«Ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει» λέει ο κακός γίγαντας του παραμυθιού, ενώ ο Κοντορεβιθούλης και τα αδέλφια του κρύβονται στο παιδικό δωμάτιο, λίγο πριν κατασπαράξει τα επτά του κορίτσια. «Ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει» λέει και ο κακός γίγαντας στο «Ο Τζακ και η φασολιά» ενώ η γυναίκα του κρύβει τον μαύρο Τζακ στο ντουλάπι με τα φαγητά! «Ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει» πρέπει να είπε και ο -κάθε άλλο παρά αρχετυπικός συμβολικός ήρωας σε παραμύθι, «Χάνιμπαλ Λέκτερ» της Βρετανίας– καθόλου γίγαντας, αλλά εντελώς κανίβαλος! Και όχι! Η παράνοια, η φρίκη, η εξωπραγματική ιστορία αυτού του σύγχρονου δυτικού κανίβαλου, δεν είναι η μοναδική. Είναι ο τελευταίος σε μια λίστα που θυμίζει σκηνές από το τηλεοπτικό «Criminal Minds» ή από την «Σιωπή των Αμνών», αλλά δεν αφορά σε μυθοπλασία. Κάποιοι φαίνεται, να εννοούν κυριολεκτικά την διφορούμενη –και ανατριχιαστικά ειπωμένη- φράση του Άντονι Χόπκινς πως «το βράδυ περιμένω κάποιους φίλους, για δείπνο», πριν χαθεί στο πλήθος της Βικτώρια, της πρωτεύουσας των Σεϋχελλών…
Η αστυνομία τον βρήκε να τρώει τα μάτια 22χρονης!
Συγκλονισμένη αυτές τις μέρες η κοινή γνώμη στην Βρετανία, μαζί με τον υπόλοιπο πλανήτη, μαθαίνει λεπτομέρειες για το φρικιαστικό, αλλόκοτα απάνθρωπο έγκλημα. Ο 34χρονος Μάθιου Ουίλιαμς, όταν η αστυνομία εισέβαλλε στο δωμάτιο του ξενώνα αποκατάστασης των υπό ένταξη στην κοινωνία αποφυλακισμένων, ύστερα από καταγγελία για ουρλιαχτά των γειτόνων, ήταν πάνω από μια αιμόφυρτη νεαρή και προσπαθούσε να φάει τα μάτια της! Ο άνδρας είχε αποφυλακιστεί μόλις δυο εβδομάδες πριν. Η 22 ετών Κέρις Μαρί Γιέμ, είχε πάει για να διασκεδάσει σε παμπ μικρής κωμόπολης της Ουαλίας, όπου γνώρισε τον αποφυλακισμένο μελλοντικό δολοφόνο της και τον ακολούθησε στον ξενώνα όπου εκείνος έμενε. Σε λίγο οι άλλοι ένοικοι θα άκουγαν τα ουρλιαχτά της. Όταν οι αστυνομικοί προσπάθησαν να συλλάβουν τον δράστη εκείνος αντέδρασε και οι αστυνομικοί επιχείρησαν να τον ακινητοποιήσουν με taser, δηλαδή πιστόλι αναισθητοποίησης, που όμως δεν το άντεξε ο οργανισμός του και πέθανε. Με υπερβολική γλαφυρότητα και λεπτομερειακές περιγραφές ο βρετανικός τύπος περιγράφει το πώς ο «Χάνιμπαλ Λέκτερ, «έτρωγε το πρόσωπό» της.
Περιμένοντας τον εραστή για δείπνο – κυριολεχτικά!
