Σε σοκάρει η λέξη «ψοφάει»; Αφού αυτό σκέφτεσαι δημοσιογραφάκο μου και μετά με  δανεικές λέξεις λύπης το μασκάρεις. Κάποια φορά, χρόνια πριν, σε μία εφημερίδα. Είχε τύχει μέσα σε μια εβδομάδα να πεθάνουν πέντε έξι επώνυμοι. Χαρά εμείς δεν μπορώ να σου περιγράψω. Ήταν και καλοκαίρι, ειδήσεις δεν υπήρχαν, δώρο Θεού μας ήρθε ο διάσημος ψόφος. Γιατί οι δημοσιογράφοι, οι περισσότεροι, όχι όλοι, έτσι τον βλέπουν τον θάνατο του επωνύμου. Σαν ψόφο στο λούνα παρκ της σόουμπιζ.

Σαν μια αφορμή για να γράψουν μακροσκελή δακρύβρεχτα αρθράκια με ότι μελό κλισέ μπορείς να φανταστείς, που μπροστά τους ο Φώσκολος μοιάζει με Ντοστογιέφσκι. Κάτι σαν Άρλεκιν σε ανοιχτή λογοτεχνική βραδιά πάνω από έναν τάφο.

Μαζί με τη χαρά μας βέβαια υπήρξε κι ο σχετικός πανικός. Πότε θα προλάβουμε να τους νεκρολογήσουμε όλους αυτούς μαζί; Που θα ανακαλύψουμε στο ίντερνετ τα σκάνδαλα της προσωπικής τους ζωής, γιατί καλός ο θρήνος αλλά τι να το κάνεις το μοιρολόι αν δεν ξεφτιλίσεις πρώτα και λίγο το νεκρό με τα μυστικά του κρεβατιού του, του αλκοολισμού του, του οτιδήποτε.

Μεταξύ αστείου και σοβαρού που μάλλον ήταν του σοβαρού, κι επειδή εκείνη την εποχή περιμέναμε να πεθάνουν άλλοι πέντε έξι σύντομα, γυρνάει ο διευθυντής σύνταξης και μου λέει: «Ρε συ Θεοδωρόπουλε,  αφού το ‘χεις το μελόδραμα, δεν φτιάχνουμε μια λίστα για όσους είναι πάνω από 80, έχουν καρκίνο, ή είναι στο νοσοκομείο, να έχουμε τα κείμενα έτοιμα όταν ψοφήσουν να προλάβουμε τους άλλους;»

Ψιλοπαγώνω για λίγα λεπτά παίζοντας ντόμινο με τον εγκέφαλο μου. Εννοώ πως όσο ευαίσθητος είμαι τόσο αδίστακτος μπορώ να γίνω αν χρειαστεί για να πουλήσω. Είναι κι αυτό ένα από τα λοιμώδη μεταδοτικά νοσήματα που κολλάς όταν γίνεσαι «δημοσιογράφος». Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή έδειξα ανοσία. Δύο εβδομάδες πριν, είχε βρεθεί κρεμασμένος στο σπίτι του ένας συνάδελφός μας, απίστευτα γελαστό παιδί, που κανείς δεν είχε υποψιαστεί ότι υπέφερε από κατάθλιψη.

Απαντάω ειρωνικά στον τύπο διευθυντή: «Τι κρίμα ρε συ που δεν είχαμε ψυλλιαστεί νωρίτερα ότι θα κρεμαστεί ο Χ. που ήταν και συνάδελφος μας. Θα μπορούσαμε να είμαστε εκεί με φωτογραφικές την ώρα που έβαζε τη θηλειά και να έχουμε κι ένα πρωτοσέλιδο που θα γαμήσει.» «Τι εννοείς;» μου απαντάει. «Η μάνα μου έχει σοβαρό αναπνευστικό και παλεύει κάθε μέρα με τη ζωή και το θάνατο. Ένας κολλητός μου έχει σοβαρές επιπλοκές από το AIDS και δεν ξέρουμε αν θα τη βγάλει καθαρή. Α, και προχτές ένα φιλαράκι από τα μπαράκια πέθανε από πρέζα. Μπορώ να σου γράψω και γι αυτούς αν θες αν και δεν είναι επώνυμοι. Εσύ κανέναν δικό σου που να είναι έτοιμος να πεθάνεις έχεις, για να τον βάλω στη λίστα μου;»

