Ήμουν πάντα λάτρης της σάτιρας. Θυμάμαι πιτσιρίκι να βουτάω από τη συλλογή του πατέρα μου τις κασέτες του Χάρι Κλυν και να χτυπιέμαι από τα γέλια (συνήθως χωρίς να καταλαβαίνω ούτε τα μισά), αργότερα γελούσα πολύ με τον Μητσικώστα και τον Ζαραλίκο και πλέον με το ίντερνετ ανακαλύπτω όλο και περισσότερα νέα φιντάνια τόσο ελληνικά όσο και ξένα, που κάνουν καλά τη δουλειά. Ωστόσο κάθε φορά υπάρχει ένα πρόβλημα. Πώς αντιμετωπίζεις τη σάτιρα που ασχολείται με κάτι που αγαπάς;
Μπορώ να θυμηθώ δεκάδες φορές που κάποιος έθιξε ή κορόιδεψε κάτι που αγαπώ, κάτι που μου αρέσει ή κάτι που απλά συμπαθώ. Άλλες φορές εκνευρίστηκα, κάποιες άλλες έριξα μπινελίκια και αρκετές γέλασα. Αυτό όμως δεν σημαίνει σε καμια περίπτωση ότι ήθελα να εξαφανίσω τη σάτιρα επειδή διαφωνούσα. Θεωρώ πως η σάτιρα πρέπει να είναι όχι απλά χωρίς όρια, αλλά και χωρίς οίκτο. Θα ένιωθα πολύ καλά σε έναν κόσμο όπου θα μπορούσε να σατιριστεί το ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ χωρίς να υπάρχει κανενός είδους ηθικό ζήτημα, ακόμη κι αν αυτό το “οτιδήποτε” ήταν κομμάτι του εαυτού μου. Σε έναν τέλειο κόσμο, η σάτιρα θα ήταν το πιο πειστικό δείγμα για να αποδείξει κάποιος την εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας σε μια κοινωνία.
Δυστυχώς στη χώρα μας η σάτιρα δεν εκτιμάται ιδιαίτερα ή μάλλον εκτιμάται μόνο όταν δεν μας θίγει. Έχουμε παρακολουθήσει με τρομερό ενδιαφέρον την ιστορία του “Γέροντα Παστίτσιου” να γίνεται κεντρικό θέμα συζήτησης σε μία χώρα που κάποιοι πολιτικοί ουσιαστικά έβαλαν πλάτη για να κατεβεί η συγκεκριμένη σελίδα από το facebook. Οι ίδιοι ταξίδευαν στη Γαλλία για να διαδηλώσουν (!) υπέρ της ελευθεροτυπίας κοτσάροντας το #JeSuisCharlie σε κάθε τους δημόσια εμφάνιση. Που αν το συγκεκριμένο περιοδικό έβγαινε στα ελληνικά, δεν θα κυκλοφορούσε καν δεύτερο τεύχος γιατί όλοι του οι συντάκτες θα είχαν μπει στη φυλακή.
Η ιστορία της σάτιρας στην Ελλάδα έχει δείξει ότι αυτοί που είναι πιο ανεκτικοί συνήθως διακατέχονται από πιο προοδευτικές ιδέες αφού οι μεγαλύτεροι σατιρικοί καλλιτέχνες δήλωναν ή άφηναν να εννοηθεί ότι ανήκουν στον χώρο της αριστεράς. Τον τελευταίο καιρό με τον ΣΥΡΙΖΑ που επαναπροσδιόρισε (για να μην πω ξεφτίλισε) την έννοια της αριστεράς, η σάτιρα ως οφείλει, κατακρεουργεί την αριστερά (ή την “αριστερά”) και με το δίκιο της.
Και κάπου εδώ αρχίζει το θέατρο του παραλόγου. Γιατί όλοι εκείνοι που έσκιζαν τα σώβρακά τους για την ελευθερία του λόγου με πρόσχημα την προοδευτικότητά τους, επιτίθενται (πολλές φορές χυδαία) σε έναν από τους κορυφαίους σατιρικούς καλλιτεχνές της χώρας (για μένα τον κορυφαίο), τον Αρκά. Γιατί; Για κάτι τέτοια σκίτσα…
Η αλήθεια είναι ότι ο Αρκάς δε μας είχε συνηθίσει σε καθαρά πολιτικά σχόλια, αλλά τώρα με την τεράστια ανάπτυξη των social media που απαιτεί ταχύτητα αλλά και το χάος που επικρατεί στην πολιτική σκηνή, φαίνεται πως ήταν η κατάλληλη στιγμή για να το κάνει. Όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης εμφανίστηκε δύο φορές στο βήμα της Βουλής επικαλούμενος φράσεις ή σκίτσα του, όλος ο μηχανισμός υποστήριξης του ΣΥΡΙΖΑ εξαπέλυσε μια άθλια επίθεση εναντίον. Είναι άθλια όχι επειδή τη δέχτηκε ένας καλλιτέχνης που εκτιμώ, αλλά επειδή γίνεται στη λογική του τυφλού οπαδισμού απλά και μόνο επειδή κάποιος καταφέρθηκε εναντίον μια συγκεκριμένης πολιτικής. Δεν θα μου έκανε καμία εντύπωση αν συνέβαινε το ίδιο σε περίπτωση που ο Αρκάς κορόιδευε μία ποδοσφαιρική ομάδα. Ακριβώς γιατί οι οπαδοί λειτουργούν με βάση τον φανατισμό τους και όχι με τη λογική.
Αν είσαι οπαδός (ομάδας, θρησκείας, κόμματος) δύσκολα μπορείς να αντέξεις τη σάτιρα. Αν όμως η σάτιρα καταφέρεται μόνο εναντίον όποιου μας βολεύει, παύει να είναι τέχνη και γίνεται αυτόματα προπαγάνδα. Άνοιξε την τηλεόρασή σου, προσπάθησε να παρακολουθήσεις σατιρική εκπομπή και θα καταλάβεις τι εννοώ.
Όχι, ο Αρκάς δεν έγινε φερέφωνο. Απλά δεν μπορείς να αντέξεις την πραγματική σάτιρα.