Γερμανία. 2002. Σε όλα τα πρωτοσέλιδα κυριαρχεί η ψύχραιμη, σχεδόν γαλήνια φυσιογνωμία του Άρμιν Μάιβες. Ήταν τότε 40 χρόνων, με καλό βιοτικό επίπεδο και αρκετή κανονιστική γνώση. Ανέβασε την προσωπική του αγγελία στο Internet ζητώντας κάποιον νεαρό, εμφανίσιμο άνδρα, που να επιθυμεί και συναινεί να… «φαγωθεί». Του απάντησε ένας μηχανικός από το Βερολίνο, ο Μπερντ Γιούργκεν Μπράντες. Μια εβδομάδα αργότερα, οργάνωσαν το ραντεβού, που θα μπορούσε να μοιάζει με εκείνα που εκατομμύρια επικείμενοι εραστές δίνουν σε όλο τον πλανήτη. Αφού το «θύμα» πήρε πολλά ισχυρά παυσίπονα και ήπιε μπόλικο αλκοόλ, προσφέρθηκε στον Μάιβες, για να του ακρωτηριάσει τα γεννητικά του όργανα, τα οποία και… μαγείρεψε. Αφού τα έφαγαν μαζί, με συνοδεία καλού κρασιού και υπό το φως των κεριών, ο Μπράντες πέθανε από αιμορραγία. Ο Μάιβες τεμάχισε το πτώμα του και το έβαλε στο ψυγείο. Η αστυνομία υπολόγισε ότι στις εβδομάδες που ακολούθησαν ο κανίβαλος κατανάλωσε περίπου 20 κιλά σάρκας του Μπράντες. Μήνες μετά ξανάβαλε την ίδια αγγελία, ζητώντας δηλαδή ακόμα ένα θύμα έτοιμο να φαγωθεί! Ένας φοιτητής από την Αυστρία έδωσε την αγγελία στις αρχές και έτσι οδηγηθήκαν στο σπίτι του, στα μακάβρια ευρήματα στο ψυγείο του, στην ψύχραιμη ομολογία του, ότι δεν έγινε και τίποτα και φυσικά στη σύλληψη και στην καταδίκη του! Με μεγάλη δε ειλικρίνεια, παρέδωσε στις αρχές και βίντεο, στο οποίο κατέγραφε κάθε λεπτομέρεια του ραντεβού και του δείπνου και το όποιο είδαν οι δικαστές φρικάροντας! Και για την ομαδική παράνοια του πράγματος, να πούμε πως ο Μάιβες καταδικάστηκε από την γερμανική δικαιοσύνη μόλις σε οκτώ χρόνια, γιατί δεν υπήρχε ειδική πρόβλεψη στην νομοθεσία για τον κανιβαλισμό, αλλά και γιατί το θύμα είχε δώσει την συγκατάθεση του! Με παρέμβαση δικαστών, που είχαν δει και το βίντεο και ήταν αδύνατο, όπως καταλαβαίνουμε, να το ξεπεράσουν, η υπόθεση ξαναδικάστηκε το 2006 και ο κανίβαλος του Ρότενμπουργκ εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης, σε φυλακές ύψιστης ασφάλειας αλλά και γερμανικού υψηλού επιπέδου διαβίωσης.
«Κόκκινος Αντεροβγάλτης» ή ο πιο αιμοσταγής serial killer .
