Τους λέω “θα γράψω για όσα είδα στο Πανθεσσαλικό”.

Μου λένε “θες να τα δει η μάνα σου και να μη σε ξαναφήσει να πας ούτε μέχρι το ΟΑΚΑ”;

Τους λέω “δεν είμαι κανά παιδάκι, να φοβάμαι τη μάνα μου”.

Μου λένε “χαχαχα”.

Τους λέω “χαχαχα” και πράγματι αποφάσισα να μην το γράψω.

Όσο όμως περνούσε η ώρα, η ιδέα μέσα μου φούντωνε, η ανάγκη για εξομολόγηση με πλημμύριζε, το αρχέγονο πάθος για κράξιμο έπαιρνε σιγά σιγά τα ηνία του αδύναμου εαυτού μου.

Άκου, λοιπόν, ξένε, τι έχω να σου πω για εκείνη τη μέρα που ο Μπέος άνοιξε την μεγαλοπρεπέστατη αγκαλιά του και μας δέχτηκε στην πόλη Του.

Είχαμε ξεκινήσει από νωρίς (πολύ νωρίς βασικά) μαζί με τον Νίκο τον Ράπτη και τον Χρήστο τον Κωνσταντινίδη στο τιμόνι (δημοσιογράφο του Sportdog) για τον Βόλο, καθώς μέχρι τις 14.00 έπρεπε να ήμασταν στο γήπεδο για να πάρουμε τις διαπιστεύσεις.

Λέω “δεν με νοιάζει, δεν πα να ξεκινήσουμε και στις 7 το πρωί; Τι 07.00, τι 09.00; Ένα τέταρτο μετά στο αυτοκίνητο θα ροχαλίζω, όπως και να ‘χει”.

Τεσπά, η διαδρομή ήταν φανταστική, αχ Ελλάδα μου με τις ομορφιές σου, τέτοια βλέπουν οι ξένοι και μας ζηλεύουν, δεν πήρα χαμπάρι τίποτα, ξύπνησα με το που μπήκαμε στον Βόλο.

Κάνουμε ό, τι έπρεπε να κάνουμε στο γήπεδο για τα τυπικά και φεύγουμε ορεξάτοι να βολτάρουμε στην παραλία της πόλης.

Αεκατζής εγώ, όταν είδα παντού αεκατζήδες, χάρηκα. Αράξαμε να φάμε δίπλα στην παραλία μια ποικιλία από (τι άλλο; Στην παραλία ήμασταν, δίπλα στη θάλασσα, μας χτυπούσε το θαλασσινό αεράκι) κρεατικά και αρχίσαμε να νιώθουμε τα vibes των φιλάθλωνε.

Συνθήματα, κακό, χαμός, τραγούδια από όσους είχαν αράξει στις καφετερίες και στις ταβέρνες, γενικά μια pre-game ομορφιά. Σε ένα σημείο, μάλιστα, πέρασε και ένας τύπος με μπλούζα του ΠΑΟΚ και το πανικόβλητο βλέμμα του ηρέμησε από το γεγονός ότι ΟΥΤΕ ΕΝΑΣ ΑΕΚΑΤΖΗΣ δεν του είπε μισή κουβέντα. Και λέω “αυτά είναι, πολιτισμός, μπράβο μας, ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΕΝΑ ΚΑΛΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ, ΗΡΕΜΟ”.


Και πάμε τώρα στο γήπεδο.

Μπήκαμε λίγο πριν τις 16.00, όταν ακόμα ήταν μέσα οι φροντιστές, οι σεκιουριτάδες του ΠΑΟΚ και λογικά χιλιάδες πνεύματα του κακού στην αόρατη ακόμα μορφή τους, που περίμεναν να εξουσιάσουν όποιο σώμα θα έβρισκαν στη εξέδρα.

Και κάπου εκεί είχαμε το εξής αφελές ερώτημα:

(Να το γράψω ή να το κρατήσω για μένα; Ντρέπομαι ελεεινά. Τεσπά, θα το γράψω).

“Και τώρα πώς περνάει η ώρα; Τι θα κάνουμε μέχρι τις 20.30 που ξεκινάει το ματσάκι”;;;

Εκεί, λοιπόν, φαίνεται ότι ο Θεός των Ελλήνων, αυτός που έχει σηκώσει τόσες και τόσες φορές ψηλά τον αθλητισμό μας, μας άκουσε.

Τα πράγματα άρχισαν να χειροτερεύουν πολύ γρήγορα, σπάζοντας την ανία μας.

Απ’ τα πρώτα άσχημα είναι ότι τα δημοσιογραφικά καθίσματα όπου βρισκόμασταν άρχισαν να γεμίζουν με δημοσιογράφους. Τους έχετε δει από κοντά; Πρωτόγνωρη ασχήμια.

Και εκεί που λες τι χειρότερο μπορεί να συμβεί, σιγά σιγά άρχισαν να σκάνε και οι φίλαθλοι του ΠΑΟΚ, που σε αντίθεση με τους αεκτζήδες, δεν είχαν την τύχη να σταματήσουν μέσα στον Βόλο, αλλά σε κάποιο άκυρο σημείο και να περάσουν ώρες κάτω απ’ τον ήλιο.

Έφτασε και η ώρα των αεκτζήδων να μπούνε, αλλά για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, άρχισαν να πέφτουν έξω απ’ το γήπεδο τα δακρυγόνα βροχή, με τον αέρα να φέρνει μέσα στο γήπεδο τις δακρυγονούσες(;) ουσίες. Το κλάμα πήγε σύννεφο. Και ακόμα δεν είχαμε δει το οφσάηντ του Καλφόγλου.

