Άνδρος, δεκαετία 1930-1940.
Γυναίκες που ζουν στη στεριά καρτερώντας τους ναυτικούς άνδρες τους να έρθουν κοντά τους μετά από την καθημερινή αναμέτρηση με τη θάλασσα και την αρμύρα της. Κάθε κύμα κρύβει μέσα του και μια ιστορία. Κάθε ιστορία και ένα δάκρυ, γιατί η θάλασσα αποδεικνύεται σχεδόν πάντοτε ισχυρότερη από κάθε συναίσθημα νοσταλγίας και δισταγμού μπροστά στην απομάκρυνση των ανδρών από την εστία της οικογένειας.
Το καθήκον καλεί τους ναυτικούς να σαλπάρουν συνεχώς για νέα ταξίδια στα σπλάχνα της.
Άνδρος ή αλλιώς “Μικρά Αγγλία”, όπως είναι και ο τίτλος της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη, που είναι υποψήφια για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, στα φετινά 87α Βραβεία της Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Έχουμε πολλά χρόνια να κερδίσουμε, οπότε ίσως να έχει έρθει τώρα η στιγμή να κρατήσουμε ξανά στα χέρια μας ως Έλληνες, ένα τέτοιο τιμητικό βραβείο.
Με αφορμή τη συγκεκριμένη υποψηφιότητα θυμήθηκα πάλι την ημέρα που συνάντησα το γνωστό σκηνοθέτη που μετέφερε στον κινηματογράφο το ομότιτλο βιβλίο της Ιωάννας Καρυστιάνη οδηγώντας περισσότερους από 400.000 θεατές σε ολόκληρη την Ελλάδα, στις σκοτεινές αίθουσες.
Ξεκινώντας τη μεταξύ μας κουβέντα, τον ρωτώ αν σκέφτεται τώρα, μετά από αυτή την επιτυχία και την ολοκλήρωση των εξουθενωτικών γυρισμάτων, να αφιερώσει χρόνο στον εαυτό του πριν την επόμενη ταινία.
Εγώ ξεκουράζομαι, όταν κάνω ταινίες και όχι όταν κάθομαι μέσα στο σπίτι μου. Δεν μου αρέσει να μένω στο σπίτι μου. Τώρα, αν μπορούσα να ξεκινήσω τη Δευτέρα μια ταινία, θα ήταν η καλύτερή μου! Αυτή είναι η ζωή μου..!
Αυτή είναι η ζωή του. Δεν είναι, λοιπόν τυχαίο ότι αυτό που του δίνει το φιλί της ζωής, οι ταινίες όπου “ψάχνει να βρει τον άνθρωπο”, τον αντάμειψε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αγγίζοντας ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.
Τα μάτια του κινούνται μεταξύ συγκίνησης και του ενθουσιασμού ενός μικρού παιδιού, όταν παίρνει στα χέρια του τα δώρα του Άη-Βασίλη, κάθε φορά που μου μιλάει για τη στιγμή που βρίσκεται πίσω από την κάμερα δίνοντας σάρκα και οστά σε ήρωες που όλοι μας έχουμε συναντήσει, όλοι μας έχουμε δει να δακρύζουν, να χαίρονται, να δίνουν τον προσωπικό τους αγώνα, να χαράζουν το δικό τους προσωπικό μονοπάτι στη ζωή.
Το τηλέφωνό του χτυπάει συνεχώς, όλοι θέλουν να μάθουν το μυστικό της επιτυχίας της εν λόγω ταινίας.
Απλός, ευαίσθητος, ευγενικός, χωρίς ίχνος εγωισμού και υπεροψίας μου τονίζει τη χαρά που αισθάνεται για την ευρεία απήχηση της “Μικράς Αγγλίας”.
