Χθες το πρωί γύρισα με πλοίο από τη Χίο όπου είχα πάει να καμαρώσω το αδερφάκι μου γαμπρό. Η είσοδος στο λιμάνι του Πειραιά είναι μια άσχημη εμπειρία από μόνη της. Η αμέσως χειρότερη εμπειρία είναι η είσοδος σε ένα από τα ταξί που σε περιμένουν στην πιάτσα. Δεν ξέρω αν κουβαλάω το μαλακομαγνήτη με τον συγκεκριμένο επαγγελματικό κλάδο, αλλά όσες φορές επέλεξα τη λύση του ταξί αντί να πάω στο και να γυρίσω από το λιμάνι με το αμάξι μου, μια ξινίλα στην ψυχή η αλήθεια είναι πως μου έμεινε…
Το αυτό έγινε και χθες το πρωί… Η “Καλημέρα” που ανταλλάξαμε ήταν η μοναδική φυσιολογική μας στιχομυθία. Από εκεί και πέρα το χάος.
Καθότι οι δρόμοι ανοιχτοί, ο τύπος έτρεχε σαν τρελός, ενώ στα STOP που συναντούσαμε, πατούσε φρένο μόνο όταν “ακουμπούσε” η προέκταση του προφυλακτήρα στην νοητή ευθεία της πινακίδας. Όχι, δεν του είπα να μην τρέχει, γιατί προφανώς και είμαι μαλάκας. Όταν δε, πήρα χαμπάρι ότι το ταξίμετρο δεν έγραφε, επίσης δεν είπα τίποτα και τον λόγο αναζήτησέ τον στις μπολνταρισμένες λέξεις που προηγήθηκαν.
Με ρώτησε από που έρχομαι και αφότου πήρε την απάντηση που έψαχνε στην ερώτηση “είναι μαντρωμένοι αυτοί εκεί;” (σσ. εννοούσε πρόσφυγες και μετανάστες), ξεκίνησε να με “ζυγίζει” με ερωτήσεις του στυλ “λες να ανέβω από τον τάδε ή το δείνα δρόμο;” “μήπως να αποφεύγαμε να πάμε από Πέτρου Ράλλη και να ανεβαίναμε τη Θηβών;”. Είχε τους λόγους του: Κάθε ταξιτζής που δεν σέβεται τον εαυτό του, ποντάρει στο “ψάρεμα” ενός ανυποψίαστου πελάτη που δεν έχει ιδέα από την βέλτιστη και ταχύτερη διαδρομή. Εκεί είναι που θα τον… χτυπήσει ανελέητα, πηγαίνοντάς τον μέσω Λαμίας.
Είδε κι απόειδε, λοιπόν, ο τύπος που δεν μου ‘βγαζε κουβέντα, σταμάτησε να μιλάει και απλά συνέχισε να απολαμβάνει τη μετενσάρκωση του Ράικονεν. Έχοντας ψυλλιαστεί το ποιόν του, δεν είχα παρά να περιμένω για την τελική αναμέτρηση. Κι όταν έφτασε η στιγμή της, πήγε κάπως έτσι:
– Τι χρωστάω;
(ξεκινάει με πρόλογο)
– Κοίτα, από λιμάνι ως το Αιγάλεω, συν τις βαλίτσες, είσαι στα 16 ευρώ.
(για την ίδια διαδρομή οι γονείς μου πλήρωσαν την επόμενη μέρα 8,20 ευρώ, όσα δηλαδή έγραψε το ταξίμετρο. Απλώνω χέρι, του δίνω 10)
– Βολέψου με αυτά και πολλά είναι.
– Τι λες ρε φιλαράκι τώρα; Δώσε μου τουλάχιστον δύο ευρώ ακόμα.
– Μπορώ να μη σου δώσω ούτε τα 10 κι αν θες να φωνάξουμε την αστυνομία να μας λύσουν την παρεξήγηση.
– Πω ρε φίλε, τι μου κάνεις! Με σκοτώνεις!
(μπαίνει στο ταξί και φεύγει)
Καλά του έκανες!
Αυτήν την απάντηση μου έδωσαν τόσο ένας πολύ κοντινός μου άνθρωπος, ο οποίος τυγχάνει να είναι ιδιοκτήτης και οδηγός ταξί, όσο και ο Βασίλης Σιάσιος, ο υπεύθυνος Τύπου και Επικοινωνίας του Συνδικάτου Αυτοκινητιστών Ταξί Αττικής (ΣΑΤΑ), με τον οποίο επικοινώνησα για να επαληθεύσω αυτό που ήδη γνώριζα: Το γεγονός, δηλαδή, ότι η ανομία στο χώρο είναι δεδομένη και η ύπαρξη ελεγκτικών μηχανισμών πιο ελλιπής κι από τον αυγουστιάτικο Ολυμπιακό. “Κανονικά δεν θα έπρεπε να του δώσεις ούτε ευρώ. Του έπαιρνες τις πινακίδες, έκανες καταγγελία στην αστυνομία και συνέχιζες το δρόμο σου“, μου είπε ο πρώτος ο οποίος συμπλήρωσε πως “αν εξαιρέσεις το αεροδρόμιο στο οποίο οι έλεγχοι είναι συχνοί, σε άλλα βιτρινάτα σημεία όπως το λιμάνι του Πειραιά – όπου υποτίθεται ότι η πρόσβαση στην πιάτσα είναι ελεύθερη για κάθε επαγγελματία οδηγό, αλλά στην ουσία κουμάντο κάνουν εκείνοι που έχουν περισσότερα χρόνια κι άκρες στην… πιάτσα – γίνεται ο κακός χαμός.