Στη μία θύρα, λοιπόν, σ’ αυτήν στην παρακάτω photo, είχε μαζευτεί ό, τι καλύτερο είχε να επιδείξει ο φίλαθλος κόσμος. Χωρίς καμία αφορμή, μπούκαραν στον αγωνιστικό χώρο και άρχισαν να πετούν καθίσματα και ό, τι άλλο έβρισκαν σε μια μικρή διμοιρία ΜΑΤ, κάνοντας επίδειξη δύναμης. Αυτά όμως τα είδατε στην τηλεόραση, δεν χρειάζεστε εμένα να σας τα πει.

Το θέμα είναι αυτό το ξενέρωμα που σιγά σιγά άρχισε να γαργαλάει αυτό το μικρό σημείο πάνω απ’ το στομάχι, εκεί που πάει και στρογγυλοκάθεται συνήθως η στεναχώρια. Και εμένα και τον Ραπτάκο που καθόμασταν δίπλα δίπλα.

Στη συνέχεια και αφού αρκετοί αεκτζήδες ήταν μέσα στο γήπεδο πια, ανέβηκαν πρώτοι πάνω απ’ την πόρτα που οδηγούσε στην πεζογέφυρα, με αποτέλεσμα να βρεθούν πάνω απ’ τους φιλάθλους του ΠΑΟΚ. Και εκεί άρχισε το πανηγύρι. Τους πετούσαν φωτοβολίδες και άλλα διάφορα και απροσδιόριστα από ψηλά, κάνοντας και τα Παόκια μετά από λίγο να ανέβουν και να πέσει το ξύλο που χάρηκε όλη η Ελλάδα.

Εκεί, λοιπόν, το ξενέρωμα είχε βαρέσει κόκκινο. Και ο φόβος εννοείται. Και η αηδία. Και τα νεύρα με τους βλάκες που χαλάνε κάτι που δεν είναι ποτέ γιορτή σ’ αυτή τη χώρα, αλλά τουλάχιστον σου δίνει αφορμές για εποικοδομητικό χαβαλέ.

Σύντομα “λέγαμε άντε να ακυρωθεί το ματς να σηκωθούμε να φύγουμε”. Το ξύλο πρέπει να διήρκεσε μία με μιάμιση ώρα, τόσο πολύ ώστε να το συνηθίσεις σαν κάτι φυσιολογικό, σαν ένα ακόμη στοιχείο του background του γηπέδου, όπως ήταν για παράδειγμα το Πήλιο, που αχνοφαινόταν πίσω από τους ζουλού. Σταματήσαμε να το σχολιάζουμε, απλά το χαζεύαμε, όπως άλλα πράγματα, μία ωραία γυναίκα που ανέβαινε τα σκαλιά (μερακλής) ή το λάπτοπ του μπροστινού σου (ακόμα πιο μερακλής, αν πρόσεχες τι έβλεπε χωρίς φωνή).

Οι διπλανοί μου είχαν κατέβει από Θεσσαλονίκη και συζητούσαν για τα μέσα που εργάζονται, άλλος σηκώθηκε για νεράκι, εγώ εντόπισα από ψηλά τον θεό της Μαρμίτας, τον Κώστα τον Ραπτόπουλο και μια παλιά μου συμφοιτήτρια. Κατέβηκα κάτω να τη χαιρετίσω, είχαμε να τα πούμε 10 χρόνια σίγουρα, “πόσο άλλαξες”, “πόσο άλλαξα” κτλ, μάγκωσα και τον Ραπτό και βγάλαμε και μία σέλφι με τον κόσμο πίσω να πλακώνεται. Ειλικρινά. Με τον κόσμο πίσω να πλακώνεται, τόσο αδιάφορο σου φαινόταν μετά από μία ώρα ξύλου, δεν νιώθω ούτε μισή τύψη. Αυτοί είμαστε οι άνθρωποι, συνηθίζουμε και στα χειρότερα σκατά. Θα την ανέβαζα τη φωτό, αλλά δεν μου έχει πετύχει το μαλλί (σε αντίθεση με του Ραπτόπουλου).

Το ξυλίκι σταμάτησε όταν βαρέθηκαν να πλακώνονται οι ζουλού μεταξύ των, δεν τους σταμάτησε κανείς.

Όλοι ήμασταν σίγουροι ότι θα ακυρωθεί το παιχνίδι, αλλά ΟΧΙ.

Μαχαιρωμένοι στο νοσοκομείο;

Και τι έγινε;

Σπασμένα καθίσματα και φωτιές;

Και τι έγινε;

Θύρες που πια ανοιγόκλειναν για πλάκα και όποιος ζουλού ήθελε βρισκόταν στο γήπεδο;

Σιγά το πράμα μωρέ φλώρε, μπάλα είναι, να πας θέατρο, άμα δεν σ’ αρέσει.

Το κορυφαίο είναι ότι αριστερά στα δημοσιογραφικά ήταν παοκτζήδες και δεξιά αεκτζήδες. Κολλητά μας. Σε θύρες που νομίζαμε στην αρχή ότι θα ήταν άδειες (ποιος θέλει να κάτσει δίπλα σε δημοσιογράφους, έτσι κι αλλιώς;). Πουθενά ασφάλεια, κανένας αστυνομικός, κάτι σαν να ήμασταν εμείς το διαχωριστικό μεταξύ των φιλάθλων.

Τεσπά, δεν θέλω να πω όσα είδατε. Εκτός κι αν δεν είδατε τις γλάστρες να πέφτουν μπροστά από τα επίσημα κατά τη διάρκεια του ματς. Ε, τότε να σας τα πω.

Δεν κλείνω με ευχή να μη ξαναγίνουν αυτά. Είναι αστεία.

Κλείνω απλά απότομα, όπως μας γάμησαν τη μέρα οι ζουλού.