Ήταν η μοιραία επίσκεψη της Γιάννας Αγγελοπούλου στο γραφείο του τότε αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη Βουλή που έφερε για πρώτη φορά στην επιφάνεια την αδυναμία του ηγέτη του Σύριζα προς τον ζωγράφο Θεόδωρο Στάμο. Τότε ο συσχετισμός έγινε ανάμεσα στον καμβά –κατακόκκινος- και την τσάντα της κυρίας των Ολυμπιακών.

Χρειάστηκε να μεσολαβήσει η εκλογική διαδικασία, να αλλάξει χέρια το Μαξίμου, για επιβεβαιωθεί η σχέση μεταξύ πολιτικού και ζωγράφου. Ο κατακόκκινος πίνακας ήταν από τα πρώτα προσωπικά αντικείμενα του νυν πρωθυπουργού που μετακόμισαν εκεί.

 

 

Ο νυν πρωθυπουργός δεν είναι ο πρώτος που φωτογραφίζεται με φόντο πίνακα του Στάμου –μια πρόχειρη έρευνα στο δίκτυο φανερώνει ότι και ο Γιώργος Παπανδρέου εμπνέονταν από την αύρα του ζωγράφου στο διάστημα της παραμονής του στο ίδιο γραφείο.

Τραβάω μια κόκκινη πινελιά

Ο Θεόδωρος Στάμος, ελληνοαμερικανός ζωγράφος της πρώτης περιόδου του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, του καλλιτεχνικού ρεύματος που σάρωσε την νεοϋορκέζικη σκηνή τις πρώτες δεκαετίες μετά τον πόλεμο, είναι ένας άνθρωπος που η τύχη δεν του χαρίστηκε. Παρότι υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους του κινήματος –η καριέρα του ξεκίνησε τη δεκαετία του ‘40 με τους καλύτερους οιωνούς- το 1975 ήταν πλέον ένας σπασμένος άνθρωπος με τεράστια χρέη και κανέναν φίλο.

 


Ο Θεόδωρος Στάμος όρθιος αριστερά σε φωτογράφιση της αμερικανικής Vogue για άρθρο με θέμα “8 νεοϋορκέζοι ζωγράφοι με διεθνή επιρροή” από το τεύχος Οκτωβρίου του 1959.

Η αρχή της πτώσης του Στάμου έγινε το 1970. Τότε ο φίλος του Μαρκ Ρόθκο έβαλε τέλος στη ζωή του μετά από μια διετία περίπου αμφιταλάντευσης και απέλπιδος μάχης με την κατάθλιψη. Ο Ρόθκο φρόντισε πριν από το θάνατό του να ορίσει τον Στάμο και δύο ακόμα πρόσωπα, τον Μπέρναρντ Ρέις, συλλέκτη και λογιστή, και τον Μόρτον Λεβίν, καθηγητή πανεπιστημίου, εκτελεστές της διαθήκης του.

Όταν ο ζωγράφος ανέλαβε καθήκοντα ως εκτελεστής της διαθήκης του φίλου του, του οποίου τα έργα άξιζαν πια εκατομμύρια δολάρια, η ζωή του βρίσκονταν σε σταθερή τροχιά. Αν και η απήχηση του έργου δεν συγκρίνονταν με εκείνη των εξπρεσιονιστών πρώτης γραμμής, του Πόλοκ και του ντε Κούνινγκ, η κριτική ήταν από ευγενική έως εγκωμιαστική απέναντί του και ο κύκλος των ιδιωτών και των μουσείων που είχαν στα χέρια τους έργα τους μεγάλωνε διαρκώς. Το Detroit Institute of Art του Μίτσιγκαν, το Μουσείο του Τελ Αβίβ, η Πινακοθήκη του Οντάριο, το Hirshhorn Museum and Sculpture Garden στην Ουάσινγκτον, τα Guggenheim, Metropolitan, Museum of Modern Art και Whitney στη Νέα Υόρκη ήταν μερικά μόνο από τα ιδρύματα που διέθεταν πίνακές του. Όταν έληξε η πολύκροτη δίκη που συντάραξε τον καλλιτεχνικό κόσμο της Νέας Υόρκης το 1975 κανένας δεν ήθελε να τον ξέρει, οι πίνακες του δεν άξιζαν δυο πεντάρες και εκείνος παρακαλούσε για ένα μέρος να ζει.

