Ο μεγαλύτερος τσακωμός με τη μάνα μου δόθηκε ένα απόγευμα, σε ένα από αυτά τα μεγάλα παιχνιδάδικα που δεν μπορείς να σταματήσεις να χαζεύεις από μπατονέτες μέχρι σέξι εσώρουχα με κόκκινα χνούδια και από είδη κηπουρικής μέχρι σοκολατάκια με γέμιση καραμέλα. Απόκριες και το κέφι προφανώς και δεν περίσσευε. Ανάμεσα σε μπόλικες στολές, έβαλα στο καλάθι αυτήν με την τήβεννο και ψάχνοντας κάποιο μαγικό ραβδί να τον σετάρω, η Φρειδερίκη άστραψε και βρόντηξε. “Τι εννοείς να ντυθείς να σε καμαρώσω τις Απόκριες, γιατί σε Ορκωμοσία ούτε λόγος γαμώ τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα σου τόσα χρόνια;“. Έξαλλο το Ρικάκι, ανάμεσα σε σερβιέτες και αρκουδάκια, διαπραγματευόταν το μέλλον της κόρης που φοίτησε στην Ανθρωπολογία σχεδόν όσο θα φοιτούσε και στην Ιατρική. ΣΧΕΔΟΝ…

Πώς φτάσαμε όμως σε αυτήν την απρόσμενη έκρηξη, μια μέρα που η χώρα κουνιόταν σε ρυθμούς Macarena; Για αρχή όταν μπήκα στην Παντειάρα, πριν καλά- καλά δηλώσω “Ιστορία των Βαλκανίων 1”, η σχολή έκλεισε για μήνες. Ήταν τότε που ξέσπασε το γιγάντιο φοιτητικό κίνημα, ενάντια στον νόμο πλαίσιο της Μαριέτας Γιαννάκου, τότε που ζήσαμε αλησμόνητες μέρες δημοκρατίας μιας και η κυβερνητική καταστολή φώναζε τους φοιτητές αλήτες και εμείς στα πρώτα νιάτα μας, ουρλιάζαμε “αλήτες είναι τα ΜΑΤ και οι ασφαλίτες“.

Οι εξεταστικές χανόντουσαν, με τους γιάπηδες φοιτητές να μην το χωράει ο νους τους ότι δεν μπορούν να παραδώσουν την πτυχιακή που με τόσο κόπο είχαν αγοράσει. Αυτοί έχαναν τα μαθήματα και η κοινωνία την αξιοπρέπεια της. Ήταν η περίοδος που δίναμε κάθε μέρα εξετάσεις στο μάθημα της συλλογικότητας, της αλληλεγγύης, μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες. Τότε ήταν που γνώρισα τον Χρήστο κάτω από ένα πανό. Έσκαγε καπνογόνο και γεννιόταν έρωτας. Ζούσαμε σαν να ήμασταν για πάντα 18…

Έτσι, χάθηκαν κάποια μαθήματα στην καρδιά του καλοκαιριού, στα γόνατα του χειμώνα. Είχε φτάσει όμως ήδη ο έρωτας στα χρόνια της αναζήτησης και εντάξει δεν έχεις δει τον Χρήστο να μιλάει για ουτοπική νίκη του προλεταριάτου και την πιθανή αποτελσματικότητα μιας άμεσης δημοκρατίας, μαγειρεύοντας μελιτζάνες και παίζοντας παράλληλα λύρα, για να καταλάβεις πως η μόρφωση δεν κρυβόταν σίγουρα στο Γυάλινο του Παντείου.

Όταν χωρίσαμε ήρθε η πραγματική επανάσταση. Η επανάσταση της κοριτσοπαρέας που έσκαγαν σαν έκπτωτες μπουζουξούδες με μαλλιά που μύριζαν καπνό, Karelia χρυσή κασετίνα light και μακιγιάζ που παραμέριζε για τα καλά την κομψότητα. Καθόμασταν εκεί θλιβερές και αποκαμωμένες, παίρνοντας τα θέματα και περιμένοντας την εκτέλεση. Προφορικά μαθήματα, για όσους αντέχουν να κόβονται ξανά και ξανά. Θυμάμαι τον κύριο “Κοινωνική Ανθρωπολογία 2”, να μου τραβάει κομφετί από το μαλλί και να μου λέει “λυπάμαι για αυτά τα χάλια”, με ένα τόσο δα βλέμμα.

