Τρόμος είναι το πρωινό της Δευτέρας. Ναι, είναι. Τρόμος μπορεί να είναι το πρώτο δευτερόλεπτο του σεισμού. Σίγουρα είναι.  Τρόμος είναι και η δίμετρη κατσαρίδα που κάνει ντου στο δωμάτιό σου. Αδιαμφισβήτητα είναι.

ΟΜΩΣ!

Απόλυτος τρόμος, είναι το βλέμμα της κοπέλας σου στην παρθενική της μπουκιά σε εστιατόριο σούσι. Το καταθλιπτικό εκείνο βλέμμα που σου τρυπάει τη ψυχή και βροντοφωνάζει με τον τρόπο του:«Μου υποσχέθηκες ότι θα είναι ωραία! Γιατί ξηγιέσαι έτσι μετά από 3,5 χρόνια σχέσης;».
 

 

[Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή…]

Η βραδιά όφειλε να είναι κοιλιόδουλη. Μετά από 2 ακόμη 8ωρα στη δουλειά και χωρίς να έχουμε βάλει τίποτα στο στόμα μας, συναντηθήκαμε στο Μοναστηράκι κι ανηφορίσαμε την Ερμού. Δεξιά στην οδό Νίκης, stop στον αριθμό 15. Εκεί όπου βρίσκεται από τον περασμένο Απρίλη το Koi Sushi Bar, ένα εστιατόριο-ταχυφαγείο που ήρθε, έδεσε κι αγαπήθηκε στο μπαμ από τους Αθηναίους. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως συνήθως πέφτεις πάνω σε ουρά όταν περνάς έξω από το (όχι και τόσο ευρύχωρο, αλλά 50-60 άτομα τα χωράει είναι η αλήθεια) μαγαζί.

Εμείς, πάντως, με το που μπήκαμε μια χαρά βολευτήκαμε σε ένα από τα 5-6 σταντ που βρίσκονται στο εσωτερικό. Οι πιο τυχεροί είχαν αγκυροβολήσει ήδη περιμετρικά της κουζίνας από όπου μπορούσαν να παίρνουν μάτι τους μάγειρες. Γρήγορα γέμισαν και τα έξω τραπεζάκια παρά το γεγονός ότι ο καιρός δεν ευνοούσε. Όταν φύγαμε, εκεί λίγο μετά τις 9, υπήρχαν τουλάχιστον 10 άτομα που περίμεναν να αδειάσει τραπέζι, κανείς εκ των οποίων δεν κατάλαβε τι στο διάολο προσπαθούσε να τους μεταφέρει η Λώρα όταν τους κουνούσε το κεφάλι προς τα πάνω, με τα μάτια της ορθάνοιχτα.

Πέρα από την πλάκα και παραμερίζοντας το γευστικό σοκ του αμόρε, το μινιμαλιστικό –από άποψη διακόσμησης αλλά και ευρύτητας μενού- “ιαπωνέζικο φαστφουντάδικο” του Συντάγματος, μια χαρά τίμιο ήταν. Τουλάχιστον για κάποιους σαν κι εμάς που θέλουν να έρθουν σε μια πρώτη επαφή με τις συγκεκριμένες γεύσεις. Μπαίνεις, δοκιμάζεις, πληρώνεις λίγα (δύσκολα θα δώσεις πάνω από 10-15 ευρώ το άτομο), φεύγεις. Αν σου αρέσει πολύ, ξαναπάς. Αν σου αρέσει απλά, αλλά θες να το ψάξεις περισσότερο και να ανέβεις γευστικό επίπεδο, υπάρχουν στην Αθήνα πάμπολλα εστιατόρια του είδους όπου πληρώνοντας το ανάλογο αντίτιμο κάνεις και το “άλμα” σου.

 

 

Το τίμιο μενού μας, περιελάμβανε τα εξής:

  • Spicy salmon (ρολό σολομού με καυτερή σως)
  • Shrimp roll (ρολό με εξωτερική επικάλυψη ρυζιού και γέμιση γαρίδα, αγγούρι και αβοκάντο)
  • Dragon roll (ρολό με γέμιση αγγούρι, αβοκάντο κι από πάνω φιλετάκια με καπνιστό χέλι)
  • Tataki (φιλετάκια τόνου ελαφρώς ψημένα με σως wasabi)
     

Και για να είμαστε δίκαιοι, το φοβισμένο της βλέμμα μετά από την πρώτη μπουκιά από το φιλετάκι, «ίσιωσε» όταν δοκίμασε το σολομό με τη φοβερή σάλτσα. Πηγαίνοντας κόντρα στις προβλέψεις της σερβιτόρας –για την οποία είμαι σίγουρος πως στοιχημάτιζε στην κουζίνα με τον μάγειρα για το πότε θα αρχίσουμε να τρέχουμε-  είχαμε εξαφανίσει οτιδήποτε υπήρχε μπροστά μας μέσα σε ένα μισάωρο. Ίσως να βοήθησε και το γεγονός ότι η Λώρα άρχισε να βρίσκει το know-how με τα ξυλάκια και η όλη ιεροτελεστία απέσπασε την προσοχή της από το σοκ της πρώτης επάφης με τις μη γνώριμες ασιάτικες γεύσεις.

Αφού πλήρωσα ένα εξίσου τίμιο -για την ποσότητα-  αντίτιμο, ζήτησα από τον σερβιτόρο να μου βγάλει εκείνος μια φωτογραφία από την κουζίνα για να μην ενοχλώ τους ανθρώπους που εργάζονταν. «Φίλε μου, μήπως θα σου ήταν εύκολο να βγάλεις μια φωτογραφία τα παιδιά στην κουζίνα; Μην πάω εγώ και γίνω spa so pou lis», του είπα κάνοντας και χρήση των λίγων ιαπωνέζικων που γνωρίζως ως γνήσιος ποζεράς. Το ευγενέστατο παλικαράκι ανταποκρίθηκε κι αφού βάλαμε τα παλτά μας, κοιταχτήκαμε συνωμοτικά με τη Λώρα και φύγαμε…

Και η μίνι αυτή συνομωσία, μας οδήγησε αυτόματα και μέσα από μια διαγώνια βόλτα στο ιστορικό Κέντρο, στην περιοχή της πλατείας Κουμουνδούρου. Στα κεντρικά του ΣΥΡΙΖΑ , επικρατούσε πλήρης ησυχία. Στη γνωστή, όμως, παρυφή της πλατείας επικρατούσε η συνηθισμένη βαβούρα. Εκεί, στο τιμιότερο μαγαζί της Αθήνας, στο θρυλικό μπριζολάδικο του κυρίου Τέλη, με τις απολαυστικότερες και πλέον χορταστικές μερίδες, στις οποίες (οφείλει να) σκύβει ευλαβικά το κεφάλι κάθε κρεατοφάγος που τιμά τον αυτό του και την πίστη του στο δόγμα «φαγητό χωρίς κρέας, σούσι χωρίς ψάρι».


 

Γιατί, όπως και να το κάνουμε… Μπορεί το σούσι να αποτελεί για κάποιους την απόλυτη γαστρονομική εμπειρία, αλλά (αν το στομάχι είναι άδειο) τα μπριζολάκια του Τέλη μετά το σούσι αποτελούν αδιαμφισβήτητα την απόλυτη λύτρωση. Φωτιά στα κάρβουνα, κυρ Τέλη μας!