Χρόνια πίσω. Άννα Βίσση σύμβολο! «Απόλυτη» ελληνίδα σταρ! Ποπ κυρίως, αλλά με εικόνα ροκ σταρ! Πάντα ερωτευμένοι μαζί της εμείς! Από τότε που μικρούλι κορίτσι, με ριχτά ινδικά ρούχα, όλο μάτια, από την Κύπρο, τραγουδούσε τα «Λιανοτραγουδα της Πικρής Πατρίδας» και «Κυκλάμινο, κυκλάμινο στου βράχου την σχισμάδα» ή «Στα χρόνια της υπομονής». Μετά ελάφρυνε το πράγμα με Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και «Ας κάνουμε απόψε μια αρχή» σε ωραίο «Κίτρινο, γαλάζιο και μενεξεδί» αλλά και με «Μεθυσμένη Πολιτεία» και «Αυτός που περιμένω» και μια άλλη εικόνα, γέννημα εποχής σχιζοφρενικής και παράδοξης.

Η μικρή αγαπημένη από τον Ρίτσο, τον Ελευθερίου, τον Κουγιουμτζή και τον μέγα Μίκη Θεοδωράκη, περνάει στα «Σαν κι εμένα καμιά», «Χούλα χουπ, χούλα χουπ, φόρα την κουλούρα σου και κούνα τη μεσούλα σου. Χούλα χουπ, χούλα χουπ, χούλα χουπ, μωρό μου, χούλα χουπ.», «Μου αδειάζεις κάθε λίγο και λιγάκι, κινητό τηλεφωνική, μου αδειάζεις κάθε λίγο και λιγάκι. Εγώ σ’ αγαπάω, εγώ σε φροντίζω τις μπαταρίες σου με αγάπη τις γεμίζω! Εγώ σ’ αγαπάω. Εγώ σε φροντίζω και τις μπαταρίες σου με αγάπη τις γεμίζω», αλλά και «αγάπη είναι ο ιδρώτας στο μπλουζάκι σου, τα σχισμένα τα τσιγάρα στο τασάκι σου, η σκόνη στα παπούτσια που φοράς, τα κομμένα νύχια που πετάς, η λάμψη των ματιών σου, το σουσάμι απ’ το κουλούρι στις σχισμούλες των δοντιών σου…»… Και να σταθώ και στο αγαπημένο μου, αν και όχι αναγνωρισμένο όσο του άξιζε «πόσες φορές είπαμε πυρ, μα τα βαμπίρ, δεν πεθαίνουν έτσι απλά, μ’ ένα σκέτο γεια χαρά και πάμε γι’ άλλα! Πόσες φορές είπαμε πυρ, μα τα βαμπίρ δεν τελειώνουν με σωστές εξηγήσεις φιλικές κι όλα μέλι, γάλα. Σ’ ένα λαβύρινθο χαμένοι κι δυο ψάχνουμε τρόπο για να βγούμε από δω. Πρέπει το βαμπίρ μέσα μας που ζει, πρέπει το βαμπίρ μέσα μας που ζει να πεθάνει»! «Πάρε με μια βόλτα αστρική, με ένα σου ηλεκτρικό φιλί. Πάρε με μια βόλτα μαγική, δίχως βενζίνη! Ένα κερί, υγρασία, μια βρύση που στάζει, τηλεκοντρόλ η καρδία, σταθμούς που αλλάζει. Κάτι μου λες στο αυτί που σε σκέψεις με βάζει και ξαφνικά τίποτα δε με νοιάζει»…

 

 

… Ε, ναι! Έχω ακούσει και χειρότερα από άλλους και καλύτερα απ’ τον ίδιο συνθέτη. Σε εποχές μεθυσμένες, φαραωνικών αφισών, εγερθείσης δόξας, σε ένα παράλληλο σύμπαν που η παραλιακή, η Ιερά Οδός, η Πειραιώς, η Συγγρού ήταν στο Λος Άντζελες και μέσα λάμπαν παγκόσμια οι καριέρες του αμανέ σε τεχνητή γονιμοποίηση με την ποπ και μετά τη ραπ, με γεννήματα υβριδικά τεράτων καψούρας, μεγαλείου, επίδειξης και χολιγουντιανής έπαρσης θαμώνων και τραγουδιστών. Μάχες με γαρύφαλλα, ποιος θα πετάξει πιο πολλά, τουαλέτες για κόκκινο χαλί κάθε βράδυ, υπερτιμήσεις φιαλών, ξημερώματα μεθυσμένες φυγές από πάρκινγκ, αποτσίγαρα, hang over, τσαμπουκάδες, φωτογραφίες πάνω από πιατέλες με φιστίκια και μια διασκέδαση επιδειξιμανίας «κάθισα στο πρώτο τραπέζι»… Η Βίσση κι απ’ αυτό σώθηκε! Η Βίσση αναμετρήθηκε και με τα μεγάλα τραγούδια και με εκείνα που κόβονταν στα μέτρα της σπουδαίας ερμηνευτικής της δύναμης, όπου ακόμα και την κοινοτυπία την κάνει να ακούγεται σπαραγμός. Σώθηκε δε κι απ’ την εποχή του «ταγαριού και του σανδαλιού» κι απ’ την εποχή του μπουζουκοαμανέ και της μεγάλης σοβαροφανούς φτήνιας.