Ο αγρότης πάνω στο γαϊδουράκι του που βάδιζε νωχελικά στον δρόμο έξω από το Κορλεόνε, άκουσε από μακριά τους πυροβολισμούς στις 10 Δεκεμβρίου του 1965. Δεν σταμάτησε, ούτε αναρωτήθηκε τι μπορεί να είχε γίνει. Ήξερε ότι κάποιος άτυχος είχε δολοφονηθεί από την νέα γενιά των μαφιόζων που γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν στο χωριό, που δεκαετίες αργότερα έγινε το επίθετο του κινηματογραφικού νονού Μάρλον Μπράντο, στο αριστούργημα του Κόπολα.

Αυτό που δεν γνώριζε ήταν ότι στα επόμενα χρόνια, τα ονόματα του Σαλβατόρε Ριίνα, του Μπερνάρντο Προβενζάνο, του Τομάσο Μπουσκέτα, του Λέο Μπαγακαρέλα και δεκάδων άλλων, θα σκόρπιζαν τον τρόμο στην Σικελία.

Ο Προβενζάνο κρυβόταν ήδη από τις 8 Σεπτεμβρίου του 1963, όταν είχε εκτελέσει τρεις μαφιόζους αντίπαλης φατρίας, τον καθένα με μια σφαίρα στο κεφάλι. Η Ιταλική αστυνομία θα κυνηγούσε για 43 ολόκληρα χρόνια το «φάντασμα του Κορλεόνε», όπως αποκαλούσαν τον Προβενζάνο ο οποίος μαζί με τον Ριίνα και τους άλλους μαφιόζους από το Κορλεόνε, ξεπάστρεψαν μεθοδικά, όλους τους αντιπάλους τους μαφιόζους. Αυτούς, που όταν η κουβέντα ερχόταν στην φατρία του Κορλέονε, τους αποκαλούσαν υποτιμητικά «χωριάτες» και «βοσκούς».
 

Ο Προβενζάνο με χειροπέδες.
 

Ο δημοσιογράφος John Follain το βιβλίο του «Οι τελευταίοι νονοί» αποκάλυψε μετά από έρευνα χρόνων, την ματωμένη διαδρομή των Κορλεονέζι, που ξεκίνησε από ένα ορεινό χωριό και έκλεισε σε μια φάρμα λίγα χιλιόμετρα έξω από αυτό.

Ο σκληρός Σαλβατόρε «Τότο» Ριίνα, ήταν αυτός που διέταξε την δολοφονία του αδιάφθορου εισαγγελέα Τζοβάνι Φαλκόνε, ο οποίος είχε καταφέρει συντριπτικά χτυπήματα στην Σικελική Μαφία.

Το αυτοκίνητο του Φαλκόνε και τα δύο συνοδευτικά οχήματα με τη ασφάλειά του  ανατινάχθηκαν με εκατοντάδες κιλά εκρηκτικών, στην διαδρομή από το αεροδρόμιο στην πόλη του Παλέρμο. Την «δουλειά» είχε αναλάβει αρχιεκτελεστής των Κορλεονέζι, Τζιοβάνι Μπρούσκα, γνωστός για την συνήθεια που είχε σε άλλες εκτελέσεις να διαλύει τα σώματα των θυμάτων σε βαρέλια με οξύ, ώστε η αναγνώρισή τους -αν βρίσκονταν ποτέ- να ήταν σχεδόν αδύνατη. 

Ο κρατήρας που άνοιξε κυριολεκτικά την άσφαλτο στα δύο, είχε βάθος τουλάχιστον δέκα μέτρων και ο θάνατος του Φαλκόνε ξεσήκωσε τους Σικελούς κατά της μαφίας.

Δύο μήνες αργότερα οι νονοί από το Κορλεόνε σκότωσαν τον συνάδελφό και διάδοχό του Φαλκόνε, Πάολο Μπορσαλίνο, μετά από μια επίσκεψη στο σπίτι της μητέρας του.
 


Από τη δολοφονία Φαλκόνε.
 

Δύο συλλήψεις αποδείχτηκαν καθοριστικές για την μοίρα των τελευταίων νονών. Η πρώτη ήταν αυτή του Τομάσο Μπουσκέτα, που είχε διαφύγει στην Λατινική Αμερική για να γλυτώσει από το τρομερό δίδυμο Ριίνα-Προβενζάνο, που «καθάριζαν» όλους τους αρχηγούς των άλλων φατριών σταδιακά. Όταν τον συνέλλαβαν στην Βραζιλία, δέχτηκε να αποκαλύψει εκπληκτικές λεπτομέρειες για τον μηχανισμό της Σικελικής Μαφίας, σπάζοντας την περίφημη ομερτά και τον όρκο που είχε δώσει νεαρός να μην μιλήσει ποτέ για την οργάνωση.

