Δεν μου αρέσουν τα νοσοκομεία. Σε ποιον αρέσουν άλλωστε αυτά τα μέρη; Είναι σαν να πηγαίνεις να κρατήσεις το φανάρι σε ένα ραντεβού που ο πόνος συναντά τον θάνατο παρακολουθώντας τον έναν να λούζει τον άλλον στα δάκρυα χαζεύοντας τους να χάνονται τελικά σε λευκούς διαδρόμους αγωνίας, ντυμένοι με λευκές και πράσινες στολές. Κάθε φορά που χρειάζεται να μπω σε ένα τέτοιο μέρος, κοιτάω χαμηλά περπατάω γρήγορα και με ένα τρόπο προσπαθώ να κλείσω τον ήχο που κάνουν τα ροδάκια των φορείων, τα κλάματα και οι τσακωμοί στο ασανσέρ.

Η τελευταία φορά πριν τη σημερινή, που πέρασα το κατώφλι του κτιρίου με τον κόκκινο σταυρό, είναι κλειδωμένη στα 3 προηγούμενα χρόνια. Είναι εντυπωσιακό πως το μυαλό προστατεύει το κορμί από την κατάρρευση, σβήνοντας τις μνήμες. Θυμάμαι ένα τηλέφωνο και μια κραυγή. Μετά, διακτινίστηκα σε ένα μέρος που οι άνθρωποι πηγαίνουν πάνω κάτω το κατοστάρι της ζωής τους. Τρώνε τα νύχια τους, μασουλάνε τα μανίκια τους και πετάγονται όταν κάποιος τους τραβήξει με ένα νεύμα από τις σκέψεις τους. Όλοι μαζί και ολομόναχοι…

Μικρή με κορόιδευαν για τον τρόπο που σωριάζομαι όταν βλέπω αίμα. Παραμιλώ κάτι αρρυθμίες, πεταρίζω τα μάτια μου και αν είμαι σχετικά τυχερή, συνέρχομαι χωρίς τραυματισμούς. Τόσα χρόνια μετά, δεν μπορώ να ξεχάσω το αίμα που έφτασε σχεδόν μέχρι τους αγκώνες μου, σε μια προσπάθεια να τραβήξω γάζες ανακατεμένες με δέρμα και μικρά κομμάτια σίδερου, παλεύοντας ταυτόχρονα με το κακό χιούμορ μου να πείσω τον άνθρωπο που ούρλιαζε στα χέρια μου, ότι όλα θα πάνε καλά και τέτοιες λυτρωτικές μαλακίες.

Φώτα, νυστέρια, μυρωδιά από πλαστικά γάντια λίγο καλύτερη από του αίματος και η πόρτα κλείνει. Όλα μοιάζουν βρώμικα εκεί που στέκεσαι, σαν να ακούμπησαν όλοι οι καημοί του κόσμου και άπαξ και τους αγγίξεις είναι γραφτό να τους κληρονομήσεις ακόμη μεγαλύτερους, στους επόμενους. Φιγούρες θαμπές χωρίς μυρωδιά και χαμόγελα που θες να κατασπαράξεις. Οι σκάλες θυμάμαι ήταν το πιο ασφαλές σημείο. Η δυστυχία ανεβαίνει με το ασανσέρ. Σταματάει σε κάθε όροφο φορτώνει λουλούδια, αναπηρικά αμαξίδια και μπόλικο εκνευρισμό. Οι άνθρωποι πάντα ήταν εκνευρισμένοι στο ασανσέρ. Πόσο μάλλον σε μέρη που κανείς δεν αντέχει να περιμένει και που μπορεί να δει πεντακάθαρα πλέον, κάθε λεπτό της ζωής σπατάλησε. 

Παντού εικόνες και αριθμημένες οδηγίες που θα σε στείλουν στον παράδεισο. Προσευχήσου. Μετανόησε. Κοινώνησε. ΜΗΝ Βλαστημάς. Σκέφτομαι ότι σίγουρα ο παράδεισος είναι ρεζερβέ για εμένα. Βελάκια που σε οδηγούν σε μικρά εκκλησάκια γύρω από το νοσοκομείο και μια βρώμικη άμμος για να καρφώνεις κεριά αναμμένα. Όταν σβήνουν οι ελπίδες, τα κεριά παίρνουν φωτιά και μας καινε…

Περνάνε οι ώρες – αιώνες, σε μια πλαστική καρέκλα. Όταν έχεις πια κουραστεί να σηκώνεσαι κάθε φορά που ανοίγει η πόρτα του χειρουργείου, τότε είναι που σε αιφνιδιάζει και βγάζουν εκείνον που περιμένεις. Σάμπως, κάθε άνθρωπος που βγαίνει από μια τέτοια πόρτα δεν θα έπρεπε να τον περιμένουμε; Να του χαμογελάμε που επέστρεψε;

