Εκδρομή με το δημοτικό στα Καλάβρυτα. Κάποιος δάσκαλος κατά την ξενάγηση, ξεστομίζει το σκιαχτικό “να ο Οδοντωτός,παιδιά!”. Δεν ήθελε και πολύ το μυαλό ενός πιτσιρικά να παρεξηγήσει τα πράγματα. “Οδοντωτός—>Δόντι—>Οδοντίατρος”, σκέφτηκα. Και κάπως έτσι, η όλη φάση έμεινε στο μυαλό μου ως κάτι το αρνητικό. Άκου εκεί “Οδοντωτός”.

Χρόνια αργότερα, βέβαια, έμαθα ότι ο Οδοντωτός δεν αφορά σε απονευρώσεις αλλά σε ένα μηχανισμό που χρησιμοποιείται εδώ και 119 χρόνια στη σιδηροδρομική γραμμή που ενώνει το Διακοφτό με τα Καλάβρυτα προκειμένου τα τρένα να μπορούν να “βγάζουν” το ανηφορικό τμήμα της διαδρομής. Μιας διαδρομής που διαρκεί πάνω-κάτω μία ώρα και διαπερνάει το καταπράσινο φαράγγι με τον ομώνυμο ποταμό, το Βουραϊκό. Η πλέον θεαματική σιδηροδρομική εμπειρία στα Βαλκάνια και μία από τις ομορφότερες στην Ευρώπη.

Αφού, λοιπόν, έλυσα μέσα μου την παρεξήγηση, ήταν λογικό να θέλω να το ζήσω. Και η ευκαιρία… ξεφύτρωσε πριν από κανά δεκαήμερο. Είχα ανέβει με το παρεάκι μου σε ένα χωριό λίγο έξω από τα Καλάβρυτα, στο ξακουστό Καλιφώνιο (δεν το ξέρει κανείς, απλά ήθελα να τιμήσω το φίλο μου τον Γιάννη που κατάγεται από εκεί. Ο οποίος Γιάννης, μεγάλος τεμπελχανάς καθώς είναι, δεν ήθελε με τίποτα να κάνουμε το ταξιδάκι με τον Οδοντωτό γιατί βαριόταν. Αλλά επειδή ο Γιάννης πάντα βαριέται κι επειδή έχει μόνιμα στιγματιστεί από τη δεύτερη φωτογραφία αυτού εδώ του άρθρου, δεν του πέφτει λόγο. Ποτέ και πουθενά. Οπότε δεν τον ακούσαμε και πήγαμε.) Πρωί-πρωί, που λέτε, κατεβαίνουμε Καλάβρυτα, πανέτοιμοι για το τριπάκι εκείνο που επιλέγεται κάθε χρόνο από χιλιάδες έλληνες και ξένους τουρίστες που καταφθάνουν στην πλαγιά του Χέλμου για να ζήσουν την όμορφη εμπειρία.

Οι κατάρες του Γιάννη για το πρωινό μας ξύπνημα, έπιασαν τόπο και το σκηνικό που στήθηκε ως backround του ταξιδιού δεν ήταν το ιδανικό. Βροχή, βροχή, βροχή… Ήλιος ούτε για αστείο. Ούτε καν ήλιος με δόντια. Ε και; Είχαμε μπροστά μας τον Οδοντωτό!

Μετά από αυτήν την άκρως αποτυχημένη απόπειρα να παίξω με τις λέξεις Συνεχίζω ακάθεκτος στην περιγραφή του ιδιαίτερου αυτού ενδοαχαϊκού ταξιδιού. Μια περιγραφή που συνοδεύεται, βέβαια, από ένα μοναδικό και μαγικό φωτογραφικό υλικό, τραβηγμένο από την αφεντιά μου. Φωτογραφικό υλικό που ΑΝ δεν έβρεχε και ΑΝ δεν ρύθμιζα κατά λάθος να φαίνεται η ημερομηνία και η ώρα σε κάθε μία από αυτές, θα ήταν ακόμη πιο μοναδικό, ακόμη πιο μαγικό και λιγότερο εκνευριστικό.

Ξεκινήσαμε, φίλοι μου, από εδώ. Από το σιδηροδρομικό σταθμό Καλαβρύτων.

Πληροφοριακά, αν τύχει και περάσεις σήμερα από εκεί και ρίξεις ένα βλέφαρο, θα δεις μέσα να ξαποσταίνουν 152 ευρώ. Αυτά είναι τα δικά μας “φυλακισμένα” ευρώπουλα, τα ευρώ της παρέας, τα ευρώ που μας καβάτζωσε ένα -ευγενέστατο κατά τα άλλα- παλικάρι που ήταν στο ταμείο. 152 ευρώ, το οποίο προκύπτει από τον απλό πολλαπλασιασμό: 8 (άτομα) Χ 19 (τόσο έκανε το εισιτήριο για τη διαδρομή Καλάβρυτα-Διακοφτό-Καλάβρυτα). “Με άλλα τόσα, πηγαίναμε Μιλάνο αεροπορικώς”, είπε χαιρέκακα ο Γιάννης τρίβοντας τα χέρια του καθώς μας έβλεπε να “σκαλώνουμε” από την τσιμπημένη τιμή του εισιτηρίου. Κόψαμε τα παράπονα για να μην παίρνει θάρρος, τον αγνοήσαμε, αγοράσαμε τα εισιτήρια, μπήκαμε στο γεμάτο από κόσμο τρένο και ξεκινήσαμε. Αλήθεια, όμως: 19 ευρώ ρε μπάρμπα;

Ωστόσο, μετά από κανά δεκάλεπτο στις οδοντωτές ράγες, τα ευρώ αρχίζουν να κάνουν απόσβεση καθώς αντικρύζουμε ομορφιές όπως αυτή:

Κι αυτή:

Ή αυτή:

Και βεβαίως, αυτή. (Τι εννοείς “καλά ρε μεγάλε! Πώς την έβγαλες;”)

Ο Βουραϊκός, χαρά στο κουράγιο του, δεν μας έχασε στιγμή από τα μάτια του. Πότε από τα αριστερά μας, πότε από τα δεξιά μας, πότε συνοδευόμενος από καταρράκτες, πότε από σταλακτίκες, σπηλιές, κατακόρυφες πλαγιές και γεφύρια… Πάντα εκεί, μέχρι (σχεδόν) το τέρμα.

