Πέρασαν επτά χρόνια από τότε που έφυγε ο Βίκτωρας και περίπου δεκαπέντε από τότε που ήρθε φουριόζος στη ζωή μου, για να με μάθει πως αν θέλω να είμαι ένας υπέροχος άνθρωπος, πρέπει απλά να γίνω αυτή που ο εκείνος νομίζει ότι είμαι. Ήρθε ένα πρωί Σαββάτου, χώθηκε ασπρόμαυρος κάτω από το τραπέζι του σαλονιού που έστεκε γεμάτο φωτογραφίες με ευτυχισμένα πρόσωπα και έγινε μέρος του τοπίου, κομμάτι της καρδιάς μου για πάντα. Ήρθε, για να υγραίνει τα μάτια μου κάθε φορά που έρχεται στη σκέψη μου, ανά τους αιώνες. Ο πάντα κατάδικος μου Βίκτωρας…

Δεν είχε περάσει καιρός από τότε που είχα χάσει τη Σάντυ και η θλίψη, η άμυνα δηλαδή του ανθρώπου στο πένθος, είχε καλύψει τις ώρες που βρισκόμουν στο σπίτι. Εκείνο το πρωί ακούστηκαν γέλια ξανά και ένα γνώριμο σπινάρισμα στα πλακάκια. Κατέβηκα τη σκάλα αργά και τον είδα. Μια τριχωτή ασπρόμαυρη μπάλα, βρώμικη και ασχημάτιστη. Μια οικογένεια μεγάλωνε ξανά και δειλά, όμως εγώ δεν ήμουν καθόλου έτοιμη για κάτι τέτοιο. Δεν ήθελα άλλο σκύλο. Δεν ήθελα να ανοίξω άλλο χώρο στην καρδιά μου από φόβο μην και μικρύνει ο πόνος. Κοιταχτήκαμε φευγαλέα, έβαλα νερό που δεν ήθελα να πιώ και ανέβηκα το ίδιο αργά τη σκάλα. Ήθελα να καταλάβει ότι δεν έχω καμία διάθεση για νέα ραντεβού…

Πέρασαν κάμποσες μέρες. Πλύθηκε και δεν στολίστηκε και από ότι μου είπε μετά, αναρωτιόταν πότε θα τον αφήσω να με κάνει καλύτερη. Ο Βίκτωρας μπορούσε να ανέβει τη σκάλα, για κάποιον όμως λόγο που δεν ήθελε να συζητάει δυσκολευόταν αρκετά να την κατέβει. Έτσι, κάποιος αναλάμβανε να τον κατεβάζει, ποτέ όμως εγώ, μιας και δεν ήθελα ούτε να με ακουμπήσει τυχαία. Πόσες χαμένες στιγμές, πόσες πεταμένες ευκαιρίες για περισσότερα χάδια…

Ένα από τα βράδια που όλα σου φταίνε και ευτυχώς δεν είναι κανείς στο σπίτι για να τσακωθείς, ο Βίκτωρας είχε ξεμείνει στην πάνω μεριά της σκάλας. Υπομονετικά περίμενε κάποιον να τον κατεβάσει και όταν κατάλαβε ότι αυτή η ώρα αργεί άρχισε να κλαίει με έναν λυγμό που τρύπαγε κάθε νευρώνα του εγκεφάλου μου. Ανέβηκα και καθώς τον άρπαξα για να τελειώνουμε και με αυτό το βάσανο, ακούμπησε την καρδιά μου περνώντας τη γλώσσα του στο μάγουλο μου. Η σκάλα αυτή έμελε να είναι η πόρτα της δεύτερης ευκαιρίας για να καταλάβω τι σημαίνει το “για πάντα”. Κατέβαινα και τον έσφιγγα όλο και πιο πολύ, συστηνόμασταν σε κάθε σκαλοπάτι, τρύπωνε όλη του την τρυφερότητα στη ψυχή μου, χωρίς κανένα έλεος…

Η ασπρόμαυρη μπάλα είχε ένα δόντι που έμενε έξω από το στόμα του και δυο μαύρες χάντρες που σου επέτρεπαν να είσαι η καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου. Λίγες μέρες στο σπίτι και κατάφερε να σαρώσει με την ουρά του κάθε τι που υπήρχε πάνω στο τραπέζι, με ύφος “τι αξία έχουν αυτά άνθρωπε; Αφού όλα τα κάνω πάνω στον ενθουσιασμό μου για να έρθω πιο γρήγορα κοντά σου”