Στο δωμάτιο μπαινοβγαίνουν γιατροί και νοσοκόμες. Μερικές μοιάζουν σκληρές. Τραβάνε νευρικά τον ορό και η βελόνα στα χέρια τους μοιάζει με όπλο εξόντωσης. Δεν χαμογελάνε. Στέκονται πάνω από τα ναρκωμένα μάτια σου και σου λένε οδηγίες για το πόσες σταγόνες νερού πρέπει να πιείς. Μετά χάνονται, ενώ σκέφτεσαι ότι του έχεις γίνει αφόρητο βάρος. Άλλες είναι τόσο ναζιάρες που δεν αντέχουν να μην το δείξουν με μπόλικο κραγιόν και φούσκες που σκάνε στα κρυφά, ενώ γράφουν τον πυρετό σου σε ένα χαρτί μπροστά από το κρεβάτι. Αυτό το χαρτί, είναι το μόνο που μπορεί να σε βγάλει στον έξω κόσμο. Χαμογελάνε ζουζουνιάρικα, ακουμπάνε απαλά γιατί τους επιτρέπεται και γενικά δεν ξέρεις ποιες από τις δύο κατηγορίες είναι πιο ενοχλητικές.

Όμως υπάρχουν και εκείνες οι νοσοκόμες, που μοιάζουν ανακουφιστικά με τη μάνα μας. Έχουν εκείνο το χαμόγελο που ζεσταίνει κάθε τραύμα που σε ακουμπάνε και για μια μόνο στιγμή ξεχνάς τις γάζες που σφίγγουν τα πόδια σου τόσο, ώστε να κόβουν το αίμα από τα χέρια σου. Σου κάνουν ένα αξιόλογο πείραγμα και φεύγουν κλείνοντας σου αθώα το μάτι. Αυτές οι νοσοκόμες…. που δεν συνήθισαν τον πόνο, ούτε λύγισαν μπροστά στην απόγνωση.

Τρία χρόνια μετά, ίδιο νοσοκομείο, ίδιος όροφος, παρόμοιο δωμάτιο. Λιγότερη ταχυκαρδία, ολόιδιο νευρικό βάδισμα και μάτια στο πάτωμα. Σειρήνες και μια κρίση άγχους όχι για αυτό που συμβαίνει, αλλά για όσα έχουν έγιναν. Στο κυλικείο μασουλάω κρουασανάκια γνωστής στα στρατόπεδα εταιρείας και περιμένω τη δυνατή βροχή να σταματήσει. “Άντε γαμήσου” σκέφτομαι…

Ανεβαίνω τις σκάλες ξανά. Πρώτος, δεύτερος και μετά τρίτος. Κρατάω καυτό, γλυκό ελληνικό και παγωμένο νερό. Προσπαθώ να φυσήξω τα ψίχουλα πάνω από το φούτερ μου. Προσπερνώ δωμάτια με ορθάνοιχτες πόρτες. Κορμιά χωρίς πρόσωπα. Στέκομαι μπροστά σε μια γερασμένη φιγούρα, χωρίς να ξέρω τον λόγο που με ακινητοποίησε. Μπαμπάκι τα μαλλιά της πάνω από τα τεράστια μάτια της και ανύπαρκτα χείλη. Με κοιτάει μέσα στο νυχτικό της και μικρά δάκρυα χαράζουν το πρόσωπο της. Σκέφτομαι ότι ο καφές κρυώνει και δεν έχει φτάσει ακόμη σε εκείνον που τον ζήτησε. Νιώθω την ανάγκη της να την αναγνωρίσω, να σταματήσει να είναι άλλος ένας αριθμός δωματίου, να πάψει να υπάρχει η κενή καρέκλα δίπλα της. Καλύτερα να μην υπάρχουν καρέκλες αν δεν υπάρχουν άνθρωποι να καθίσουν σε αυτές.

Προσπαθώ με τα μάτια μου να της ψιθυρίσω ένα τραγούδι που πάει κάπως έτσι “Ο χρόνος πίνει σκυφτός, απ’ το νερό της πηγής σου το αθάνατο, παραπατάει καθώς, βγάζει τη γλώσσα γελώντας στο θάνατο”. Είμαι σίγουρη ότι το κατάλαβε. Ένιωσα να μου απαντάει με μια μελωδία που δεν ξέρω. Ασφυξία! Δεν αξίζει αυτός ο αποχωρισμός του ανθρώπου από το σύμπαν. Χρειάζομαι λίγη πραγματικότητα πριν εκραγεί το μυαλό μου από τις σταγόνες που τρέχουν από τον ορό και που δεν σταματώ να κοιτάζω…

“Χρύσα πάμε;”