Εδιμβούργο, πρωί 19ης Σεπτεμβρίου. Οι γκάιντες από τις cult σκωτσέζικες φιγούρες, που στέκονται όρθιες ολημερίς κατά μήκος της Princess Street, παίζουν ξανά στο γνώριμό τους τόνο: αυτόν που αποσκοπεί στο να κεντρίσει το αυτί του τουρίστα και… μερικές από τις λίρες του. 

Τις προηγούμενες (αρκετές) εβδομάδες, όμως, τόσο οι νότες του περήφανου σκωτσέζικου οργάνου όσο και τα πνευμόνια που του έδιναν ζωή κινούνταν σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση και λογική…

Μετά τη θερινή ραστώνη και μέχρι τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, που λέτε, οι γκάιντες έβγαζαν από μέσα τους τους πιο περήφανους από τους κρυμμένους τους σκοπούς. Χτυπούσαν το θυμικό και τις πλέον πατριωτικές των χορδών των κατοίκων του Εδιμβούργου – και όχι μόνο. Αυτές τις τελευταίες εβδομάδες λειτουργούσαν ως ξυπνητήρια εθνικών αντανακλαστικών και όχι ως μέσο συγκομιδής ευρώ. «Εμπρός για μια ανεξάρτητη Σκωτία», ήταν σαν να ακούγεται συγχρονισμένος ο σκοπός τους. Μέχρι που άνοιξαν οι κάλπες, ξεχείλισαν ενωτικά ψηφοδέλτια και οι γκάιντες ξαναγύρισαν στις προγενέστερες ράθυμες και κερδοσκοπικές μελωδίες.

Η λέξη «ξεχείλισε», βέβαια, περισσότερο χρησιμεύει για να αποδώσει μια κάποια λυρικότητα και λιγότερο για να αντικατοπτρίσει την αλήθεια.

Κι αυτό γιατί το 55% των Σκωτσέζων που είπαν «όχι» στην προοπτική της ανεξαρτησίας από το Ηνωμένο Βασίλειο, μπορεί να είναι ένα ποσοστό πλειοψηφικό και ικανό να κρατήσει τους χαϊλάντερς και τους πέριξ αυτών εντός της βρετανικής οικογένειας, αλλά δεν το λες δα και τσαουσεσκικό. Πάντα θα υπάρχει αυτό το… αναθεματισμένο 45% να τσιγκλάει με την παρουσία του το Γουέστμινστερ και όλα τα υδροκέφαλα κέντρα εξουσίας ανά την Ευρώπη.

Το 45%, βέβαια, δεν είναι ένα ψυχρό ποσοστό. Είναι το αντιπροσωπευτικό δείγμα της κυρίαρχης λαϊκής βούλησης. Παρ’ όλα αυτά, τόσο πριν όσο και μετά τις κάλπες δεν αντιμετωπίστηκε ως τέτοιο, αλλά ως μια στρεβλή μειοψηφία. Κι αυτό θα το καταλάβαινε εύκολα κανείς, αν διάβαζε τα φύλλα των μεγάλων ευρωπαϊκών εφημερίδων ή αν άκουγε τις δηλώσεις της πολιτικής νομενκλατούρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άπαντες έδιναν γραμμή πως η προοπτική μιας ανεξάρτητης Σκωτίας ήταν ανεπιθύμητη.

Κι όμως. Τι τραγική ειρωνεία; Τη νίκη στους Ενωτικούς την έδωσαν οι αδυναμίες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και όχι η ομαλή του λειτουργία. Όπως αναφέρει στο NP ο Δημήτρης Καιρίδης, αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συνεργάτης του Ιδρύματος Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή, οι υπέρμαχοι της ανεξαρτησίας στη Σκωτία θα ενισχύονταν από μια περισσότερο ελπιδοφόρα ΕΕ. «Οι εθνικιστές χάσανε στη Σκωτία για μια σειρά από λόγους, συμπεριλαμβανομένης της κακής πορείας της Ευρωζώνης και του ευρώ. Αν η Ευρώπη τα πήγαινε καλύτερα, η μικρή Σκωτία πιο εύκολα θα εγκατέλειπε την ‘‘αγκαλιά’’ του Ηνωμένου Βασιλείου. Τελικά, επικράτησε ο φόβος του άγνωστου» αναφέρει χαρακτηριστικά.