Όταν ήρθε η ώρα να κουρευτεί και να χτενιστεί, αποκαλύφθηκε το αποστεωμένο κορμί του. Στις κλειδώσεις του έβλεπες τα κόκκαλα του και χωρίς το τρίχωμα δεν μπορούσε να κάτσει πλέον πουθενά. Έμεινα να τον κοιτάω καθώς με περίμενε να τον πάρω σπίτι, με σφιγμένα δόντια και χέρια αβέβαια. Θυμωμένη τον πήρα αγκαλιά “Δεν μπορείς να φύγεις, μόλις ήρθες!”. Η γιατρός με κοίταξε βαθιά στα μάτια “Είναι πολύ άρρωστος Χρύσα. Δεν έπρεπε να σας τον δώσουν. Είναι πολύ άρρωστος”. Δεν είναι άρρωστος σκέφτηκα, αποκλείεται να έχει μόνο λίγους μήνες ζωή. Κάθε πρωί τρέχει και γλιστρά στο χαλί, κάθε μεσημέρι με περιμένει με όλα του τα παιχνίδια στη σειρά, πατώντας και δαγκώνοντας τα και κάθε βράδυ κουλουριάζει την κούραση μου στα μάτια του, καθώς κοιμάται στα πόδια μου. “Μπορείς να προσπαθήσεις, αλλά ο Βίκτωρας δεν έχει πολλές μέρες ζωής”

Οι μέρες γίναν μήνες και οι μήνες χρόνια. Ο Βίκτωρας ήταν εκεί στα πιο ευτυχισμένα Χριστούγεννα να κυνηγάει τις μπάλες που πέφτουν και να κάνει τα τσίσα του στα κλαδιά που έπιαναν τον χώρο του στο σαλόνι. Ήταν εκεί να τρέμει στις βροντές μπαίνοντας ανάμεσα στο λαιμό μου ενώ κοιμόμουν. Ο Βίκτωρας ήταν εκεί κάθε που η Άνοιξη γεννούσε φως. Ξάπλωνε ανάμεσα σε γεράνια και κουνούσε την ουρά του κάθε φορά που ανάσα ανθρώπου πλησίαζε. Τα καλοκαίρια περίμενε να γυρίσω και κάθε Σεπτέμβρη μάζευε τα πρωτοβρόχια. Όλες τις μέρες του χρόνου ξαγρυπνούσε μέχρι να ακούσει και τον τελευταίο να γυρνάει το κλειδί στην πόρτα. Υποδεχόταν και αποχαιρετούσε με πίστη κάθε μας συναίσθημα, μαλάκωνε κάθε πόνο, έγλειφε όλα τα δάκρυα. 

Έναν Σεπτέμβρη με περίμενε για να φύγει. Κοιταχτήκαμε όπως μόνο ένα σκύλος μπορεί να κοιτάξει έναν άνθρωπο, όπως μόνο ένας άνθρωπος μπορεί να παραδοθεί σε έναν σκύλο. Τώρα ήξερα ότι είχε φτάσει το τέλος, τώρα πια έπρεπε να τρέξω εγώ για να τον φτάσω. Η ώρα που έπρεπε να αποχαιρετήσω τις στιγμές που κυλιόμασταν σε βρώμικες βόλτες και που σου ορκίζομαι τον άκουσα να ξεκαρδίζεται. Να αποχαιρετήσω όλες εκείνες τις στιγμές που του φώναξα, γύρισα να φύγω και ξαναγύρισα για να του ζητήσω συγγνώμη. Να αφήσω στον χρόνο όλες τις φορές που έβαλε το κεφάλι του στις παλάμες μου και μου έκλεισε το μάτι. Θυμάμαι να τον σηκώνω για να τον κλείσω στα χέρια μου και να κλαίει σε κάθε μου κίνηση. Ήξερα ότι αναγνωρίζει το τέλος και παρόλα αυτά άφηνα να δάκρυα μου να μουσκεύουν τη μουσούδα του “Μην κλαις άνθρωπε. Υπάρχει ένα μέρος με πολλά ευτυχισμένα σκυλιά που με περιμένει να κυνηγήσουμε τις ουρές μας”. Τον χαιρέτησα σε ένα μπαλκόνι λίγο πριν δύσει ο ήλιος, περιμένοντας τον χειμώνα…

Ο Βίκτωρας πρόλαβε να μου μιλήσει για τη δύναμη του βλέμματος, να μου μάθει ότι πάντα υπάρχει χώρος για αγάπη. Μου εξήγησε με τα πιο απλά χάδια ότι όταν κάποιος φεύγει, αυτός που έρχεται δεν παίρνει τον χώρο του, απλά μεγαλώνει την καρδιά σου. Μου ζήτησε την επόμενη φορά που ένας νέος φίλος θα φτάσει στην πόρτα μου, να μη χάσω τις λίγες μέρες που έχασα μαζί του από φόβο. Μου ζήτησε να αγαπάω την Ίρμα όχι όσο αυτόν άλλα όπως αυτόν.

Έτσι και έγινε…