Έφυγε από τη ζωή, στις 14 Σεπτεμβρίου 2001, σε ηλικία 70 ετών, μετά από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο.

Aισθάνομαι λίγο  (πολύ) άβολά να γράψω για τον Στέλιο Καζαντζίδη. Θα μου πεις για τόσους «μεγάλους» έχεις γράψει, στον Καζαζντζίδη κολλάς; Ναι. Γιατί είναι λίγο προσωπικό το θέμα. Όταν ήμουν μικρός, ο πατέρας μου που δεν ζει πια, τον λάτρευε σαν Θεό. Η μητέρα μου που είναι πιο της κλασσικής σχολής, παρ’ όλα αυτά υποκλίνεται ακόμα και σήμερα, με δέος απέναντι στην αυθεντικότητα του.

Εγώ πιτσιρικάς τότε, είχε πρωτοσκάσει και το MTV,  χαμπάρι. Τι να σου κλάσει ο «λαϊκός» απέναντι στις Μαντόνες και τους Duran Duran.  «Πολύς πόνος ρε παιδί μου, πολύ μιζέρια σκεφτόμουν» ο ηλίθιος γιατί τόσα ήξερα τόσα έλεγα.

Για μια φωνή που αυτός ο πόνος της, σαν τροχισμένος πάνω σε άγρια πέτρα, έγινε αγιογραφία για τους μετανάστες και εξέφραζε τον πόνο ενός ολόκληρου λαού, συνθήκες ζωής που για μένα ήταν αφάνταστες. Χαμένος μέσα στο ροζ μου εφηβικό όνειρο.

Δεν θυμάμαι πότε και με ποιο του τραγούδι ακριβώς, έπιασα τον εαυτό μου να δακρύζει. Ίσως το «Αγριολούλουδο». Να νοιώθω μέσα από τη φωνή του Στελάρα, τη γη μου, τον ουρανό μου, το πραγματικό, ατόφιο, τίμιο συναίσθημα της χώρας μου. Τον πόνο να γίνεται τραγούδι για να ξορκίσει το κακό. Τη φτώχια να γελάει κοροϊδευτικά στους προύχοντες στήνοντας τη δική της γιορτή. Αποκτώντας τη δική της φωνή.
 



 

Τον έρωτα σε μια άλλη διάσταση, σχεδόν εκκλησιαστική στο πάθος της. Και ταυτόχρονα γεμάτη χώμα και ιδρώτα, σαν να αγκαλιάζει τρυφερά σώμα πεσμένο στη γη, με τα δάχτυλα σκληρά και άγρια από τη δουλειά στην οικοδομή, το εργοστάσιο, το λιμάνι.

Μια φωνή γεμάτη αντρίκια τιμιότητα, όχι μόνο στις ερμηνείες του αλλά και στις πράξεις της. Ποτέ άλλοτε στην ελληνική δισκογραφία, κάποιος άλλος δεν τόλμησε στο απώγειο της επιτυχίας του, να τα βάλει με τους μεγιστάνες «νταβαντζήδες» των δισκογραφικών εταιρειών.

Το 1959 η δικαστική διαμάχη του Καζαντζίδη με την δισκογραφική εταιρεία COLUMBIA, θα γράψει ιστορία με αφορμή τις μεγάλου μεγέθους, πωλήσεις του τραγουδιού “Μαντουμπάλα” πωλήσεις ρεκόρ, που την εποχή εκείνη άγγιξαν τις 100.000. Στην άλλη όψη του ίδιου δίσκου περιλαμβάνεται το “Δυο πόρτες έχει η ζωή”, σε μουσική του ίδιου του Καζαντζίδη και στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.

Παρά τις χωρίς προηγούμενο πωλήσεις και τη στιγμή που η εταιρεία έβγαζε εκατομμύρια από το συγκεκριμένο δισκάκι, ο ίδιος ο τραγουδιστής πήρε λιγότερες από 1000 δραχμές. Αυτό συνέβη καθώς οι τραγουδιστές τότε πληρώνονταν ένα εφάπαξ ποσό για τον κάθε δίσκο και δεν λάμβαναν ποσοστά από τις πωλήσεις. Στον Καζαντζίδη χρωστούν πολλά οι σύγχρονοι τραγουδιστές, αφού πρώτος αυτός διεκδίκησε για τον κλάδο του ποσοστά και η προσπάθειά του είχε θετικό αποτέλεσμα.