Μετά από περίπου 30 λεπτά, η ρομαντική και ευγενής ψυχή της παρέας, είχε ήδη ενθουσιαστεί και με το παραπάνω. Όπως φαίνεται άλλωστε και στη φωτογραφία που ακολουθεί, εκδήλωσε τον ενθουσιασμό της αυτό, έντονα και παραστατικά. Κυρίες και κύριοι, από εδώ η Μάγδα.

Η οποία Μάγδα -για να τα λέμε κι όλα- μου φώναζε κανά πεντάλεπτο: “Ντίνο, Ντίνο βγάλε και από την πλευρά του οδηγού”, χωρίς να πτοείται όταν της απαντούσα ότι “ρε συ Μάγδα, το τζάμι είναι θολό, δεν θα βγουν καλές!”. Η φωτογραφία που ακολουθεί, λοιπόν, αφιερώνεται στις διάφορες “Μάγδες” ανά τον κόσμο. Σε όλες εκείνες κι εκείνους που αδίσταχτα κι απρόκλητα πρήζουν τα π@π@ρι@ του κακομοίρη που κάνει το λάθος να κουβαλάει στην εκδρομή της παρέας φωτογραφική μηχανή.

Γενικά, πάντως, το κλίμα που επικρατούσε ήταν χαρούμενο κι αν εξαιρέσουμε την αναμενόμενη περίπτωση του Γιάννη που τον πήρε ο ύπνος για μεγάλο μέρος της διαδρομής, όλοι οι υπόλοιποι χαζεύαμε δεξιά κι αριστερά, σχολιάζαμε, φωτογραφίζαμε, δείχναμε… Γενικά, το ζούσαμε.

Ώσπου σε κάποια φάση, ίσα-ίσα που πρόλαβα να διακρίνω δύο πεζούς να περπατούν κατά μήκος της γραμμής. “Δεν είμαστε καλά, ρε! Πού πάνε μέσα στη βροχή; Ηλίθιοι είναι;”, ακούω τη μίζερη παρατήρηση ενός (προφανώς) μίζερου τύπου.

Γυρνάω να κοιτάξω τον Γιάννη, όντας βέβαιος πως αυτός ήταν που σχολίασε τους δύο πεζοπόρους. Έλα, όμως, που ο Γιάννης κοιμόταν. Ακόμα. Η μιζεροπαρατήρηση, παραδόξως, ακούστηκε από έναν άλλο επιβάτη. Τέλος πάντων, γκούγκλαρα κι έμαθα πως παράλληλα με τον Οδοντωτό μπορεί να δοκιμάσει κάποιος να κάνει πεζοπορία, καθώς η διαδρομή έχει σηματοδοτηθεί με σύμβολα του Ευρωπαϊκού Μονοπατιού Ε4 που χρησιμοποιείται από πεζοπόρους Έλληνες και ξένους. Η διαδρομή για το κατέβασμα απαιτεί περίπου 6 ώρες και για το ανέβασμα περίπου 7 με 8 ώρες. Επομένως, εκτός από τον τύπο που έκραξε τους ηλίθιους… πεζοπόρους, όσοι άλλοι πιστοί, μπορείτε να προσέλθετε.

Με αυτά και με αυτά -κι ενώ ο Γιάννης έχει ξυπνήσει στο μεσοδιάστημα από έναν εφιάλτη στον οποίο έβλεπε πως ο Οδοντωτός έκανε τέρμα στο Μινσκ- φτάσαμε στο…

“Μου αρέσει που όταν σε ρώτησα αν λέγεται Διακοφτό ή Διακοπτό μου είπες με σιγουριά ότι λέγεται Διακοφτό…”, ήταν το πρώτο πράγμα που ξεστόμισε η Λώρα με το που κατεβήκαμε από το τρένο. Κατάπια τη γλώσσα μου. Τα στοιχεία ήταν συντριπτικά υπέρ της και (δυστυχώς για μένα) κρέμονταν ακριβώς πάνω από το κεφάλι μας.

Τι κάναμε στο Διακοφτό Διακοπτό; Καθώς μας πίεζε ο χρόνος, κατεβήκαμε στο μπαμ μέχρι το λιμανάκι-παραλία, βγάλαμε τις φωτογραφίες μας (με soundtrack λούπα από Μάγδα “βγάλε κι αυτό, βγάλε κι αυτό”), γυρίσαμε στο σταθμό, χαζέψαμε το βαγόνι-έκθεμα του ορίτζιναλ Οδοντωτού, μπήκαμε στο τρένο του γυρισμού και… πάπαλα.



Επιστροφή. Άπαντες ευχαριστημένοι. Ακόμη και ο Γιάννης, ο μοναδικός που το ταξίδι αυτό του φάνηκε αγγαρεία, χαμογελούσε. Σαν το συνονόματό του με το ένα “ν”, ένα πράγμα. Αλλά χωρίς το χρυσό το δόντι.