Το βούλωσε. Ευτυχώς για εκείνον. Ούτως ή αλλως να ‘μαστε καλά, ψοφήματα επωνύμων με το κιλό υπάρχουν. Χτες το βράδυ κατά τις δύο με ενημέρωσαν για την αυτοκτονία του Ρόμπιν Ουίλιαμς. Δεν αισθάνθηκα κάτι περισσότερο από ότι όταν κήδεψα φίλους και συγγενείς. Ναι, συγκινήθηκα αλλά ως εκεί. Από την άλλη όμως ήταν μια σημαντική είδηση. Που στην εποχή γρήγορης ταχύτητας του Ίντερνετ, πρέπει να τρέξεις να τα γράψεις πρώτος για να μη σου πάρουν άλλοι τα κλικαρίσματα.

Έκατσα τρεις το πρωί κι έγραψα κάτι. Προσπάθησα να είναι όσο πιο λιτό γίνεται, σαν απλή ανακοίνωση, αλλά δεν μου βγήκε τόσο απλά. Το κατάλαβα όταν σήμερα μου είπαν συνάδελφοι «υπέροχο το άρθρο σου για τον Ρόμπιν Ουίλιαμς.» Πώς είναι δυνατόν να είναι υπέροχο κάτι που γράφεις για έναν άνθρωπο που τον έβλεπες γελώντας από πιτσιρικάς με τις ταινίες του και μετά αυτοκτόνησε; Ή μήπως τελικά είναι υπέροχη στα μάτια όλων μας η δημόσια εκπόρνευση του προσωπικού μας συναισθήματος;

Δεν ντρέπομαι για το μικρό άρθρο που έγραψα. Το βρίσκω ακόμα και σήμερα λιτό και τίμιο και συμβατό με την προσωπική μου ηθική και αισθητική. Αυτό που όμως δεν αντέχω είναι το τι ακολούθησε την επόμενη μέρα. Και το τι προηγήθηκε. Είναι σαν να το βλέπω. Πρωινά meeting των τηλεοπτικών μαγκαζίνο για το πώς θα ετοιμάσουν το αφιέρωμα στον πεθαμένο και τι σπικάζ θα κάνουν πάνω στα video που να είναι συγκινητικό.

Και ταυτόχρονα μια χιλιάδα από καταθλιπτικές ρομαντικές της καλόκαρδης φυματίωσης, να ποστάρουν όλη τη μέρα στα social media, σπαραξικάρδιες φιλοσοφικές μπουρδολογίας για να δείξουν πόσο  συγκλονισμένες και ευαίσθητες είναι. «Καλό ταξίδι στη γειτονιά των αγγέλων». Τι είναι μωρή η γειτονιά των αγγέλων για σένα, πες’ μου να καταλάβω. Κάτι σαν το μέρος που ο παράδεισος συναντά τα Ματογιάννια στη Μύκονο; Την ώρα που όταν πέθαινε ο θείος σου το μόνο που σκεφτόσουνα είναι το αν συμπεριλαμβάνεσαι στην κληρονομιά;

Κι ένα πλήθος άχρηστων βαρετών τηλεοπτικών συζητήσεων. Τύπου, «γιατί το έκανε αυτό;» Επειδή όλο το βράδυ έπαιζε πασιέντζες στο pc, δεν του βγήκε κι έπαθε κατάθλιψη. «Γιατί  στο Χόλιγουντ οι επώνυμοι υποφέρουν από τέτοια πράγματα; Κι ο Μάικλ Ντάγκλας δεν ήταν σεξομανής;» Αυτό το τελευταίο σίγουρα ο δημοσιογράφος που το είπε το σκέφτηκε επειδή όλο το βράδυ το πέρασε βλέποντας πορνό στο διαδίκτυο και δεν σταμάτησε να τον παίζει.