Θα ρεφάρουμε τον Σεπτέμβρη ορκιζόμασταν καθώς φυσούσαμε τα νύχια μας να στεγνώσουν και το καράβι από Ραφήνα έφτανε Άνδρο. Χρόνια μετά καταλήγω ότι τα καλοκαίρια είναι πολύ μικρά για να τελειώνουν ξαφνικά έναν Αύγουστο, οπότε μάλλον έτσι εξηγείται ότι καβατζάραμε και τον πρώτο μήνα του Φθινοπώρου για λίγο ακόμη ύπνο στην άμμο, με χυμένα mojito στο χέρι και γρανίτα λεμόνι στο μαγιό.

Αυτά όμως είναι τα σοβαρά παιδιά! Σίγουρα μέχρι και ο Πρύτανης θα έδινε άδεια να κοπώ και στα 51 για πτυχίο μαθήματα, για χάρη τους. Οι παράπλευρες απώλειες είναι η μεγάλη χασούρα. Εκεί δηλαδή που σιχτηρίζεις και λες “Μα την Παναγία ρε μάνα, δεν το έκανα επίτηδες”. Έχω χάσει μαθήματα επειδή δεν άκουσα ποτέ το ξυπνητήρι, δεν έφτασε ποτέ το λεωφορείο, έπεσα σε λάσπες ενώ έτρεχα να προλάβω το μετρό χύνοντας καυτό τσάι όπου δεν πρέπει γενικά να ρίξεις καυτό τσάι…

Τα πάντα να ξεχάσω, τον Μανώλη όταν δίναμε εγκληματολογία θα τον θυμάμαι μέχρι να πεθάνω. Καθόμασταν στα διπλανά έδρανα. Βγάζει σκονάκι μισή Α4, την ακουμπάει ΔΙΠΛΑ στην κόλλα που εξεταζόμασταν και αρχίζει να αντιγράφει. ΤΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ; Πάει ο καθηγητής από πάνω και ανταλλάσσουν βλέμμα απορίας με βλέμμα αυτοπεποίθησης. “Θέλω να σου πω, ότι δεν είσαι αόρατος”, του υπενθύμισε μαζεύοντας το σκονάκι του και ρίχνοντας το στον κάδο. Κοπάνησε την πόρτα και έφυγε. Έξαλλος σου λέει…

Η τελευταία χαμένη εξεταστική πριν την παραλίγο έξωση από το πατρικό μου, ήρθε όταν έφυγα για Ιταλία με την υπόσχεση να γυρίσω για διάβασμα πριν ο Ιούνιος δείξει 12. ΌΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΕ, ΜΟΝΟ ΑΥΤΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΕ ΚΡΙΝΕΙ. Σε σπίτι φίλης κατασκήνωσα και οι Ισπανοί στην Ιταλία είναι ακόμη πιο όμορφοι.

Ο Κώστας, με πήρε ένα τηλέφωνο ενώ έτρωγα γρήγορα τορτελίνια για να μη λιώσει το παγωτό και μου είπε ότι αν μέσα σε έναν χρόνο δεν έχει τελειώσει η σχολή θα πρέπει να βρω ένα αχούρι να κάνω το κέφι μου.

Τζάμπα οι δρόμοι, χαμένες οι επαναστάσεις. Επέστρεψα περνώντας 36 μαθήματα, σε 2μιση εξεταστικές. Δεν με είδε ένα χρόνο ο ήλιος, ο ουρανός χτυπούσε κουδούνια και ο πατέρας μου του πέταγε αυγά.  

Η Ορκωμοσία έφτασε, μα τα δάκρυα είχαν στερέψει πια. Είχαμε πετάξει και την αποκριάτικη στολή, λες και αυτό που φορούσα ήταν λιγότερο αστείο. Η μάνα μου άντεξε τον πολιτικό και όχι θρησκευτικό όρκο που έδωσα, φάγαμε μέχρι σκασμού και εδώ και αρκετά χρόνια περιμένει την ορκωμοσία του μεταπτυχιακου…

Μην σταματήσετε να αντιγράφετε ποτέ. Γερά ως τη λευτεριά!