Η δεύτερη ήταν η σύλληψη του Ριίνα, ένα πρωινό με μια συνδυασμένη επιχείρηση της Questura Di Palermo με επικεφαλής τον επιθεωρητή Ρενάτο Κορτέζε. Ο γενειοφόρος αστυνομικός που κάπνιζε αρειμανίως πουράκια Toscanello και δούλευε τουλάχιστον δεκαπέντε ώρες καθημερινά, είχε βάλει σκοπό της ζωής του να πιάσει τον capo di cappi tutti -δηλ. τον αρχηγό των αρχηγών- και η σύλληψη του Ριίνα ταρακούνησε συθέμελα, την φατρία των Κορλεονέζι.
 


Ο Ρίινα, στο δρόμο για τη φυλακή.


Είχε σημάνει η ώρα του Μπερνάρντο Προβενζάνο, κολλητού του φίλου και Νο2 στην λίστα της ιεραρχίας, να γίνει ο επόμενος αρχινονός. Το «φάντασμα» του Κορλεόνε, εν αντιθέσει με τον προκάτοχό του, ζούσε μακριά από το Παλέρμο, υιοθετώντας μια μοναχική, σχεδόν ασκητική ζωή και ατέλειωτες προφυλάξεις. Δεν μιλούσε ποτέ στο τηλέφωνο, δεν είχε κινητό και άλλαζε κρησφύγετο πολύ συχνά, φοβούμενος ότι μπορεί να τον ανακαλύψουν. Επίσης δεν φωτογραφιζόταν ποτέ και η μοναδική φωτό που υπήρχε ήταν ένα ασπρόμαυρο πορτρέτο του όταν ήταν 20 χρονών.

Ο Ρενάτο Κορτέζε δεν το έβαλε κάτω. Με μια ομάδα ικανότατων ανδρών, χρησιμοποιώντας τηλεφωνικές υποκλοπές, κάνοντας παρακολουθήσεις και βάζοντας κοριούς σε σπίτια μαφιόζων κατάφερε τελικά να εντοπίσει μια ύποπτη φάρμα, λίγα χιλιόμετρα έξω από το Κορλεόνε. Έχοντας μάθει να σκέφτεται όπως οι μαφιόζοι, ο επιθεωρητής τοποθέτησε μια καμουφλαρισμένη κάμερα απέναντι από την φάρμα και πολύ γρήγορα, είδε ότι υπήρχε μια αδιόρατη στο γυμνό μάτι προέκταση, με μια σιδερένια πόρτα που άνοιγε μια φορά κάθε δέκα μέρες. Όταν είδε ένα χέρι να παραδίδει μια σακούλα σε ένα μέλος της μαφίας, κατάλαβε ότι κάποιος κρυβόταν εκεί, αν και αρχικά το μυαλό του δεν πήγε στον Προβενζάνο. Όταν όμως μετά από λίγες ημέρες η σακούλα από την φάρμα επέστρεψε από την κατοικία της γυναίκας του αρχιμαφιόζου, ετοίμασε την επιχείρηση, μαζί με τα μέλη της ομάδας του.
 


Ο Ρενάτο Κορτέζε
 

Εκείνο το πρωινό του Απρίλη του 2006, τα δύο τζιπ που πέρασαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα την είσοδο της αγροικίας δεν πήγαιναν για να αγοράσουν την φημισμένη στα περίχωρα ricotta που έφτιαχνε ο αγρότης-ιδιοκτήτης της. Φτάνοντας στη πόρτα, ο Κορτέζε βρήκε μια μικρή αντίσταση από κάποιον που δεν ήθελε να την ανοίξει. Με μια κλωτσιά μπήκε σε ένα δωμάτιο χωρίς φως και άρπαξε από το λαιμό έναν άνδρα. Ξέροντας ότι πριν λίγους μήνες ο Προβενζάνο είχε υποβληθεί σε εγχείρηση έψαξε για το σημάδι που έπρεπε να είχε στο λαιμό του. Όταν το βρήκε, είπε τα λόγια που ήθελε να ξεστομίσει για δεκαετίες: «Είσαι ο Μπερνάρντο Προβενζάνο και συλλαμβάνεσαι».

Ο άνθρωπος του οποίου η προσωπική περιουσία υπολογιζόταν στα 600.000.000 ευρώ, ζούσε σαν βοσκός, σε μια τρώγλη χωρίς ανοίγματα και παράθυρα, γεμάτη από γαλακτομικά σκεύη, πέντε φθαρμένες βίβλους και μια παλιά γραφομηχανή Olivetti, με την οποία ο Προβενζάνο έγραφε τα περίφημα σημειώματα με τις εντολές προς τους μαφιόζους συνεργάτες του.

Ο άνθρωπος που οι Ιταλικές αρχές αναζητούσαν για τέσσερις δεκαετίες, είχε επιλέξει το ασφαλέστερο -έτσι νόμιζε τουλάχιστον- καταφύγιο, στο μοναδικό μέρος, όπου δεν θα τον αναζητούσε κανείς. Στο Κορλεόνε, εκεί από όπου ξεκίνησε η άνοδος και η πτώση των τελευταίων νονών της Σικελικής Μαφίας…