Θυμάμαι εκείνη την εβδομάδα που έγινε η επίσημη παρουσίαση του iPhone 6, και τον μεγάλο ντόρο σε ΜΜΕ και σε παρέες γύρω από την θεοποίηση των προϊόντων της Apple και στην αναγωγή τους σε απόλυτο ορόσημο αυτοπροβολής και εξύψωσης του κοινωνικού status αυτού που το φέρει.

Mια παρόμοια συζήτηση έγινε και στο γραφείο. Η συνονόματη και πάντα καυστική συνάδελφος Ντίνα, αναφέρθηκε στους χρήστες iPhone και στο γεγονός ότι οι περισσότεροι από αυτούς είναι επιδειξίες που συνηθίζουν να αφήνουν το κινητό τους πάνω στο τραπέζι με τρόπο προκλητικό. “Κι όλα αυτά τη στιγμή που στην άλλη άκρη του τραπεζιού κάθονται άνεργοι ή χαμηλόμισθοι…”, συμπλήρωνε τη σκέψη της.

Άρχισα, που λέτε, να μαζεύομαι καθώς και το δικό μου το iPhone ήταν πράγματι ακουμπισμένο επάνω στο γραφείο. “Λες ρε να φαίνομαι κι εγώ μαλάκας, γιάπης και χαρτογιακάς που την έχω ψωνίσει;”, μου πέρασε από το μυαλό. “Όχι ρε συ Ντινάρα, ξεκόλλα”, με καθησύχασα. “Από πού κι ως πού; Εσύ ο Αιγαλεώτης, το απλό και λαϊκό παιδί, το γέννημα-θρέμμα των δυτικών προαστίων, γιάπης και χαρτογιακάς;”.


Αλλά οι ψύλλοι, ψύλλοι. Αρμένικη βίζιτα μέσα στα αυτιά μου…

Η αλήθεια είναι πως από τους οκτώ νοματαίους στην παρέα μου, οι μισοί έχουμε iPhones. Από τα τελευταία κιόλας μοντέλα. Μερικοί δε έχουν κι άλλα γκατζετοειδή της εταιρείας-κολοσσού με σήμα το φαγωμένο μηλαράκι. Οικονομικά αν μας δεις, είμαστε άπαντες νορμάλ όπως τουλάχιστον καθορίζεται το δικό μας το “νορμάλ”, καθώς το φυσιολογικό για τους κατοίκους δυτικά από το ποτάμι κατά πολύ διαφέρει από αυτούς των βορείων ή των νοτίων προαστίων. Δεν στάζουν, που λέτε, από τα μπατζάκια μας τα πενηντάευρα, αλλά να… Δουλεύουμε όλοι (απίστευτο ε;) και όσο να ’ναι τη βγάζουμε . Άλλος πιο εύκολα, άλλος πιο δύσκολα, αλλά τη βγάζουμε.

Ως εκ τούτου, από το 2010 που πήρα το πρώτο μου iPhone μέχρι και σήμερα, δεν μου μπήκε ποτέ στο μυαλό η σκέψη πως το να βγάζω το τηλέφωνό στο τραπέζι της παρέας μου υποκρύπτει το οτιδήποτε προκλητικό. Το έχω νιώσει, όμως, σε παρέες με τρίτους, σε συναντήσεις με άτομα που συναντώ για πρώτη φορά. Στις περιπτώσεις αυτές, αγνοώντας το παρασκήνιο και την ιστορία του ανθρώπου που συναντώ μπροστά μου, το κινητό μου δεν λέει να βγει από τη τσέπη. Για τον ίδιο ακριβώς το λόγο που επικαλέστηκε κι η Ντίνα: “Κι αν είναι άνεργος; Αν είναι χαμηλόμισθος;”…

Και κάπως έτσι προκύπτουν τα ενοχικά σύνδρομα στα χρόνια της κρίσης. Στα χρόνια που η -κάποτε χαρακτηριζόμενη με υποτιμητική χροιά- γενιά των 700 ευρώ, έχει ρίξει τον πήχη κανά δύο κατοστάρικα παρακάτω. “Και ποιος είμαι εγώ για να έχω iPhone; Και ποιος είμαι εγώ που ταξιδεύω στο εξωτερικό; Και ποιος είμαι εγώ που θα περνάω καμιά βδομάδα από τις καλοκαιρινές μου διακοπές σε νησί; Ποιος είμαι εγώ, γενικότερα;”.

Μια ολόκληρη γενιά, η δική μου γενιά, στην πιο παραγωγική και τσαχπίνικη της φάση βλέπει τα όνειρά της να μη βγαίνουν, βλέπει τους συνομηλίκους της να μη βγαίνουν (οικονομικά). Και χτυπάνε δίχως σταματημό οι ενοχικές της χορδές κάθε που νιώθει ότι δεν την πνίγει ο οικονομικός αρμαγεδώνας, κάθε που ξεφεύγει από τη μιζέρια και τη ροπή προς την κατάθλιψη.

Λες και είμαστε καταδικασμένοι και υποχρεωμένοι να δηλώνουμε εκ γενετής μίζεροι, να νιώθουμε νυχθημερόν μίζερα και να βιώνουμε στο απόλυτο τη μιζέρια. Λες και κάθε γκάτζετ, κάθε ρούχο και κάθε έξοδος αρχικά, κάθε χαμόγελο, κάθε χαρά και κάθε παραπανίσια ενδορφίνη στη συνέχεια, κάθε τι που υπερβαίνει το Μηδέν της εποχής γενικότερα, λες και όλα αυτά θα πρέπει σώνει και καλά να μας κάνουν να νιώθουμε παρίες…

Τον προσωπικό μας πήχη να τον ψηλώνουμε με όποιο τίμιο τρόπο μπορούμε. Αυτό χρειάζεται. Και να βάζουμε που και που κανά χεράκι να περνάνε από πάνω του κι όσοι δεν έχουν τη δύναμη-δυνατότητα να το κάνουν. Και δεν αναφέρομαι προφανώς στον τρόπο με τον οποίο θα αποκτήσουν γκατζετοειδή. Αλλά στο πώς θα γίνουν κτήτορες της ουσίας και του όμορφου.

Αυτό και μόνο αυτό και σιχτίρ στην ενοχή κάθε μορφής. Ας ζήσουμε. Όπως μπορούμε. Προλαβαίνουμε ακόμα.