Από την πλευρά του, ο κ. Σιάσιος, ένας ευγενικότατος συνομιλητής που τα στερεότυπά μου δεν με προετοίμασαν ότι θα συναντήσω στην άλλη άκρη της γραμμής, εστίασε κι αυτός στην έλλειψη ελέγχου. “Η θέση μας είναι δεδομένη: καμία ανοχή στην ανομία. Γι’ αυτό, άλλωστε, έχουμε θεσπίσει ως συνδικαλιστικός φορέας την τιμωρία στις υπερτιμολογήσεις με τριμηνιαία αφαίρεση ειδικής άδειας και πρόστιμο 300 ευρώ στον αυτοκινητιστή που υπέπεσε στο παράπτωμα. Από εκεί και πέρα, ο έλεγχος που ασκείται δεν είναι ο ενδεδειγμένος, καθώς η αστυνομία, η τροχαία και το λιμενικό δεν μπορούν να διαχειριστούν την εποπτεία των 25.000 ιδιοκτητών ταξί και επαγγελματιών οδηγών. Η πρότασή μας να συσταθούν μικτά κλιμάκια στα οποία θα συμμετέχει και ο ΣΑΤΑ, δεν έχει ακόμα τελεσφορήσει”.
Προτρέπει κι αυτός με τη σειρά του να μην αφήνει ο κόσμος φαινόμενα υπερτιμολόγησης ή μη παροχής απόδειξης να περνούν στο ντούκου. “Χωρίς δεύτερη σκέψη να κρατήσουν πινακίδες και να απευθυνθούν είτε στην αστυνομία, είτε να προβούν σε έγγραφη καταγγελία στο Πειθαρχικό Τμήμα του Υπουργείου Μεταφορών (σσ. μπορείτε να καλέσετε στο 2131600675, 618 και 622 για να σας κατευθύνουν).
Καλό θα είναι, πάντως, αν δεν έχεις ξεκάθαρη εικόνα για το κόστος μιας διαδρομής που θες να κάνεις, να ρίξεις πρώτα μια ματιά σε εργαλεία όπως αυτό, αυτό η αυτό για να μη βγεις από τα ρούχα σου την επόμενη φορά που θα την ακούσεις από κάποιον ανεκδιήγητο του κλάδου.
Κι όμως δεν φταίει ο ταξιτζής
Ξέρω που ζω, ξέρω πώς λειτουργεί το σύστημα, δεν ανακάλυψα την Αμερική μετά από αυτό το περιστατικό. Ούτε σκοπεύω να τσουβαλιάσω ολόκληρη επαγγελματική ομάδα μέσα από το κείμενο. Αυτό είναι αυτονόητο. Το ίδιο αυτονόητη και η πραγματικότητα γύρω μας: η φοροδιαφυγή (και η φοροαποφυγή) είναι ένα χρόνιο κεκτημένο που διατρέχει οριζόντια την κοινωνία. Από τον πλανόδιο καστανά και τον ηλεκτρολόγο, μέχρι τον μεγαλοδικηγόρο, τον μεγαλοεργολάβο και τον καναλάρχη, το απόστημα φαντάζει ως αναπόσπαστο τμήμα ενός στόματος που έχει καλομάθει στη μασαμπούκα.
Και από την άλλη, έχεις ένα αστειούλικο κράτος το στόμα του οποίου το μόνο που γνωρίζει να κάνει καλά είναι να βροντοφωνάζει την ανεπάρκειά του, χτίζοντας με τους πολίτες μια σχέση που υπολείπεται του βασικού στοιχείου για την εμπέδωση του αισθήματος κοινωνικής δικαιοσύνης: αυτό της εμπιστοσύνης. “Σιγά μη στα δηλώσω και σε κάνω συνέταιρό μου;” δηλώνουν οι μεν, “θα σε ταράξω στην ανορθολογική φορολόγηση γιατί δεν ξέρω τι πάει να πει Λογική“, απαντάει το δε. Και η δημοσιονομική μαύρη τρύπα διαιωνίζεται και διογκώνεται, τόσο από τα ταξίμετρα που δεν γράφουν και τις αποδείξεις που δεν κόβονται, όσο κι από την ύπαρξη πολιτικών διαχειριστών που δεν ξέρουν πού πάνε τα τέσσερα.
Γράφω ό,τι γράφω, περισσότερο για να προβληματιστώ κι εγώ ο ίδιος, που έχω πείσει τον εγκέφαλό μου ότι το να ζητάς απόδειξη για ένα προϊόν ή μια υπηρεσία που έχεις πληρώσει, είναι παράταιρο στην εποχή μας. Θες η ντροπή, η οποία έχει προκύψει από τις πρακτικές των προηγούμενων γενεών; Θες η κατεστημένη αντίληψη που προτάσσει το “έλα μωρέ, κρίμα είναι κι αυτός που τον δαγκώνει η εφορία, ας μη του ζητήσω απόδειξη να γλιτώσω κι εγώ κανένα ευρόπουλο”;
Τι τα θες…
Περισσότερο κλίνω προς το απονευρωμένο αισθητήριο κοινωνικής αλληλεγγύης που μας δέρνει. Εκείνο που φέρνει έναν ταξιτζή, όχι απλά στο σημείο να φοροδιαφεύγει χτυπώντας έτσι το μη φερέγγυο κράτος, αλλά και να επιχειρεί να δαγκώσει οικονομικά κάποιον συμπολίτη του οποίου τα ευρώ ενδεχομένως να είναι μετρημένα και ως εκ τούτου υπερπολύτιμα. Τα δικά μου χτες, τα δικά σου σήμερα, μέχρι που κάποιος θα του τα πάρει με εξίσου δόλιο τρόπο αύριο.
Και η ζωή στη Δανιμαρκία θα συνεχιστεί… Το ίδιο βρώμικη, το ίδιο ατομικιστική.