Οφείλω να ομολογήσω ότι την δεν την πολυέψαξα την υποψηφιότητα Ψινάκη στον Μαραθώνα. Δεν κοίταξα να μάθω ούτε τις διασυνδέσεις (συγγνώμη, τα “κονέ”) της παρατάξεώς του, ούτε το ποιόν των υποψήφιων δημοτικών του συμβούλων. Στο κάτω κάτω της γραφής δεν κατέβαινε υποψήφιος και σε κανά μεγάλο Δήμο. Σε ένα μέρος σχετικώς αδιάφορο, άχρωμο, άγευστο κατέβαινε, με μοναδική ανησυχία μήπως και μετέτρεπε σε Λας Βέγκας τον τύμβο των Μαραθωνομάχων. Οπότε, σιγά τα λάχανα και ευκαιρία για ολίγο τρολάρισμα στο ιντερνετάκι.
Εξελέγη λοιπόν ο Ψινάκης στο πλαίσιο του εθνικού χαβαλέ και από την πρώτη στιγμή άρχισε τις χαριτωμενιές. Τις σχετικώς αθώες χαριτωμενιές οφείλω να ομολογήσω, με ευφυολογήματα του τύπου “μην περιμένετε από εμένα να αλλάξω θέσεις, δεν τα γυρνάω εγώ τα μπιφτέκια”. Κάτι ανάλογο με τα ωραία του Μπουτάρη εν ολίγοις, στο πιο λαμέ και εμπριμέ. “Και γιατί όχι δηλαδή;”, μπορεί να αναρωτηθεί ο υγιώς σκεπτόμενος ψηφοφόρος. Χορτάσαμε από ξύλινη γλώσσα τόσα χρόνια, ας τα πει και κάποιος χύμα και τσουβαλάτα.
Συμφωνώ απολύτως. Εγώ είμαι ο πρώτος που βαριέται τη μπουρδολογία των πολιτικών και τον παίρνει ο ύπνος στις ομιλίες τους. Μόνο που το “χύμα και τσουβαλάτα” του Ψινάκη εξετράπη λίαν συντόμως σε βοθρολογία του αισχίστου είδους. Σε ένα ξεκατίνιασμα ογδόης κατηγορίας, βγαλμένο από το χρυσό βιβλίο του Βούθουλα. Σε μια επίδειξη καρκατσουλιού και ξεφτίλας, που σε αφήνει παγωμένο και άναυδο να αναρωτιέσαι αν έχει ακόμη πολύ δρόμο για τον πάτο. Και τον απόπατο…
Το επεισόδιο είναι γνωστό. Την έπεσε μια δημοτική σύμβουλος στον Δήμαρχο Ψινάκη κι αυτός από τη μία της επετέθη με τη φράση “σκάσε μωρή πιά” και αφετέρου την ρώτησε αν παίρνει χάπια. Στον πληθυντικό μάλιστα της ευγενείας: “Να σας πω, παίρνετε χάπια;” Μπροστά σε κάμερες όλα αυτά, όχι πίσω από κλειστές πόρτες και κουρτίνες. Αρα ο κύριος Δήμαρχος ήξερε πολύ καλά τι έλεγε και δεν νομίζω ότι μπορεί να επικαλεστεί το ακαταλόγιστο.
Να δούμε όμως μία μία τις παρεμβάσεις του. Όσον αφορά στο “σκάσε μωρή πιά”, αποκαλύπτει την απόλυτα τηλεοπτική κουλτούρα του νέου Δημάρχου Μαραθώνος ο οποίος έχει την εντύπωση ότι απευθύνεται στα μηχανάκια της AGB αντί σε ανθρώπινες υπάρξεις. Δείχνει επίσης το πόσο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως πρωταγωνιστή στη ριάλιτυ και όχι ως στέλεχος της τοπικής αυτοδιοίκησης που είναι υποχρεωμένο να φέρει εις πέρας την αποστολή του. Και τέλος φανερώνει το μέγεθος της άγνοιάς για τα προσχήματα της αστικής δημοκρατίας -έναν, δηλαδή, από τους βασικούς πυλώνες της μακροζωίας της. Κρίνοντας εξ ιδίων και μόνο ο Ψινάκης εξακολουθεί να συμπεριφέρεται ως καλεσμένος σε πάρτυ…
Αλλά αυτό μπορεί να το ξεπεράσει κανείς. Στο κάτω κάτω της γραφής, ο Μένιος Κουτσόγιωργας τα έλεγε χειρότερα και ο Αδωνις Γεωργιάδης δεν πάει πολύ πίσω στο διαρκές παραλήρημά του. Εκεί που τελειώνει η ανοχή, εκεί που “σταματάει το δολλάριο”, όπως λένε και οι Αμερικάνοι, είναι στα περί χαπιών. Γιατί μπορεί να κάνεις αστεία με τη λογόρροια ενός ανθρώπου ή με τις ασυναρτησίες του, αλλά για τα ψυχικά προβλήματα καλόν είναι να βγάζεις το σκασμό.
Καλό είναι να το ράβεις το στόμα σου, γιατί υπάρχει πολύς κόσμος που τραβάει κουπί με αυτά τα πράγματα. Κόσμος που ταλαιπωρείται, κόσμος που υποφέρει, κόσμος που ζορίζεται. Κόσμος που δεν έχει καμιά διάθεση να φορτώνεται στην καμπούρα του εκτός από τα βάσανά του και τη φτηνή ειρωνεία του Ψινάκη. Κόσμος απλός, καθημερινός, διπλανοί μας πολίτες και όχι τίποτα μεγιστάνες και σελέμπριτις από αυτούς που καυχάται ότι έχει φίλους ο Δήμαρχος Μαραθώνος. Σε αυτούς να πάει να κάνει πλακίτσες με χάπια και από αυτών την οργή, έτσι και έχουν πραγματικό πρόβλημα, θέλω να δω πως θα γλυτώσει. Γιατί υπάρχουν και μερικά πλάσματα που δεν καταπίνουν τόσο εύκολα τη σκατίλα…
Υ.Γ.: Το ότι η δημοτική σύμβουλος απάντησε εξίσου αθλίως στον Ψινάκη, δεν αίρει τις δικές του ευθύνες.