Από την Καταλονία και τη Φλάνδρα, μέχρι τη Χώρα των Βάσκων, το Βένετο, την Κορσική και τη Σκωτία, οι αποσχιστικές τάσεις μπορεί κατά καιρούς να αυξομειώνονται, δηλώνουν όμως πάντοτε παρούσες. Μετά τη Μεγάλη Βρετανία, η προσοχή στρέφεται τώρα στην ισπανική περίπτωση. Έχοντας μπει για τα καλά στο παιχνίδι του αποσχιστικού ντόμινο, Καταλανοί και Βάσκοι κοιτάζουν με μένος τη Μαδρίτη.

«Στην Καταλονία το εθνικιστικό κίνημα φαίνεται πιο δυνατό» συμφωνεί ο κ. Καιρίδης. «Ωστόσο, βλέπουμε ότι η κεντρική κυβέρνηση στη Μαδρίτη έχει δηλώσει ότι θα εμποδίσει τη διεξαγωγή του αποσχιστικού δημοψηφίσματος, μιας και δεν προβλέπεται από το ισχύον ισπανικό σύνταγμα» συνεχίζει. «Σημειώνω, πάντως, ότι τα δημοψηφίσματα έχουν μια επίφαση δημοκρατικότητας, αλλά δεν είναι το ίδιο με τις εκλογές. Ένα δημοψήφισμα συμβαίνει άπαξ και όχι περιοδικά και μία ψήφος υπέρ της απόσχισης είναι για πάντα» προειδοποιεί ο κ. Καιρίδης και δύσκολα μπορεί να πει κανείς ότι έχει άδικο.

Της μοδός, λοιπόν, οι αποσχιστικές φωνές, είπα κι εγώ να προβοκάρω τη συζήτηση. Ρωτώ τον καθηγητή για το αν υπάρχει περίπτωση να ανακύψουν παρόμοια ζητήματα στη χώρα μας.  «Όχι» δηλώνει κατηγορηματικά. «Η Ελλάδα δεν κινδυνεύει από αποσχίσεις. Τουλάχιστον προς το παρόν. Κι αυτό διότι δεν υπάρχουν λαϊκά κινήματα που να εκφέρουν τέτοιου είδους αιτήματα».

Σε κάθε περίπτωση, η όποια έξαρση των φαινομένων εθνικού αυτοπροσδιορισμού στη γηραιά ήπειρο, περισσότερο προσομοιάζει με την εθνική αυτογνωσία που πλημμύρισε την Ευρώπη με νεοδημιούργητα έθνη-κράτη το 19ο αιώνα και λιγότερο με τους αιμοδιψείς εθνικισμούς του προηγούμενου αιώνα. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το αίτημα των επιμέρους περιφερειακών οντοτήτων για μεγαλύτερη οικονομική ανεξαρτησία είναι που συνεχίζει να κρατά τον αποσχιστικό χορό σε κίνηση.

Κι όσο οι ελίτ των Βρυξελλών και των κρατών-μελών της ευρωπαϊκής οικογένειας δεν λένε να ακούσουν τα αιτήματα για μεγαλύτερη παραχώρηση πόρων και αρμοδιοτήτων προς την περιφέρεια, τόσο η ορχήστρα δεν θα λέει να αφήσει τα όργανά της στο πάτωμα. «Οι όποιες φωνές για ανεξαρτησία συνδέονται κυρίως με έναν αντιδραστικό λαϊκισμό απέναντι σε ένα αυτοαναφορικό πολιτικό κατεστημένο που έχει αποκοπεί από τα κατώτερα στρώματα» υπερθεματίζει ο καθηγητής της Παντείου.
 

* Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο NEWPOSTER στις 15 Οκτωβρίου.