4 χρόνια πριν, το 1965, ο Καζαντζίδης είχε ήδη δείξει τη στάση του απέναντι στη μουσική βιομηχανία και την μπίζνα του σκυλάδικου,  έχοντας πάρει τη μεγάλη απόφαση να σταματήσει τις ζωντανές εμφανίσεις στη νύχτα. Αιτία ήταν η αποστροφή του για την κατάσταση που επικρατούσε στα κέντρα.

Χαρακτηριστικά η Μαρινέλλα αναφέρει πως μόνο στο μαγαζί που ο Καζαντζίδης δούλευε απαγορευόταν (από τον ίδιο φυσικά) οι τραγουδίστριες να κάθονται στα τραπέζια των εύρωστων οικονομικά πελατών. Η αποχώρηση του Καζαντζίδη από το πάλκο, «…αποτελεί την πιό δραματική μορφή σιωπηλής διαμαρτυρίας απέναντι σε ένα αμείλικτο σύστημα διαπλοκής από νεόπλουτους θαμώνες, αφεντικά της δισκογραφίας και μπράβους της νύχτας…

Γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1931 στη Νέα Ιωνία. Ο έφηβος Καζαντζίδης αναγκάζεται να κάνει πολλές δουλειές για να βγάλει το μεροκάματο. Δουλεύει σε εργοστάσια, υφαντουργεία, πουλάει τσιγάρα και κρύο νερό σε κεντρικά σημεία της πρωτεύουσας.
 



 

Τελευταίο τραγούδι που ερμηνεύει λίγους μήνες πριν εισαχθεί στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών (με καρκίνο στον εγκέφαλο) είναι το “Έρχονται χρόνια δύσκολα” και το δίσκο αυτό, που ήταν και το κύκνειο άσμα του καλλιτέχνη, τον προλογίζει απευθύνοντας χαιρετισμό στους θαυμαστές του.

Το σύστημα τον πολέμησε όσο λίγους. Καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια να τον χαρακτηρίσει «γραφικό». Ειδικά μετά την τελευταία του δικαστική διαμάχη με τον Χρήστο Νικολόπουλο. Και τον Καζαντζίδη, να αφήνει την συσσωρευμένη οργή τόσων χρόνων πάλης, αδικίας και μόχθου, να βγαίνει ασυγκράτητη με τις δηλώσεις του.

Με πικρό καημό. Όμως αυτός, ο καημός ήταν που έκανε τα τραγούδια του εθνικό ύμνο. Απλωμένα χέρια μέσα από άσπρο πουκάμισο σε έναν γαλάζιο ουρανό. Αυτός ο καημός «στόλιζε» κάθε βράδυ τις λαϊκές αυλές, μέσα από ένα τρανζίστορ, με χρωματιστά λαμπιόνια γιορτής.

Μετατρέποντας το λαϊκό τραγούδι, σε επαναστατικό εμβατήριο. Μεταλλάσσοντας με την ερμηνεία του, «απλούς» μαγικούς στίχους, σε σύνθημα συσπείρωσης. Σε τονωτικό της καρδιάς. Σε αντοχή, επιμονή και ελπίδα. Σε ομορφιά μέσα από τη μιζέρια που έγραφα στην αρχή. Την ομορφιά που μπορεί να έχει ακόμα και μια γλάστρα σε ένα παράθυρο.

Εκεί που η μοναστηριακή «ευλάβεια» αποκτάει την έκφραση της μέσα από μια αφτιασίδωτη φωνή, ακονισμένη μόνο στον τροχό της ζωής. Εκεί που το ιερό  μυστήριο τελείται με συνοδεία ένα μπουζούκι. Εκεί που το χαμόγελο δεν απορρίπτει το δάκρυ, αλλά το αποδέχεται σαν προϋπόθεση για τη δημιουργία, τη χαρά. Και στους τάφους ζευγαρώνουν με χαρά, τσαμπουκαλεμένα αηδόνια. Αυτό είναι ο Στέλιος Καζαντζίδης. Η ζωη του όλη, ένα τσιγάρο κέρασμα, για όλους μας. Που στον καπνό του, τη νύχτα, σμίγουν μεθυσμένες, σαν να κάνουν έρωτα για να γεννηθεί κάτι καινούργιο, όμορφο,  όλες οι μνήμες της μέρας. Μέσα από τη στάχτη του τσιγάρου.

«Παιδί της νύχτας μια ζωή, δεν το αντέχω το πρωί, με τους κυρίους στα κασμίρια τους ντυμένους. Εγώ τη νύχτα μόνο ζω, μαζί μ’ εκείνους που αγαπώ, με τους παράνομους και τους αδικημένους».
 

https://www.youtube.com/watch?v=BOI4MJQEg2g
https://www.youtube.com/watch?v=VCHOIUQjkg0