Έχεις νιώσει ποτέ άβολα βλέποντας μία παλιά ελληνική ταινία; Θα μου πεις βέβαια, πώς να σε κάνει να νιώσεις άβολα ο Χατζηχρήστος και ο ημίθεος ο Βέγγος – μαζί σου σ’ αυτό – αλλά θέλω να πω, έχεις ποτέ ξινίσει τα μούτρα σου παρακολουθώντας κάποιο ξεπερασμένο πια αστείο για μαύρους, για γκέι ή για κάποιον υπέρβαρο; Γιατί, ξέρεις, οι ελληνικές ταινίες των 60s ήταν γεμάτες απ’ αυτά, γεμάτες με αστεία που σήμερα θα τα χαρακτηρίζαμε αμέσως ρατσιστικά ή ομοφοβικά.

Αν πάντως δεν σε ενοχλεί το political incorrect humor, τότε μοιάζουμε αρκετά στη λογική που έχουμε για τη σάτιρα και μπράβο μας. Αλλά δεν μιλάμε για μας τώρα. Στόχος είναι να σταθούμε στο γεγονός αυτό καθ’ αυτό, στο γεγονός δηλαδή ότι δεκάδες από τα αστεία που βλέπουμε ξανά και ξανά στις ελληνικές ταινίες, οι σημερινοί ηθοποιοί δεν θα διανοούνταν ούτε καν να τα ξεστομίσουν. Και όχι μόνο οι ηθοποιοί, αλλά και οι παρουσιαστές και οι γραφιάδες του ίντερνετ και γενικότερα οποιοσδήποτε με δημόσιο λόγο.

Δες για παράδειγμα μερικά πράγματα που ήταν OK να κοροϊδέψεις στα 60s και σήμερα μοιάζει εξωφρενικό ακόμη και να τα “θίξεις”.

1. Στα 60s ήταν OK να κοροϊδεύεις τους μαύρους.
Ο Κώστας Βουτσάς ήταν ο καλοκάγαθος νίγκα με το μαλλί αφάνα που ξέβαφε, ο Μούτσιος ήταν ο Χουσεΐν που είχε φέρει στην Ελλάδα ο Λάμπρος Κωνσταντάρας στην ταινία ο “Άνθρωπος που γύρισε απ’ τη ζέστη”. Όταν μάλιστα σε κάποια σκηνή ο Χουσεϊν άρχισε να κλαίει, ο Κωνσταντάρας του λέει το γλυκύτατο “έλα ρε σκυλάραπα, μην κλαις”.

Διανοείται κανείς σήμερα ότι θα μπορούσες στην τηλεόραση ή στον κινηματογράφο να πεις σε έναν μαύρο κάτι τέτοιο;

Θυμήσου, επίσης τον Βέγγο στη σκηνή “αμάν ο Καζαμπούμπου” ή τον Ζαμπέτα στον “Ουρανοκατέβατο” του 1965 να τραγουδάει ο “αράπης ο μαύρος ο σκύλος ο μπλακ, Ταμ Ταμ Ταμ”… Ω ναι, στα 60s ήταν απολύτως φυσιολογικό να γελάς με όσους ήταν πιο μελαμψοί από σένα.

2. Ήταν φυσιολογικό να γελάς με τους γκέι
Ναι, είναι σκληρό αυτό, αλλά είναι μία αλήθεια. Έχουν γίνει μεγάλες συζητήσεις για το πώς οι γκέι εμφανίζονταν ως καρικατούρες στις ταινίες της εποχής και όχι μόνο στην Ελλάδα, οπότε ας μην πούμε άλλη μία φορά τα ίδια. Από Παράβα να κάνει τον Φίφη τον Αχτύπητο μέχρι τον γκέι ράφτη στην ταινία “Είναι ένας τρελλός…τρελλός Βέγγος”, που o Βέγγος τον αποκαλεί “Λιζ Τέιλορ”, τα υποτιμητικά αστεία για ομοφυλόφιλους ήταν εντελώς politically correct κάποτε και αποδεκτά. 

3. Ήταν φυσιολογικό να κοροϊδεύεις ανθρώπους με προβλήματα ομιλίας
Για όνομα του θεού, υπήρχε ρόλος κεκέ! Ειλικρινά, ΣΚΕΦΤΕΙΤΕ ΤΟ ΛΙΓΟ. Ο ηθοποιός Μάκης Δεμίρης εμφανιζόταν σε ταινίες για να κάνει τον κεκέ, να τον κοροϊδεύουν για το πρόβλημά του και πολλές φορές κιόλας να εκνευρίζονται κιόλας μαζί του.  