Ποιος μπορεί να ξεχάσει το παγωμένο, τρελό βλέμμα του κανίβαλου της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, που έπαιζε ως είδηση στις τηλεοράσεις όλης της γης, έγινε και ταινία και που δικάστηκε μέσα σε ένα κλουβί ειδικά κατασκευασμένο για αυτόν στα δικαστήρια, Αντρέι Τσικατίλο! Θεωρείται ο πλέον αιμοσταγής serial killer, με τα περισσότερα θύματα στο σύγχρονο κόσμο. Γεννήθηκε στην Ουκρανία, σπούδασε και ήταν φαινομενικά, ένας μειλίχιος δάσκαλος και ένας στοργικός πατέρας δύο παιδιών. Το 1981, μάλιστα, άφησε τη διδασκαλία και ακολουθώντας την εσωτερική του κλίση, έγινε ιερέας! Η πραγματική του φύση όμως, ήταν ερεβώδης και κτηνώδης. Όχι μόνο σκότωνε ανυπεράσπιστα και ευάλωτα θύματα αλλά μετά έτρωγε και τη σάρκα τους. Η φονική, ασταμάτητη και όλο και πιο άγρια διαδρομή στη σκοτεινιά του εγκλήματος, ξεκίνησε το 1978, αλλά χρειάστηκαν δώδεκα χρόνια για να πιαστεί. Σ’ αυτό, εικάζεται πως συνέβαλλε το ότι ήταν μέλος του κομουνιστικού κόμματος και μπλόκαρε τις έρευνες. Όμως, τον Νοέμβριο του 1990, κι ενώ τα θύματα και ο φόβος, εξαπλώνονταν σε σημείο πανικού για τους πολίτες, οι περιπολίες για να βρεθεί ο serial killer είχαν αυξηθεί. Ένας αστυνομικός τον είδε να βγαίνει καλοντυμένος από ένα δάσος! Ο κατά συρροήν δολοφόνος και κανίβαλος είχε κρυμμένο στην τσάντα του το ακρωτηριασμένο στήθος μιας γυναίκας, όμως κατάφερε να αποφύγει την έρευνα. Ο αστυνομικός τον έβαλε στόχο και υπακούοντας στο ένστικτό του έπεισε και τους ανώτερους του, να τον παρακολουθούν συνεχώς. Τελικά του βρήκαν μακάβρια στοιχεία και αδιάψευστα πειστήρια για να τον οδηγήσουν σε μια πολύκροτη δίκη. Ο «Μανιακός» ή «Κόκκινος Αντεροβγάλτης» ή «Χασάπης του Ροστόφ», σα σε ζωολογικό κήπο, πίσω απ’ τα κάγκελα του κλουβιού στο δικαστήριο, με τα χωρίς καμιά ανθρωπιά καταγάλανα μάτια, κάποτε ήταν απαθής, κάποτε παραληρούσε ακατάληπτα και κάποτε κατέβαζε το παντελόνι του, επιδεικνύοντας και κουνώντας τα γεννητικά του όργανα στο ακροατήριο. Οι κινήσεις του, τα βλέμματα του, τα ουρλιαχτά του ήταν αλλόκοτα και προκαλούσαν φόβο και φρίκη. Κρίθηκε ένοχος για 52 φόνους γυναικών και παιδιών, με ακρωτηριασμούς και κανιβαλισμό και καταδικάστηκε σε θάνατο για καθέναν από αυτούς. Στις 14 Φεβρουαρίου του 1994, εκτελέστηκε με μία σφαίρα στο πίσω μέρος του κρανίου του.
Ελεύθερος στους δρόμους μετά από τουλάχιστον 100 θύματα.
Πάλι στην Σοβιετική Ένωση αλλά και στο 1994. Τον Ιανουάριο εκείνης της νέας χρονιάς, κρίνεται θεραπευμένος, ύστερα από εγκλεισμό και ιατρική παρακολούθηση τεσσάρων χρόνων σε ψυχιατρική κλινική ο Νικολάι Ντζουρμογκάλιεφ. Ήταν ο «σιδεροδάχτυλος κανίβαλος», που σκότωσε ένα αδιευκρίνιστο, αλλά, όπως εικάζεται, μεγάλο αριθμό γυναικών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80. Διάλεγε τους στόχους του, δηλαδή μοναχικές γυναίκες, σε ερημικές περιοχές, τις ακινητοποιούσε με την μεγάλη και παραμοιώδη του δύναμη, τις σκότωνε και μετά… τις μαγείρευε και τις σερβίριζε στους φίλους του! Ήταν μάλιστα ιδιαίτερα περήφανος για τη μαγειρική του δεινότητα και την έφεση του στην «έθνικ» κουζίνα. Η αστυνομία υπολόγιζε πως ο αριθμός των θυμάτων του θα πρέπει να ξεπερνούσε το 100! Ένα βράδυ, οι καλεσμένοι του, αφού είχαν φάει και είχαν πιεί, στο ευχάριστο, κοινωνικό δείπνο, βρήκαν στο ψυγείο του… το κεφάλι μιας γυναίκας! Συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές. Εκεί, ενώ οδηγούταν στο κελί του, ζήτησε, πολύ απλά, ευγενικά και φυσιολογικά δύο γυναίκες για να μπορέσει να βγάλει τις δύο πρώτες βδομάδες καλύπτοντας τις διατροφικές του ανάγκες σε κρέας! Κρίθηκε ψυχικά διαταραγμένος. Οδηγήθηκε σε ψυχιατρείο της Τασκένδης. Δραπέτευσε το 1989. Το 1991 τον συνέλαβαν ξανά. Τον οδήγησαν σε νέο, πιο απομακρυσμένο ψυχιατρικό ίδρυμα στο Ουζμπεκιστάν. Θεωρήθηκε θεραπευμένος και πήρε εξιτήριο στο 1994. Είναι ελεύθερος, με χαμένα ίχνη και ζει κάπου στην Ευρώπη!
