Μου είναι αρκετά δύσκολο να γράψω κριτικές για μυθιστορήματα συγγραφέων που έχω γνωρίσει προσωπικά. Πολύ περισσότερο αν η γνωριμία μου μαζί τους κατέληξε σε μεγάλο θαυμασμό από μέρους μου, τόσο συγγραφικά όσο και ανθρώπινα. Οπότε, για να προσπαθήσω να κρατήσω ισορροπίες εντοπίζω πρώτα τα αρνητικά στοιχεία, (κι αν δεν τα βρω, τα επινοώ) για να νιώθω καλά με τον εαυτό μου.

Αυτή η περίπτωση έχει να κάνει με ένα από τα καλύτερα ελληνικά βιβλία της προηγούμενης χρονιάς. Το «Ουρανός Κάτω» του Διονύση Μαρίνου. Προσωπική μου άποψη είναι πως μαζί με το «Μάρτυς μου ο θεός» του Μάκη Τσίτα είναι  οι δύο πιο εύστοχες λογοτεχνικές ερμηνείες και περιγραφές  (από διαφορετική σκοπιά) της ελληνικής, και όχι μόνο, κρίσης.

Η υπόθεση έχει να κάνει με τον Ιωσήφ Σαρογιάν, ένα «παιδί» του χρηματιστηρίου που έχει όλες τις ανέσεις που του προσφέρει ο κόσμος που τον διαμόρφωσε. Λεφτά, οικογένεια, επιρροή, ακριβό σπίτι και αυτοκίνητο, δόξα και θέση με μεγάλο κύρος στον «Οφθαλμό», την εταιρία που εργάζεται.

Και κάπου εκεί αρχίζει η εξιστόρηση. Γιατί όλα αυτά θα τα καταλάβουμε αργότερα, καθώς μια μεγάλη έκρηξη είναι το σημείο αναφοράς στις πρώτες σελίδες. Έκρηξη στον «Οφθαλμό» και στη συνείδηση του Ιωσήφ Σαρογιάν.

Από εκεί, ο Μαρίνος μας οδηγεί σε ένα οδοιπορικό στους δρόμους της πόλης που έχει δημιουργήσει για τον ήρωά του. Μια πόλη που θα μπορούσε να είναι ένα οποιοδήποτε αστικό κέντρο του καπιταλιστικού κόσμου, αλλά υποσυνείδητα μας ψιθυρίζει να θυμηθούμε αν έχουμε βρεθεί σε αυτήν. Και μάλλον κάπου την έχουμε δει. Είναι η Αθήνα, είναι η Θεσσαλονίκη, είναι το Μιλάνο, το Μανχάταν ή οποιαδήποτε άλλη μας έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον.

Η αφήγηση εναλλάσσεται διαρκώς και μας περιγράφει από διαφορετική ματιά κάθε φορά τον νέο κόσμο του Σαρογιάν.  Ένα νουάρ μυθιστόρημα που αν έπεφτε στα χέρια των Αδελφών Κοέν, ή του παλιού καλού Ταραντίνο, ίσως να ήταν η πρώτη νουάρ ταινία για την οικονομική κρίση των τελευταίων ετών.

Το «Ουρανός Κάτω» βρίθει περιγραφών, αλλά όχι εκείνων που απλά προσπερνάς για να δεις τι γίνεται παρακάτω. Είναι οι περιγραφές που ξαναδιαβάζεις και καταλαβαίνεις ότι σου δημιουργούν διαφορετική εικόνα κάθε φορά και αυτή είναι μια από τις επιτυχίες του βιβλίου. Η άλλη είναι η μεγάλη αίσθηση οικειότητας. Για τον ήρωα, για τις σκέψεις του, για το περιβάλλον, για την πόλη που διαδραματίζεται η ιστορία. Κάπου τα έχεις δει αυτά, κάπου τα έχεις νιώσει. Είναι τόσο κοντά και ταυτόχρονα τόσο μακριά. Όσο πρέπει για να σε ιντριγκάρουν.

Η λυρική αφήγηση του Μαρίνου, έχει τη μουσικότητα της ποίησης καθώς αυτούσια κομμάτια της θα μπορούσαν κάλλιστα να σταθούν ως ποιήματα σε κάποια συλλογή, ίσως με κάποια στοιχεία υπερβολής (έπρεπε να βρω κι ένα αρνητικό στοιχείο, ας πούμε ότι βρήκα αυτό). Βέβαια ο συγγραφέας έχει καταπιαστεί και με την ποίηση οπότε οι συνειρμοί είναι αναπόφευκτοι.

Το μυθιστόρημα έχει και πολιτική χροιά. Είναι μεν ξεκάθαρη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν κυριαρχεί, και απολύτως λογικά, γιατί σε μια τέτοια περίπτωση θα άλλαζε άρδην το νόημα της ιστορίας.

Δεν είμαι κριτικός. Ίσως να μη γίνω ποτέ. Αλλά αν ήμουν, τέτοια βιβλία θα ήταν που θα προσπαθούσα να μην αποθεώσω εμφανώς. Και μάλλον δε θα τα κατάφερνα.
 

ΥΓ: Μου θύμισε πολύ το τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου για τον Πεσσόα, «Rua da Bella Vista»  που αναφέρεται στον ποιητή ως ένα «αγρίμι που κρύβεται σε σώμα λογιστή». Αυτός είναι ο Ιωσήφ Σαρογιάν. Ένα αγρίμι που κρύβεται σε σώμα λογιστή μέχρι που το αγρίμι βγαίνει στην επιφάνεια και νικά κατά κράτος τον καθωσπρεπισμό που το καταπιέζει.