“Με συγκινεί βαθιά το γεγονός ότι μέσα σε λίγες μέρες βγήκαν από το σπίτι τους άνθρωποι όλων των ηλικιών κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες για να μπουν στη σκοτεινή αίθουσα και να παρακολουθήσουν τη “Μικρά Αγγλία”. Το θεωρώ πολύ σημαντικό και μου δημιουργεί τεράστια ευθύνη για τις επόμενες ταινίες μου”, μου επισημαίνει.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει αντιξοότητες που σχετίζονται ακόμη και με την επιβίωση. Μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό, πόσο εφικτό είναι να μη χάσει κανείς την πίστη του στην πραγματοποίηση των ονείρων του, στο δικαίωμα στην εργασία, στη ζωή, στην Τέχνη;
“Ο τόπος βρίσκεται σε έναν κυκλώνα δύσκολο. Επειδή όμως εγώ βλέπω πάντα μισογεμάτο το ποτήρι παρά μισοάδειο, ελπίζω και θέλω να πιστεύω ότι η κατάσταση αυτή θα αλλάξει μελλοντικά”, αναφέρει και η ειλικρινής ματιά του υπογραμμίζει του λόγου το αληθές και συνεχίζει:
Θα πρέπει να βγούμε από το σπίτι μας, να επιχειρήσουμε πράγματα και να δείξουμε αλληλεγγύη. Η αλληλεγγύη μπορεί να ξεκινήσει από πολύ μικρές καθημερινές στιγμές της γειτονιάς μας, του σπιτιού μας, του μικρού μαγαζιού που πρέπει να το υποστηρίξουμε, για να αλλάξουμε σταδιακά τρόπο ζωής και να μπορέσουμε να βρούμε έτσι μια άκρη σαν κοινωνία. Μακάρι αυτό να συνέβαινε και στο πολιτικό σκηνικό, όπου όλοι ονειρευόμαστε να δούμε ξαφνικά ένα πολιτικό περιβάλλον, το οποίο να μην έχει καμία σχέση με το παρελθόν.
Οι νέοι αναγκάζονται να φύγουν από τη χώρα λόγω της οικονομικής κρίσης για να δουν τη ζωή τους να προχωρά και τους κόπους τους να ανταμείβονται. Ισχύει, άραγε το ίδιο και για τους νέους σκηνοθέτες;
“Δεν είναι εύκολο να βγεις από τον τόπο σου και να κάνεις ταινία. Πόσο γνωρίζω εγώ το γαλλικό περιβάλλον ή το ιταλικό ή το αμερικάνικο; Εδώ αναπνέω, εδώ ξέρω τον Έλληνα και γι’αυτό δεν έφυγα και ποτέ από τη χώρα. Η προσπάθεια μέσα από μια ταινία είναι να καταλάβεις τι είναι οι άνθρωποι και ο τόπος, ποια είναι η ιστορία του τόπου, δεν είναι εύκολο λοιπόν να βγει κάποιος από εδώ και να ψάξει να βρει την άκρη μακριά από αυτό το αίσθημα που αποπνέει κάθε χώρα. Η ελπίδα μου είναι να παραμείνει αυτό το ανθρώπινο δυναμικό στον τόπο του. Από τους νέους περιμένουμε όλοι μας. Είναι πολύτιμη η καταγραφή της κρίσης. Αν ήμουν πιο νέος, θα ήμουν συνεχώς με μια κάμερα στο δρόμο και θα κατέγραφα αυτό που συμβαίνει”.
Ακούω με προσοχή τα όσα μου λέει και οι ερωτήσεις που θέλω να του υποβάλω ξεπηδούν η μία μετά την άλλη.
Η εποχή μας θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τα “Πέτρινα Χρόνια” ή το “Όλα είναι δρόμος”, τον ρωτώ και μου απαντά χωρίς δεύτερη σκέψη:
“Είναι συνδυασμός και των δύο πιστεύω”,
Ο άνθρωπος ποτέ δεν ξεφεύγει από τις δυσκολίες. Δεν υπάρχουνε κοινωνίες, όπου όλα είναι εύκολα. Αυτό καταγράφεται και στην κινηματογραφική περιοχή, όπου παρακολουθούμε τον άνθρωπο που αγωνίζεται, που θέλει να αλλάξει τη μοίρα του, που ελπίζει ότι μπορεί να καταφέρει κάτι καλύτερο, ο άνθρωπος που αντιστέκεται στις δυσκολίες, που δίνει μάχες.
Και έτσι είναι.
Η ζωή αποτελείται από πολλές μάχες μαζί που αν αθροιστούν, θα σχηματίσουν μια μεγάλη νίκη.
Τη νίκη του ανθρώπου που έχει μάθει να αγωνίζεται για έναν καλύτερο εαυτό και για έναν καλύτερο κόσμο.
Έναν κόσμο γεμάτο εικόνες…
*Το αρχικό κείμενο της συνέντευξης είχε δημοσιευτεί στο www.lesvosnews.net