Ο μποέμ ποιητής των δρόμων έτρωγε κορίτσια!
Μεξικό. Σχεδόν χθες. Η αστυνομία έχει ένταλμα έρευνας για το διαμέρισμα ενός εκκεντρικού 40χρονου καλλιτέχνη, του Χοσέ Λουίς Κάλβα. Οι γείτονες καταγγέλλουν μια αφόρητη κακοσμία να προέρχεται από το σπίτι. Πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, βρίσκουν ένα πιάτο με φρέσκο – τηγανισμένο κρέας. Είναι ανθρώπινο! Στα κουτιά των δημητριακών βρίσκουν ανθρώπινα οστά, στην κατάψυξη ολόκληρα κομμάτια κρέατος από ανθρώπινα μέλη. Στην μεγάλη ντουλάπα του σπιτιού οι αστυνομικοί θα βρουν, τελικά και ότι έχει απομένει από το σώμα της 32χρονης Αλεχάνδρα Γκαλεάνα, της επίσημης αγαπημένης του λογοτέχνη. Η οικογένειά της νεαρής γυναίκας, είχε, άλλωστε, δηλώσει την εξαφάνιση της δύο εβδομάδες νωρίτερα. Ακολούθησε μια κινηματογραφική, σχεδόν, σκηνή καταδίωξης, όπου ο λογοτέχνης-κανίβαλος, τρέχει με το αυτοκίνητό του προσπαθώντας να ξεφύγει απ’ τα περιπολικά που τον καταδιώκουν, για να συγκρουστεί τελικά στους πολυσύχναστους δρόμους του Μεξικό με κάποιο όχημα. Η έρευνα στο σπίτι του, θα οδηγήσει σε ένα μισοτελειωμένο βιβλίο του με τίτλο «Κανιβαλικά Ένστικτα» και πολλά εγχειρίδια για τελετές μαύρης μαγείας. Η αστυνομία υποψιάζεται, πως ο θύτης έχει κάνει τουλάχιστον αλλά δυο απεχθή τέτοια εγκλήματα από το 2004 μέχρι τη στιγμή της σύλληψης του. Ο ίδιος, που αυτοαποκαλείται «ο ποιητής» ισχυρίζεται πως είναι θέμα πλεκτάνης. Πως κάποιος έφερε τη μνηστή του Αλεχάντρα διαμελισμένη στο σπίτι, αλλά πως και τη παλιότερα ερωμένη του, Βερόνικα που βρέθηκε ακρωτηριασμένη σε χάρτινα κιβώτια, την δολοφόνησαν για ενοχοποιήσουν εκείνον. Αρνείται δε, πως έχει οποιαδήποτε σχέση με βαλίτσα που βρέθηκε το 2013, κοντά στο διαμέρισμα του, έχοντας μέσα τα μέλη ακρωτηριασμένης γυναίκας, άγνωστης ταυτότητας. Η δίκη του δεν έχει ολοκληρωθεί και η αστυνομία συνεχίζει να διεξάγει ερευνά για να βρει όλα τα στοιχεία που τον συνδέουν με τους φόνους. Ο ποιητής που πουλούσε τα ποιήματα του στους δρόμους, θα έχει για μια ζωή τους τοίχους των φυλάκων, για να γράψει επάνω τους ακόμη και έπη.