Ένα από τα θέματα που κυριαρχούν στη δημόσια σφαίρα της Αμερικής τις τελευταίες εβδομάδες είναι η “κληρονομιά” ορισμένων μνημείων από τις ταραχώδεις εποχές της αμερικανικής ιστορίας. Ο εμφύλιος πόλεμος, ο φυλετικός διαχωρισμός, η εποχή της δουλείας και η έμφυλη διάκριση είναι κάποια από τα φαντάσματα που στοιχειώνουν τους αμερικανούς.

Το τελευταίο διάστημα οι αρχές και ομάδες πολιτών απομακρύνουν αγάλματα υποστηρικτών της Συνομοσπονδίας σε μια προσπάθεια εξορκισμού του αμαρτωλού παρελθόντος. Ισχυρίζονται πως αφού η Συνομοσπονδία ήταν ενάντια στην ενωμένη Αμερική, τα σύμβολά τους δεν έχουν θέση ανάμεσά τους. Επίσης, η ξεκάθαρη θέση των νοτίων υπέρ της δουλείας, έχει συνυφαστεί με τη σημαία της συνομοσπονδίας και τους υποστηρικτές της. Οι επικριτές τους θεωρούν πρόκληση τη δημόσια έκθεση ομοιωμάτων ανθρώπων που συνδέθηκαν με ιδεολογίες καταπίεσης και διαχωρισμού. Η πλάστιγγα της “ηθικής” και του δίκιου γέρνει σαφέστατα προς τα εκεί. Τι γίνεται όμως με την -όποια- ιστορική και διδακτική τους αξία; Πολλοί προτείνουν να τα εκθέτουν αποκλειστικά και μόνο στα μουσεία για ιστορικούς, καθαρά λόγους. Είναι η δημόσια έκθεση αμφιλεγόμενων ιστορικών προσωπικοτήτων πρόκληση ή ένα μάθημα για τις επόμενες γενιές;

Η αλήθεια είναι πως τα αγάλματα μας επιβάλλονται καθώς κανένας πολίτης δεν έχει άμεσα λόγο για το εάν και που θα στηθεί ένα μνημείο, γλυπτό ή σύμβολο. Βέβαια, ακόμα κι αν είσαι κατά του ιδεολογικού πλαισίου που κρύβεται πίσω από μια ιστορική προσωπικότητα ή από ένα ιστορικό γεγονός, μπορείς να είσαι υπέρ της ελευθερίας του να υπάρχει δημόσια. Βγάζοντας το άγαλμα σίγουρα δεν λύνεις το πρόβλημα, καθώς θα συνεχίζει να υπάρχει η διάκριση και ο ρατσισμός, απλώς δεν θα υπάρχει το μνημείο να στο θυμίζει. Ίσως το άγαλμα να είναι το σημάδι στο μονοπάτι σου, για να μην χάσεις τον δρόμο. Ίσως από το να αφαιρέσεις ένα μνημείο είναι καλύτερα να το αφήσεις και να παρέμβεις πάνω του για να περάσεις ένα ακόμα πιο δυνατό μήνυμα. Παρά την ακινησία του, ένα γλυπτό μπορεί να είναι ένας ζωντανός οργανισμός που μεταλλάσσεται  και επικοινωνεί με τα μέλη της κοινωνίας μέσα στην οποία υπάρχει.

Αυτήν τη στιγμή υπάρχουν περίπου 1500 σύμβολα, μνημεία και γλυπτά της Συνομοσπονδίας στις ΗΠΑ, ενώ υπάρχουν και άλλα που ενώ μπορεί να μην έχουν σχέση με τον εμφύλιο, παραμένουν αμφιλεγόμενα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι o J. Marion Sims (25 Ιανουαρίου 1813 -13 Νοεμβρίου, 1883). Για πολλούς θεωρείται ο πατέρας της σύγχρονης γυναικολογίας, καθώς ανέπτυξε καινοτόμες χειρουργικές επεμβάσεις μαιευτικού συριγγίου. Αυτό βέβαια το κατάφερε με το τρομερό κόστος της ανθρώπινης ελευθερίας και αξιοπρέπειας. Από το 1845 μέχρι το 1849 ο Sims έκανε χειρουργικά πειράματα σε 12 μαύρες, σκλαβωμένες γυναίκες χωρίς αναισθησία καθώς αποτελούσε κοινή πεποίθηση της εποχής πως οι μαύρες γυναίκες δεν νιώθουν πόνο!

Το πρώτο άγαλμα αφιερωμένο σε γιατρό στην Αμερική, συμβολίζει την ιατρική πρόοδο, σε βάρος όμως της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της σωματικής αυτοδιάθεσης. Γι’ αυτόν τον λόγο, πολλοί θέλουν να φύγει. Η κοινωνία θα βρει τρόπο να αντιδράσει και πολλές φορές το μήνυμα της παρέμβασης μπορεί να είναι πιο δυνατό από το μήνυμα του μνημείου.

Άραγε, μπορεί να κριθεί ένα γεγονός με τους τωρινούς ηθικούς μας κώδικες αποκομμένο από το ιστορικό του πλαίσιο; Και εν τέλει, σε θέματα δημόσιας έκθεσης μνημείων, που τραβάμε τη γραμμή και ποιος τη θέτει;

Είναι ενδιαφέρουσα επίσης και η αναζήτηση των αιτιών που μας οδηγούν στο να δημιουργούμε μνημεία, καθώς και το κατά πόσο ένα άγαλμα αντιπροσωπεύει την ιστορική αλήθεια. Αν την ιστορία την γράφουν οι νικητές, άρα δεν θα είναι αυτοί που θα έχουν και τον πρώτο λόγο στα μνημεία; Όπως και να έχει, παραμένει μαγικό, το πως ένα κομμάτι μάρμαρο χωράει τόσα μηνύματα και μπορεί να γίνει αντικείμενο δημόσιας συζήτησης και ιστορικής αμφισβήτησης.

Ίσως δεν χρειαζόμαστε τα μνημεία, γιατί δεν αντιπροσωπεύουν το σύνολο της κοινωνίας, ούτε απόλυτα την ιστορική αλήθεια και αποτελούν βάση ιδεολογικών αντιπαραθέσεων.

Ίσως χρειαζόμαστε τα μνημεία γιατί έχουμε την ανάγκη να μας στοιχειώνουν.