Το λοιπόν: Βρίσκομαι στον Περισσό (ναι, είμαι και απ’ αυτό) και περιμένω να κατηφορίσω για το γραφείο.

Μέχρι να περάσει, ωστόσο, προλαβαίνω να ρίξω μερικές κλεφτές ματιές στην μεγάλη πολυκατοικία απέναντί μου, όπου ένας παππούλης (γύρω στα 70) χαζεύει στον δρόμο και το βλέμμα του είναι χαμένο, αχανές, μελαγχολικό. Όποιος μένει -και επιβιώνει- στο κέντρο της ΑΘήνας, κάπου θα τον έχει ξαναδεί. Σε κάποιο άλλο μπαλκόνι, στο πρόσωπο ενός άλλου παππούλη, με το γνώριμο δεξί χέρι κρεμασμένο στο μπαλκόνι. Και το βλέμμα κολλημένο στο άπειρο.

Με μια γενική ματιά θα έλεγες ότι τα περισσότερα ‘γεροντάκια’ δεν περνάνε και τόσο καλά στην Αθήνα. Με μια όμως πιο διεξοδική ανάλυση θα έλεγες ότι “ΝΑΙ, η Αθήνα γι’ αυτούς τους ανθρώπους είναι καταθλιπτική, μίζερη και βαρετή.”

Πόσες σαπουνόπερες να δουν; Και πόσες φορές να πάνε φαρμακείο – παθολόγο – προπατζίδικο και πάλι πίσω στο διαμέρισμα; Συμπεριλαμβάνοντας κιόλας και τη φασαρία των δρόμων, αλλά και τη γενικότερη βαβούρα του αστικού τοπίου;



Όπως σου ‘χω ξαναπεί και παλιότερα, έχω σταθεί τυχερός κι έχω ζήσει τα 18 πρώτα έτη της ζωής μου σε χωριό. Επομένως, καταλαβαίνεις ότι κάτι λίγα τα γνωρίζω για το πώς τα περνάει στην επαρχία η ‘τρίτη ηλικία’. (Αν και γνώμη μου, είναι κακό να βαπτίζουμε τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας ως ‘τρίτη ηλικία’.)

Στα χωριά, που λες, η άνεση που έχουν είναι διαφορετική. Θες ότι για να πας στο καφενείο του χωριού δεν χρειάζεται να περάσεις φανάρια και λεωφόρους; Θες ότι για να φτιάξεις κήπο και κάνα αμπέλι δεν χρειάζεται να πάρεις άδεια απ’ τον διαχειριστή της πολυκατοικίας; Η ζωή εκεί είναι πιο χαλαρή και συνήθως η καθημερινότητα κυλάει ομαλά. Χωρίς κορναρίσματα, χωρίς ώρες αναμονής σε δημόσιες υπηρεσίες και χωρίς να μπαινοβγαίνουν σε λεωφορεία που ‘ναι ασφυκτικά γεμάτα.

Ναι μεν, ρουτίνα κι εδώ, ρουτίνα κι εκεί, αλλά εκεί τουλάχιστον ως δια μαγείας το άγχος και το στρες εξαφανίζονται. Μια βόλτα στη φύση να κάνεις κι έναν καφέ στο καφενείο να πιείς και άγχος πάπαλα λέμε.

Γιατί στην επαρχία πάνω κάτω οι συγχωριανοί γνωρίζονται μεταξύ τους. Ανταλλάζουν κοινά ενδιαφέροντα, κουτσομπολεύουν, παίζουν χαρτιά, κίνο, πίνουν καμιά κούπα και γενικότερα κάνουν πράγματα μαζί. Ακόμα κι αν είναι βαρετά. Για ηλικιωμένους μιλάμε πάντα, έτσι; Ένας ηλικιωμένος δεν έχει και τόσο ανάγκη από ΜΕΓΑΛΑ εμπορικά, κλαμπάκια και μπιλιαρδάδικα. Θέλει την ησυχία του, αφού όλα αυτά που ανέφερα πριν λίγο τα ‘χει ζήσει και με το παραπάνω. 



Στην Αθήνα τώρα, σπάνια θα γνωρίζουν τον γείτονά τους. Αν μιλήσουν λίγο παραπάνω σε κάνα πιτσιρικά στην είσοδο θα τους περάσει για τρελούς, γι’ αυτό και τις περισσότερες φορές τους βλέπεις ν’ αράζουν στα μπαλκόνια και να συζητάνε μόνοι τους. Ή να τα λένε με το πάνελ στο δελτίο των 8.

Λες από μέσα σου “μακάρι να φτάσουμε κι εμείς τα χρόνια τους κι ας γεράσουμε και στην Αθήνα“, όμως δεν είναι καθόλου έτσι ρε φίλε. Γιατί οι περισσότεροι (μακάρι όλοι) θα φτάσουμε στο μέλλον στην ηλικία τους, θα αποζητήσουμε την ηρεμία μας (εδώ από τώρα αυτήν ψάχνουμε) ΚΑΙ θα ‘ρθουμε στη θέση τους. Και τότε ΙΣΩΣ η μόνη λύση θα ‘ναι η επιστροφή στη φύση, όπως έλεγε και το ρητό των Ψόφιων Κοριών.

Αυτή, βέβαια, είναι η δική μου οπτική. Μπορεί σε κάποιους ηλικιωμένους να αρέσει ο τρόπος ζωής στη πόλη, δε λέω, αλλά πονάει η ψυχή μου ρε συ όταν βλέπω τα χαμένα ‘ρυτιδιασμένα’ βλέμματα στο κέντρο της πόλης. Αυτό. Τίποτα άλλο.