4. Ήταν λογικό να κοροϊδεύεις άτομα για το βάρος τους
Και δεν μιλάω για το κλασικό “Σούζυ τρως”, αλλά για ανθρώπους που προκαλούσαν γέλιο απ’ το αυτονόητο ότι θα απορριφθούν ερωτικά λόγω του βάρους τους, ότι θα χάσουν απ’ τη σύγκριση με την καλλονή που θα βάλει κάποιος απέναντί τους. Την κυρία στην παρακάτω εικόνα την είπαν “φώκια”, “σημαδούρα” και άλλα πολλά, που δύσκολα θα ακούγαμε σήμερα σε ελληνική ταινία.

Η λίστα θα μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ ακόμη, αν σκεφτούμε ότι σατίριζαν ανθρώπους για το ύψος τους, για σωματικές αναπηρίες (ακόμα και οι τυφλοί ως καρικατούρες εμφανίζονταν), αλλά νομίζω ότι το point μας έχει γίνει ήδη ξεκάθαρο. 

Και όλα αυτά με κάνουν να αναρωτιέμαι: εκείνη την εποχή οι άνθρωποι ήταν όντως ρατσιστές ή απλώς πιο ανεκτικοί στο χιούμορ; ‘Η μήπως τίποτα απ’ τα δύο; Μήπως πολύ απλά δεν πρέπει να κρίνουμε τα 60s φορώντας γυαλιά του 2016; Στην επιστήμη της Ιστορίας, αυτό το λάθος λέγεται “ιστορικισμός”, το να προσπαθείς δηλαδή να εξηγήσεις το χθες με τους κανόνες του σήμερα (και σόρυ για το κούνημα του δαχτύλου μου, δεν το ξανακάνω).

Το καταλάβαιναν τότε ότι πρόσβαλαν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες ή δεν το πρόσεχαν καν, δεν είχαν συναίσθηση του τι έκαναν;

Ήταν το χιούμορ ένα μέσο για την αποδοχή των διαφορετικών ή άλλος ένας τρόπος για να εξοβελιστούν στο περιθώριο της κοινωνίας;

Αν σκεφτούμε ότι η κοινωνία ήταν σαφώς πιο συντηρητική τότε, δεν πρέπει να πιστέψουμε ότι το κοινό απλώς έδειχνε ανοχή σε αυτά τα αστεία, όντας πιο ανοιχτόμυαλο από σήμερα, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Δεν καταλάβαινε καν τις περισσότερες φορές ότι αυτό που έβλεπε, αυτό που του προκαλούσε γέλιο ήταν ρατσιστικό. Αυτό απ’ τη μία αυτό είναι καλό, γιατί δείχνει ότι οι άνθρωποι δεν ήταν σκατόψυχοι, εφόσον δεν είχαν συνείδηση ότι έκαναν κάτι κακό, δεν τους είχε διδάξει ακόμη η κοινωνία, το σχολείο, η οικογένεια τη διαφορετικότητα και την ανοχή σ’ αυτήν. Απ’ την άλλη όμως, το να μην αναγνωρίζεις καν τη διαφορά μεταξύ ενός politically correct αστείου κι ενός μισογύνικου για παράδειγμα, δείχνει και πόσο δύσκολη πρέπει να ήταν και η καθημερινότητα πολλών ανθρώπων που γίνονταν στόχοι αυτών των σχολίων. 

Δεν θεωρώ ότι στις προθέσεις των συντελεστών ήταν να προσβάλλουν, το μόνο που ήθελαν ήταν να περάσουν πιο εύκολα το όποιο μήνυμά τους στον κόσμο και γι’ αυτό χρησιμοποιούσαν ως όχημά τους, ευρέως διαδεδομένα στερεότυπα. Άλλωστε μη ξεχνάμε ότι το μορφωτικό επίπεδο τότε ήταν πολύ χαμηλό και αυτός ήταν ένας σύντομος δρόμος για να το καταφέρουν. Οι ταινίες του ’60 ήταν απλώς προϊόντα της εποχής τους και ως τέτοια πρέπει να κρίνονται. Πήγαζαν μέσα απ’ την τότε κοινωνία, ήταν κομμάτι απ’ το σώμα της. Ας μην περιμένουμε σήμερα να τις κατανοήσουμε 100%.