 

Τι συνέβη

«Φεύγοντας» ο Ρόθκο άφησε πίσω του έναν μεγάλο αριθμό έργων, τα οποία θα διαχειρίζονταν οι τρεις εκτελεστές για λογαριασμό ιδρύματος που θα έδινε υποτροφίες και θα υλοποιούσε εκπαιδευτικά προγράμματα. Εννοείται ότι θα σέβονταν και θα υπεράσπιζαν τα συμφέροντα των δύο παιδιών του Ρόθκο. Όμως, τα πράγματα ακολούθησαν διαφορετικό δρόμο. Ο Ρέις έβγαλε στο σφυρί περί τους 800 πίνακες του ζωγράφου μέσω γκαλερί έναντι εξευτελιστικού αντίτιμου. Η ενέργειά του αυτή δεν πέρασε απαρατήρητη από τον κηδεμόνα της κόρης του Ρόθκο. Κατέφυγε στα δικαστήρια. Τα όσα ακολούθησαν έκαναν την φιλότεχνη κοινωνία της Νέας Υόρκης να κρατήσει την αναπνοή της.

Η απόφαση που εκδόθηκε τελικά το 1975 υπήρξε καταπέλτης για τους τρεις εκτελεστές. Το δικαστήριο επιδίκασε στους νέους διαχειριστές αποζημίωση ίση με το ποσόν στο οποίο ανήρχετο η βλάβη. Το ποσό αυτό ορίστηκε στα 9,3 εκατομμύρια δολάρια. Ο Στάμος κατέρρευσε.

Η ιστορία, όπως διαμορφώθηκε τελικά, είναι ότι ο Θεόδωρος Στάμος, πέρα από το γεγονός ότι πέρασε και αυτός στον «στάβλο» της Marlborough Gallery, της πρωτοκλασάτης γκαλερί που μεσολάβησε στην πώληση των πινάκων του Ρόθκο, δεν είχε άλλη ανάμειξη στη λαθροχειρία –υπέκυψε κι αυτός όπως τόσοι και τόσοι καλλιτέχνες στις σειρήνες της ματαιοδοξίας, του προσφέρθηκε ένα καλύτερο deal κι αυτός πίστεψε ότι το δικαιούταν. Όμως, δεν επέδειξε την μέριμνα που όφειλε για την προστασία των συμφερόντων του Ιδρύματος Ρόθκο.

Ο Στάμος δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να καταβάλει το μέρος της αποζημίωσης που του αναλογούσε. Η περιουσία του όλη ήταν το σπίτι του στο Μανχάταν και οι πίνακές του. Και αυτοί είχαν απολέσει το μεγαλύτερο μέρος της αξίας τους αφού ο διασυρμός του ονόματος του ζωγράφου τον είχε καταστήσει ανεπιθύμητο πρόσωπο στα σαλόνια. Το σπίτι του Στάμου τελικά κατασχέθηκε υπέρ του ιδρύματος όμως, σε αναγνώριση του γεγονότος ότι δεν επωφελήθηκε από την απάτη, η κόρη του Ρόθκο, Κέιτ, του παραχώρησε την χρήση του για τη διάρκεια της ζωής του.

 

Η ζωή του Θεόδωρου Στάμου δεν επανήλθε ποτέ στην προηγούμενη πορεία της. Ο ζωγράφος, ο οποίος είχε από την πλευρά του μετανάστη πατέρα του καταγωγή από τη Λευκάδα, πέρασε τα επόμενα χρόνια της ζωής του μεταξύ του νησιού του Ιονίου και του Μανχάταν. Η φήμη του δεν ανέκαμψε ποτέ στην Αμερική, το βάρος του σκανδάλου και του ονόματος του Ρόθκο ήταν πολύ μεγάλο για τους ώμους του. Όμως στην Ελλάδα άρχισε να χτίζει ένα όνομα.

Η ελληνική εικοσαετία του Στάμου

Ο Θεόδωρος Στάμος γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1922 από μητέρα Σπαρτιάτισσα και πατέρα από τη Λευκάδα. Όμως, παρά το γεγονός ότι οι δεσμοί του με τη μακρινή πατρίδα του ήταν χαλαροί τις πρώτες δεκαετίες της ζωής του, το ελληνικό στοιχείο ήταν πάντα παρόν στο έργο του. Το 1975 ο Στάμος δώρισε 45 πίνακες του στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου η οποία, δύο χρόνια αργότερα του αφιέρωσε μεγάλη αναδρομική έκθεση.

Ακολούθησαν και άλλες εκθέσεις έργων του, κυρίως με πρωτοβουλία του συλλέκτη Ζαχαρία Πορταλάκη, του μεγαλύτερου συλλέκτη έργων του Θεόδωρου Στάμου  (Συλλογή Ζαχαρία Πορταλάκη, Πεσμαζόγλου 8, απέναντι από το παλιό Χρηματιστήριο).

 Ο Θεόδωρος Στάμος πέθανε τον Φεβρουάριο του 1997 στα Ιωάννινα. Λίγα χρόνια αργότερα το έργο του «Home of the Sun», έργο 1957, πωλήθηκε σε δημοπρασία των Christie’s στο Λονδίνο έναντι 283.150 δολαρίων, το πρώτο δείγμα ότι το στίγμα που συνόδευε το έργο του ζωγράφου αρχίζει να ξεθωριάζει.