Βρήκα τον Άρη Τερζόπουλο να ξεφυλλίζει το τελευταίο τεύχος του Vanity Fair, την βίβλο του παγκόσμιου lifestyle και αυτομάτως η κουβέντα μας ξεκίνησε από τα περιοδικά, αυτά που τον ανέδειξαν σε έναν δανδή εκδότη, που πλήρωσε ακριβά και με προσωπικό κόστος την αποκαθήλωσή του. «Από τότε που τέλειωσα με τα περιοδικά δεν είχα σκοπό να επιστρέψω στον Τύπο. Προτιμώ να γράφω βιβλία, να βλέπω τις κόρες μου και να παίζω λίγο τένις, αλλά από την αρχή της περσινής χρονιάς κάτι άλλαξε, τόσο γενικά όσο και κοινωνικά. Αυτό που συνειδητοποίησα κάποια στιγμή είναι ότι έκλεισε οριστικά ο προηγούμενος κύκλος και αρχίζει ένας νέος».

Αυτόν τον καινούριο κύκλο θέλει να εκφράσει με την επαναφορά του ΚΛΙΚ στο Ίντερνετ. «Το νέο ΚΛΙΚ θα είναι καθαρά διαδικτυακό και θα βγει σε δύο μήνες περίπου. Η εποχή του τότε lifestyle που ανέδειξε το περιοδικό, δεν υπάρχει πια. Πέθανε, το θάψαμε και Θεός σχωρέσ’ το! Το νέο εγχείρημα θα έχει τα πάντα, με τον τρόπο που θα τα βλέπει το ΚΛΙΚ».

Όσο για την πολιτική και τον εκδοτικό χώρο, δεν έχει αλλάξει άποψη. «Εγώ δεν ήθελα ποτέ στην δουλειά μου να ανήκω κάπου πολιτικά, γιατί πιστεύω ότι η δουλειά του εκδότη και των δημοσιογράφων δεν είναι να είναι ενταγμένοι ή να απηχούν κομματικές απόψεις. Έχεις υποχρέωση απέναντι στον αναγνώστη σου να του πεις και τα καλώς και τα κακώς κείμενα, αυτών που εξουσιάζουν και αυτών που αντιπολιτεύονται».

Μόνο που η στάση του αυτή είχε και το ανάλογο αντίτιμο. «Αυτή η θέση, είχε ένα μεγάλο κόστος και εγώ το πλήρωσα ακριβώς επειδή επαγγελματικά δεν εντάχθηκα κάπου. Το νέο εγχείρημα ήταν αυτό που μου χρειαζόταν για να μπω στην πρίζα, αν και μου πήρε καιρό να εντρυφήσω».

Όταν η συζήτηση έρχεται γύρω από την πτώση του αλλά και την ρήξη με τον Πέτρο Κωστόπουλο, ο Άρης Τερζόπουλος είναι αφοπλιστικά ειλικρινής. «Ο χώρος με πλήγωσε δίκαια. Όταν κάνεις μια δουλειά και θα σου αποδώσει και θα σε πληγώσει. Εγώ πλήρωσα αυτά που έπρεπε και σε ότι έχει να κάνει με τον Πέτρο, την αλήθεια για την ρήξη μαζί του δεν μπορώ ακόμη να την πω. Κάποια στιγμή θα το κάνω, ίσως σε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο. Άλλωστε δεν συνηθίζω να αποκαλύπτω κάποια πράγματα που νομίζω ότι αφορούν κυρίως εμένα, άλλο αν αυτή η ρήξη ήταν μια υπόθεση με γενικότερο ενδιαφέρον, η οποία θα μπορούσε να γίνει ταινία ή ένα πολύ ωραίο βιβλίο».

 

 

Αναπόφευκτα η συζήτηση έρχεται γύρω από τις πρόσφατες εκλογές και την νέα κυβέρνηση. «Βιώσαμε μια εποχή που πήγε λάθος ως προς την διαχείριση του χρήματος και ως προς την κοινωνική απληστία και κανένα από τα δύο κόμματα που ήταν στην εξουσία δεν τα έβαλε σε τάξη. Το πληρώσανε αυτό, σε μεγαλύτερο βαθμό το ΠΑΣΟΚ και σε μικρότερο η Νέα Δημοκρατία. Δεν μπορώ να κρίνω ακόμη τον Τσίπρα αλλά ήταν αναγκαίο να αλλάξει κάτι. Έχει χυθεί πολύ κοινωνικό αίμα, άνθρωποι πήδηξαν από τα παράθυρα, άλλοι έχασαν τις περιουσίες τους και η μεσαία τάξη διαλύθηκε». Δεν εξαιρεί τον εαυτό του από την κατάσταση που περιέγραψε πιο πάνω. «Εγώ πλήρωσα το κόστος που μου αναλογούσε για να μην χρωστάω τίποτε. Δεν μετανιώνω για τις επιλογές μου και πραγματικά αυτή την στιγμή έχω την καλύτερη σχέση με τον εαυτό μου. Οι πιο άσχημες στιγμές που βίωσα τότε ήταν συνδυασμός δύο πραγμάτων. Ήταν η οικονομική πτώση που συνέπεσε με τον χωρισμό μου από την Ευγενία, η οποία καλά έκανε και έφυγε προκειμένου να διασωθεί η ίδια και να προφυλάξει τα παιδιά μας. Αυτό όμως που μου κόστισε περισσότερο, που μου «έβγαλε» κυριολεκτικά τη καρδιά, ήταν το γεγονός ότι δεν κοιμόμουν και δεν ξυπνούσα με τα παιδιά μου. Ήταν ένα ενδεχόμενο ζωής που δεν το περίμενα. Ήταν μια πολύ μεγάλη πληγή, που έκλεισε και επουλώθηκε μετά από καιρό».

Στην ερώτηση αν του λείπει κάτι από τα παλιά μεγαλεία είναι κάθετος. «Δεν μου λείπει τίποτε από την παλιά ζωή, ούτε τα ταξίδια, ούτε η Μύκονος. Την έζησα άλλωστε την δεκαετία του ’70 που κατ’ εμέ ήταν στα καλύτερά της. Δεν με πείραξε που έχασα το σπίτι, μια χαρά περνάω και χωρίς αυτό. Το αγαπούσα πολύ, αλλά δεν μπορούμε να απαιτούμε να μένουν για πάντα στην ζωή μας, ούτε οι άνθρωποι ούτε τα πράγματα. Δεν γίνεται γιατί δεν αλλάζει μόνο η ζωή, αλλάζουμε κι εμείς».

Άλλαξε και ο ίδιος άλλωστε πολύ, όταν ήρθε αντιμέτωπος με την κατάθλιψη. «Την έζησα τρεις φορές. Είναι μια πολύ άσχημη κατάσταση, αλλά και πολύ εποικοδομητική, γιατί ‘καις’ αυτά που πρέπει να ‘κάψεις’. Το ζήτημα μέσα στην κατάθλιψη είναι να μην φύγεις από κανένα παράθυρο. Την σκέφτηκα την αυτοκτονία, αλλά όχι στα σοβαρά. Απλά βιώνοντας όλο αυτό, για να πάω από το κρεβάτι στο σαλόνι ήταν μια εκδρομή, ενώ το να βγω από το σπίτι για να πάρω τσιγάρα από το περίπτερο ήταν ταξίδι στο εξωτερικό».