«Δεν μπορώ να το πιστέψω, ένας τόσος ταλαντούχος άνθρωπος να κάνει κάτι τέτοιο». Ναι σωστά, γιατί οι ατάλαντοι συνήθως την γλυτώνουν. Γι αυτό κι εσύ συνεχίζεις να έχεις εκπομπή επειδή σε πηδάει ο διευθυντής του καναλιού μολονότι για να τον αντέξεις όταν σε αγγίζει μπουκώνεσαι στα χάπια να μην πολυκαταλαβαίνεις τι κάνεις.

Υπήρξε μια φορά, στο θάνατο και την κηδεία μιας διάσημης φίλης. Πολλοί επώνυμοι καλεσμένοι και αμπιγιέ γιατί θα ήταν εκεί και τα κανάλια. Τους άκουγα στο προαύλιο του νεκροταφείου να ανταλλάσουν αστεία, να κλείνουν μπίζνες. Σε άλλο τόπο και χρόνο όλοι τους. Έκατσα στην είσοδο της εκκλησίας όσο ο παπάς την έψελνε. Κάθε φορά που ανέφερε το όνομά της, «κηδεύεται η δούλη του Θεού…» τα γόνατά μου λύγιζαν, το κλάμα έβγαινε βροχή αλλά μουγκά, για να μη χαλάσω την σιωπή της αγάπης μου, κι ένας καλός φίλος με κρατούσε συνέχεια από τα χέρια για να μη λιποθυμήσω.

Την επόμενη μέρα, είδα τους περισσότερους από αυτούς που γέλαγαν και έκλειναν τις μπίζνες τους την ώρα της κηδείας, να βγαίνουν στα κανάλια, σε πάνελ, και σε διαφήμιση μπιντέ αν τους έλεγαν να πάνε να κάνουνε δηλώσεις θα πηγαίνανε. Με κλαψομουνιάρικη στημένη πόζα και άψογο μακιγιάζ μην μουντζουλιάσουν στη μούρη όταν θα έβγαινε το ψεύτικο δάκρυ. Να μιλάνε για το πόσο σημαντική ήταν, πόσο την αγαπούσαν και πόσο κοντινοί της άνθρωποι ήταν.

Λίγες μέρες μετά, άρχισα να δέχομαι καταιγισμό τηλεφωνημάτων. Να γράψω ή να δηλώσω κάτι γι αυτήν. Το έκανα πολλά χρόνια αργότερα αλλά όχι τότε. Τότε ήταν μια πολύ προσωπική στιγμή μου και πληγή. Ένα πράγμα μου έλεγε πάντα αυτή η γυναίκα: «Ποτέ σου μη βρωμίσεις δημοσιογραφίλα». Ελπίζω να τα κατάφερα. Δόξα τω Θεώ, Για πολλούς από τους συναδέλφους μου, πάντα κάποιος θα πεθαίνει να έχουν να γράφουν μελοδραματικούς επικήδειους στα όρια του κλαυσίγελου. Να πιστοποιούν πάνω στον χαμό ενός ανθρώπου που μπορεί ποτέ να μην άκουσαν τη μουσική του, να μη διάβασαν τα βιβλία του ή να μην είδαν τις ταινίες τους, την προκάτ ευαισθησία τους.

«Ο θάνατος σου πάει πολύ» όπως ήταν και ο ελληνικός τίτλος μιας μαύρης κωμωδίας πάνω στα media και τη ματαιοδοξία. Μια μέρα πριν το θάνατο του Ρόμπιν Ουίλιαμς, ανακάλυψαν λέει φυλαγμένες παιδικές βρώμικες πάνες και παιδικά μπλουζάκια στο σπίτι του Μάικλ Τζάκσον. Τόσα χρόνια προφανώς μια καθαρίστρια δεν είχε πατήσει το πόδι της εκεί. Αύριο μπορεί να ανακαλύψουν δονητή με φωτοκύτταρο για αυτόματη εκτόξευση πρέζας στο σπίτι του Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν. Ή 10, 15 χρόνια μετά. Λογικό, γιατί οι δημοσιογράφοι όταν δεν έχουν έμπνευση, κάνουν και τα «κοράκια» και τον ψάλτη και την καθαρίστρια στο σπίτι του πεθαμένου. Και στα δικά σας συνάδελφοι όταν έρθει η δική σας ώρα.