έχει να κάνει με το σύγχρονο Χόλυγουντ που συνεχίζει να έχει τον ίδιο στόχο αλλά όχι και τα μέσα πια για να τον φτάσει. Ο σκοπός είναι σταθερά τα κέρδη, αλλά δυστυχώς δεν έχει πια σενάρια για να τα πετύχει.

Στο φινάλε, το live action του “Βασιλιά των Λιονταριών” ίσως αποδειχτεί μια καλή δουλειά. Σίγουρα θα ‘ναι μια προσεγμένη ταινία, αν αναλογιστεί κανείς πως παίρνει τον χρόνο της χωρίς να βιάζεται, κι έχει τον Τζον Φαβρό πίσω απ’ το τιμόνι. Όπως και να ‘χει όμως, είναι μια ταινία που ακόμη κι αν αποδειχτεί αξιοπρεπής, δεν έχει εξ αρχής κανένα λόγο να υπάρξει…

Υ.Γ. Αν διαφωνείς μ’ όλα τα παραπάνω, αν στέκεσαι στο πλευρό του ριμέικ τούτου, απάντησέ μου σε παρακαλώ σ’ ένα τελευταίο: Θα δεχόσουν ποτέ να ξαναγραφτεί το “Έγκλημα και Τιμωρία” ή ο “Οιδίπους Τύραννος” σε γλώσσα πιο σύγχρονη και “εύκολη” για τους πιτσιρικάδες του σήμερα; Αν απαντάς όχι, τότε υποτιμάς τον κινηματογράφο που τις ταινίες του μπορούμε χωρίς πρόβλημα να τις “πειράζουμε”, σε σχέση με τα βιβλία και τα θεατρικά. Αν απαντάς ναι, δεν έχω τίποτα να σου πω…